Ο
ντανταϊσμός, το καλλιτεχνικό κίνημα που γεννήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα είχε ένα μέσο και ένα στόχο:
Μέσω του συνειδητού «βανδαλισμού» της τέχνης και της επίθεσής του στην αντίληψη
της αστικής κοινωνίας για την αισθητική γενικότερα, προσπάθησε να επιβάλλει την
δημόσια επικύρωση μιας νέας στάσης προς την καλλιτεχνική δημιουργία και
ταυτόχρονα να τη συνδέει αξεδιάλυτα με τη ριζοσπαστική πολιτική πράξη.
Έγραφαν, ανάμεσα στα τόσα
πολλά, οι ιδρυτές του: «Καταστρέφαμε, προσβάλλαμε,
περιφρονούσαμε – και γελούσαμε. Γελούσαμε και κοροϊδεύαμε, τα πάντα.
Κοροϊδεύαμε τους εαυτούς μας, όπως κοροϊδεύαμε τον Αυτοκράτορα, τον Βασιλιά και
την πατρίδα, τους καλοχορτασμένους και τους ψευτοειρηνοποιούς. Παίρναμε το
γέλιο μας στα σοβαρά. Θέλαμε να αναδείξουμε ένα καινούριο είδος ανθρώπινης
ύπαρξης, που επιθυμούσαμε να είμαστε σύγχρονοι του, ελευθερωμένοι από την
τυραννία του ορθολογισμού, της καθημερινότητας, των στρατηγών, των πατρίδων, των
εθνών, των εμπόρων τέχνης, των μικροβίων, των αδειών παραμονής και του
παρελθόντος».
Η κληρονομιά του αισθητικού
αυτού κινήματος δεν φαίνεται παρά να θεωρήθηκε μια «βρώμικη» στιγμή της
ιστορίας της σύγχρονης τέχνης. Ποτέ άλλωστε δεν πάρθηκε στα σοβαρά, αν και στην
αρχή το φοβήθηκαν τρομοκρατημένοι οι αστοί θαμώνες της καλλιτεχνικής ζωής, ή αν
πάρθηκε στα σοβαρά, η εξουσία και το εμπόριο τέχνης προσπάθησε να την αλλοιώσει
ή να τη κάνει πεδίο οικονομικής εκμετάλλευσης. Ωστόσο το «ντάντα», μιας και
εσκεμμένα δεν έχει σαφή και συγκεκριμένο ορισμό και ούτε σαφή και
συγκεκριμενοποιημένο στόχο, ενυπάρχει και λειτουργεί μέσα σε ευρύτατα όρια που
καμιά εξουσία δεν μπόρεσε, ούτε μπορεί ποτέ να εξουσιάσει.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα και τη Ζυρίχη φτάνουμε
ωστόσο με άλμα στην Αθήνα και τις αρχές του 21ου αιώνα
και τις περίφημες ζαρντινιέρες του κέντρου της. Ζαρντινιέρες που μετατράπηκαν
πολύ γοργά σε σύμβολο και συμβολισμό. Αποτελούν σύμβολο οικονομικού σκανδάλου,
σύμβολο ενός ολόκληρου σχεδιασμού της πολιτικής εξουσίας για οικονομική
αλλοίωση του κέντρου μιας πρωτεύουσας, συμβολισμό μιας «αρχοντοχωριάτικης»
υποκουλτούρας, μιας κιτς αντίληψης του κράτους, ανάδειξης της υπεροχής του σε
σχέση με τον παθητικό, όπως αυτό τον θεωρεί, λαό. Ωστόσο αυτές οι σωστές αλλά
αρνητικού χαρακτήρα παρατηρήσεις, αποκρύπτουν δυστυχώς και ένα θετικό χαρακτήρα
που έμμεσα ανέδειξε η ύπαρξη των ζαρντινιέρων στο πεδίο της αισθητικής. Κι
αυτός ο χαρακτήρας είναι που προέκυψε εξ’ απροόπτου, φυσικά, αβίαστα και
αποτελεί σημείο παρατήρησης, ενασχόλησης, θεωρίας της τέχνης,
εκδημοκρατικοποίησής της.
Ο λαός, με αφορμή και ως πρώτη ύλη αυτές, μοιάζει να
παράγει τέχνη, μέσω κάποιων εμπνευσμένων εκπροσώπων του, και ταυτόχρονα ο ίδιος
ο λαός προσεγγίζει την τέχνη, εν συνόλω, μέσω της ύπαρξης της στο δημόσιο χώρο.
Το κράτος και ο δήμαρχος, και όλη η πληρωμένη κουστωδία του, δεν κατανοεί ή αν
το κάνει, προσπάθησε ή θα προσπαθεί να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη. Ωστόσο
τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει την ανθρώπινη δραστηριότητα μπρος στην όποια
κρατική. Είναι μια ματαιοπονία επιβεβαιωμένη αιώνες, ιστορικά και κοινωνικά.
Οτιδήποτε φτιάχνεται, αλλάζει. Οτιδήποτε δρα, κάτι πάνω του αντιδρά.
Το όλο σκηνικό θυμίζει τον
πίνακα του σχολείου που γράφανε στο διάλειμμα με την κιμωλία φράσεις, οι
αδιάβαστοι, «βάνδαλοι» μαθητές, ή σωστότερα οι παιχνιδιάρηδες, για να μπορέσει
να τις δει και να τις αποκωδικοποιήσει ο αγαπητικός του ή να τις παρατηρήσει
εκνευρισμένος, μιας και του απευθυνόταν εμμέσως, ο δάσκαλος ή η δασκάλα καθώς
και να αποκτήσει ταυτόχρονα αυτή τους η πράξη δημόσια έκθεση. Ο δάσκαλος ή ή
δασκάλα προφανώς και το έσβηνε και έγραφε ξανά πάνω του μαθηματικούς τύπους ή
φιλολογικούς ορισμούς όπως οι σχολική συνθήκη ορίζει. 45 λεπτά αργότερα ξανά τα
ίδια. Και ούτω καθεξής.
Η παροδικότητα αυτή των μηνυμάτων ωστόσο είχε μια
δυναμική μόνιμης και ανανεωμένης δήλωσης: ότι αγαπάμε, ότι σχολιάζουμε και
κυρίως ότι παίζουμε. Η ζαρντινιέρα λοιπόν είναι ένας πίνακας και αυτή. Η
διαφορά της με τον πίνακα του σχολείου είναι διαφορά μεγέθους, που ως εκ τούτου
ωστόσο είναι και διαφορά ποιότητας. Παραμένει σχολιασμός, παραμένει δημόσια
έκθεση, παραμένει παιχνίδι αλλά σε έναν ευρύτερο δημόσιο χώρο και με στόχο τον
δημόσιο λόγο. Αποτελεί σε τελική ανάλυση πολιτικό λόγο, λόγο με όρους και
στοιχεία, φόρμας και περιεχομένου, αισθητικής.
Το προστατευτικό υλικό
λοιπόν του «αντιγκραφίτι» αποτελεί προϋπόθεση με την οποία καταργεί το ίδιο του
τον εαυτό. Αν το σύνθημα ήταν μόνιμο, η δύναμη της συνήθειας θα το
αδρανοποιούσε στο μάτι και την συνείδηση, θα «έσβηνε» ως μήνυμα ενώ θα ήταν
ακόμη εκεί. Δεν θα παρατηρούσαμε το μήνυμα, και άρα το περιεχόμενο του, πέρα
από την πρώτη οπτική επαφή μαζί του. Επιπλέον δεν θα υπήρχε χώρος για νέα
μηνύματα. Ωστόσο η ίδια η φύση αυτού του επιστρωτικού υλικού, του να σβήνει
δηλαδή πανεύκολα, και η εμμονή του κράτους να καθαρίζει τις ζαρντινιέρες σχεδόν
αμέσως μετά τον «βανδαλισμό» τους για να μην έρθει σε κοινή θέα και με στοιχεία
μονιμότητας, δημιουργεί σε τελική ανάλυση το αντίθετο των προθέσεων του.
Από
προστατευτικό μετατρέπεται σε μέσο μαζικής εξάπλωσης μηνυμάτων. Επιπλέον, κι
αυτό είναι το πιο σημαντικό, τα μηνύματα συνεχώς ανανεώνονται, είναι πάντοτε
παρόντα, ακριβώς λόγω του πρόσκαιρου χαρακτήρα τους. Αυτό δημιουργεί πίεση
στους «δημιουργούς» τους, πίεση εφάμιλλη της έμπνευσης να είναι πάντα μπροστά
στα γεγονότα. Να δηλώνουν το κάθε φορά, της κάθε ημέρας δηλαδή και της
κοινωνικής της κατάστασης, επίκαιρο.
Οι ζαρντινιέρες αποτελούν
χρηστικότατο πεδίο άσκησης αισθητικής δραστηριότητας. Μοιάζει σαν να
τοποθετήθηκαν γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ενώ οι θιασώτες τους δεν φαίνεται να
το κατανοούν καθόλου. Μοιάζει σαν δώρο προς την αγωνιζόμενη, ως πολιτικό
υποκείμενο που αναπτύσσει παιχνιδιάρικα την αισθητική πλευρά του, μάζα. Η
ύπαρξη της τεράστιας ζαρντινιέρας σε δημόσιο χώρο δημιουργεί μια συνθήκη και
ένα γεγονός βαθιά πολιτικό: να αγκιτάρει ο λαός αέναα τις ανησυχίες, τις
σκέψεις και τις προθέσεις του.
Με άλλα λόγια, αυτό που
δημιουργήθηκε με στόχο να αποτρέπει, μετατράπηκε σε μέσο απελευθέρωσης της
έκφρασης.
Αυτό μας φέρνει σε μια πασίγνωστη, αιώνια και αναπότρεπτη διαλεκτική
πραγματικότητα: Κάθε τι που φτιάχνεται εμπεριέχει μέσα του την ίδια του την
άρνηση. Και από την στιγμή που η διαλεκτική γίνεται συνείδηση του ανθρώπου ως
ατόμου και ως συλλογικότητα, όχι μόνο αποτελεί πολιτική πράξη από μόνη της,
αλλά αποτελεί και αφετηρία για νέες ριζοσπαστικές αισθητικές μορφές της, που
μοιάζανε κάποτε μονάχα εγκλωβισμένες σε βιβλία ιστορίας και μουσεία.
Αυτό έκανε πάντοτε η τέχνη:
Απαντούσε στα κρατικά εμπόδια και την «απαρχαιοποίηση» της συνείδησης με νέα,
δημιουργική συνείδηση που εφευρίσκει ανεμπόδιστα τον εαυτό της. Όπως έγραφε και
ο Ουμπέρτο Έκο, ο φημισμένος Ιταλός διανοητής και σημειολόγος, ευρύτατος
γνώστης της μαρξιστικής αντίληψης και μεθοδολογίας, για όποιον θέλει αναφορές
για να στηριχτεί πάνω τους ή για να εκνευριστεί μαζί τους, «η
τέχνη είναι μια δραστηριότητα που συνεχώς αναζητά τους λόγους της ύπαρξής της,
τη λειτουργία της και τα όρια της».
Χρήστος
Σκυλλάκος
Πηγή: Το
Περιοδικό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου