Στις αρχές της εβδομάδας, δεκάδες άτομα συγκεντρωθήκαμε σε μια αίθουσα στο κεντρικό Μανχάταν για να παρακολουθήσουμε την παρουσίαση του νέου βιβλίου του Νόαμ Τσόμσκι και του Ινδού μαρξιστή ιστορικού Βιτζάι Πρασάντ με τίτλο «The Withdrawal». Ύστερα από μια εξαιρετική ανάλυση της διεθνούς επικαιρότητας, ο Τσόμσκι διηγήθηκε μια παλαιότερη προσωπική του ιστορία για τη μοναδική φορά που τον προσκάλεσαν στο NPR, το δημόσιο ραδιόφωνο των ΗΠΑ. Οι παραγωγοί του σταθμού, ύστερα από συνεχείς πιέσεις ακροατών, είχαν ηχογραφήσει μια συνέντευξή του την οποία θα μετέδιδαν σε ειδική εκπομπή για βιβλία. Τη στιγμή όμως που είχε προγραμματιστεί να μεταδοθεί το απόσπασμα με τον Τσόμσκι, ο σταθμός διέκοψε το πρόγραμμα και για πέντε λεπτά έπαιζε μουσική.
Το NPR αποτελεί μία από τις πιο αξιόλογες πηγές που μπορεί να παρακολουθήσει κάποιος σε δημόσιες συχνότητες στις ΗΠΑ – και είναι σίγουρα πολύ πιο προοδευτικό από σταθμούς όπως το BBC στην Ευρώπη. Η συγκεκριμένη ιστορία, όμως, θύμιζε σκηνές που έχουμε συνηθίσει να ακούμε για δικτατορικά καθεστώτα.
Λίγες ημέρες πριν από την παρουσίαση του βιβλίου, ο Τσόμσκι είχε υποστηρίξει ότι «οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει περιορισμούς στην πρόσβαση σε πληροφορίες που ξεπερνούν την κατάσταση που επικρατούσε στη μετα-σταλινική ΕΣΣΔ». Αφορμή για το σχόλιό του αποτέλεσε η αποσιώπηση δηλώσεων Ρώσων αξιωματούχων για την Ουκρανία και η διακοπή μετάδοσης ρωσικών κρατικών δικτύων, όπως το Russia Today, από αναμεταδότες και πλατφόρμες όπως το Direct TV, το Dish Network, το TikTok, το Facebook, το Google News, το Spotify κ.ά. Είναι χαρακτηριστικό ότι το YouTube έφτασε στο σημείο να διαγράψει όλες τις εκπομπές του βραβευμένου με Πούλιτζερ Αμερικανού δημοσιογράφου Κρις Χέτζες γιατί μεταδίδονταν από το RT.
Αντίθετα, όπως υποστήριζε ο Τσόμσκι, στη δεκαετία του ’70 οι κάτοικοι της ΕΣΣΔ είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθούν το πρόγραμμα δυτικών ΜΜΕ, όπως το BBC, τη Φωνή της Αμερικής και τη γερμανική τηλεόραση. Τα σχόλια του γνωστού καθηγητή προκάλεσαν αίσθηση και η ομάδα ελεγκτών ειδήσεων (fact checkers) του περιοδικού Newsweek επιχείρησε να τον διαψεύσει υποστηρίζοντας ότι η ΕΣΣΔ προκαλούσε κατά διαστήματα παρεμβολές στο σήμα αυτών των σταθμών. Είναι όμως ακριβώς έτσι;
Κάνοντας fact checking στους fact checkers η οργάνωση Fairness & Accuracy in Reporting (FAIR) μας θύμισε ότι παρά τις προσπάθειες των σοβιετικών αρχών να μπλοκάρουν τις μεταδόσεις, «έρευνα του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ υπολόγισε ότι τη δεκαετία του ’70, περίπου 28 εκατ. κάτοικοι της ΕΣΣΔ άκουγαν τη Φωνή της Αμερικής τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα» (ο αριθμός σχεδόν διπλασιάστηκε τη δεκαετία του ’80). Από την πλευρά του το BBC εξηγούσε ότι οι παρεμβολές δεν ήταν ποτέ επαρκείς, με αποτέλεσμα «η ακρόαση της ρωσικής υπηρεσίας του BBC και άλλων ραδιοφώνων της Δύσης να γίνει κυρίαρχο φαινόμενο μεταξύ της ρωσικής ιντελιγκέντσιας τη δεκαετία του ’70».
Η σχετική αντιπαράθεση έχει σίγουρα ενδιαφέρον, αν και φαίνεται να χάνει την ουσία του προβλήματος. Κατ’ αρχάς η σύγκριση είναι άτοπη γιατί αναφέρεται σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους στις οποίες έχουν αλλάξει δραστικά οι μορφές ελέγχου της πληροφορίας. Τα σύγχρονα προβλήματα ενημέρωσης δεν αφορούν τόσο τις κρατικές μορφές λογοκρισίας (αν και αυτές επιστρέφουν δυναμικά) αλλά την υπερπροσφορά άσχετων ή/και παραποιημένων πληροφοριών μέσα στις οποίες πνίγεται κάθε σημαντικό μήνυμα. Η σύγκριση λοιπόν του Τσόμσκι για το επίπεδο ενημέρωσης στην πρώην ΕΣΣΔ και στις ΗΠΑ δεν μπορεί να κριθεί μόνο με βάση το επίπεδο της κρατικής λογοκρισίας, αλλά κυρίως με την τελική ποσότητα και ποιότητα των πληροφοριών που φτάνουν στους πολίτες με οποιονδήποτε τρόπο.
Αν πάντως μέναμε στα επίπεδα της κρατικής λογοκρισίας, θα διαπιστώναμε ότι η κατάσταση στην Ευρώπη είναι πολύ χειρότερη από αυτήν που περιγράφει ο Τσόμσκι για τις ΗΠΑ. Ενώ, λόγου χάριν, στην Αμερική καθένας μπορεί ακόμη να επισκεφθεί στο ίντερνετ τις σελίδες ρωσικών ΜΜΕ, όπως το Russia Today, στη Γηραιά Ήπειρο αυτό είναι αδύνατον ύστερα από απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η σκληρή αντίδραση, όμως, στις δηλώσεις του Τσόμσκι φαίνεται να υποκρύπτει και ακόμη μία πολιτική τοποθέτηση: ότι ένα (έστω και κατ’ όνομα) σοσιαλιστικό καθεστώς δεν μπορεί παρά να έχει χαμηλότερα επίπεδα ελευθεροτυπίας από την πρωτεύουσα του «ελεύθερου κόσμου». Το πέρασμα όμως των χωρών της πρώην ΕΣΣΔ στον καπιταλισμό μάλλον διαψεύδει αυτή τη θέση.
Όπως έδειξε περσινή έρευνα της έκδοσης Columbia Journalism Review, το επίπεδο της ελευθεροτυπίας στις 15 χώρες που προέκυψαν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης είναι αποκαρδιωτικό. Με εξαίρεση τις τρεις βαλτικές χώρες (οι οποίες παρεμπιπτόντως βρίσκονται σχεδόν 100 θέσεις ψηλότερα από την Ελλάδα στην κατάταξη των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα) η έρευνα έκανε λόγο για την απόλυτη κυριαρχία ολιγαρχών στο μιντιακό τοπίο. Ειδική αναφορά γινόταν σε απολυταρχικά καθεστώτα, όπως του Τουρκμενιστάν και της Λευκορωσίας, αλλά και σε χώρες όπως η Ουκρανία (πριν από τη ρωσική εισβολή), η Μολδαβία και φυσικά η Ρωσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου