ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
Στο νεκροταφείο του Κένσικο, περίπου 50 χιλιόμετρα βόρεια του Μανχάταν, βρίσκεται ίσως ο μοναδικός τάφος στην πολιτεία της Νέας Υόρκης που περιλαμβάνει «fake news». Κάτω από το όνομα Λουίτζι Πάλμα ντι Τσεσνόλα (1832-1904), η επιτύμβια στήλη αναγράφει «ταξίαρχος του αμερικανικού στρατού», παρά το γεγονός ότι η αμερικανική γερουσία δεν ενέκρινε ποτέ την προαγωγή του σε αυτό τον βαθμό. Ο μακαρίτης φαίνεται ότι είχε κοροϊδέψει ακόμη και το γραφείο τελετών.
«Ο Τσεσνόλα ήταν ένας τύπος σαν τον Ντόναλντ Τραμπ – μια κολοσσιαία απάτη με τεράστιο εγώ», μου εξηγεί ο Μάικλ Γκρος, δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου «Rogues’ Gallery – Η γκαλερί των απατεώνων». Για τους επίσημους βιογράφους του, ο Τσεσνόλα ήταν ο πρώτος διευθυντής του ΜΕΤ ο οποίος προσέφερε την τεράστια συλλογή του από κυπριακές αρχαιότητες στο μουσείο.
Για τον Μάικλ Γκρος ήταν ένας κοινός απατεώνας, μισθοφόρος, αρχαιοκάπηλος και πλαστογράφος. Οι λαθρανασκαφές που πραγματοποίησε στην Κύπρο, όπου υπηρέτησε ως πρέσβης των ΗΠΑ, προκάλεσαν ίσως τη μεγαλύτερη καταστροφή στην αρχαιολογική κληρονομιά του νησιού. Δεκάδες μνημεία λεηλατήθηκαν, εκατοντάδες αρχαία αντικείμενα πουλήθηκαν σε άγνωστους συλλέκτες, ενώ πολλά από αυτά χάθηκαν κατά τη μεταφορά τους στις ΗΠΑ.
Το σημαντικότερο έγκλημα του Τσεσνόλα, όμως, ήταν ότι κατέστρεψε αυτό που οι επιστήμονες αποκαλούν αρχαιολογική συνάφεια (provenance), τα στοιχεία δηλαδή που συνοδεύουν κάθε αρχαίο αντικείμενο, όπως την ακριβή τοποθεσία στην οποία βρέθηκε, πληροφορίες για την ευρύτερη περιοχή αλλά ακόμη και φαινομενικά δευτερεύουσες λεπτομέρειες (π.χ. ίχνη ζώων και φυτών της περιοχής). Χωρίς αυτές τις πληροφορίες, ακόμη και το ομορφότερα αρχαία γλυπτά μετατρέπονται σε απλά μπιμπελό στην προθήκη κάποιου μουσείου ή στο σαλόνι κάποιου συλλέκτη.
Η υπόθεση Τσεσνόλα ήταν η πρώτη φορά που οι συλλέκτες του Μανχάταν κατέστρεφαν σε τέτοιο βαθμό τις γνώσεις μας για έναν αρχαίο πολιτισμό. Η δεύτερη θα συντελεστεί σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, όταν κυριαρχεί στο Μανχάταν μια «μόδα» για τη συλλογή κυκλαδικών ειδωλίων.
Καθώς αυξάνεται η ζήτηση, ορδές αρχαιοκάπηλων κατευθύνονται σε νησιά όπως η Κέρος, ενώ παραχαράκτες δημιουργούν κίβδηλα ειδώλια, που συχνά δεν έχουν καμία σχέση με τα πρωτότυπα –παρ’ όλα αυτά εμφανίζονται ακόμη και σήμερα στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου.
«Πολύ μεγάλο μέρος της ιστορίας της πρωτοκυκλαδικής και μεσοκυκλαδικής περιόδου έχει χαθεί για πάντα», μου εξηγεί ο Χρήστος Τσιρογιάννης, ένας από τους αρχαιολόγους που έπαιξαν κομβικό ρόλο στην αποκάλυψη του δικτύου αρχαιοκαπηλίας του Αμερικανού μεγιστάνα, Μάικλ Στάινχαρτ.
Τα τελευταία χρόνια, αρκετοί από αυτούς τους συλλέκτες της Νέας Υόρκης βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις διωκτικές αρχές. Τα μέλη της εισαγγελίας του Μανχάταν, μάλιστα, δεν χτυπούν μόνο τις πόρτες ιδιωτών συλλεκτών, αλλά ανεβαίνουν όλο και συχνότερα τα σκαλοπάτια του ΜΕΤ, για να κατασχέσουν κλεμμένα αντικείμενα.
Αυτές οι πιέσεις των διωκτικών αρχών, αν και περιέργως δεν καταλήγουν ποτέ σε συλλήψεις, αναγκάζουν ορισμένα από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου να υποσχεθούν την οικειοθελή επιστροφή αρχαιοτήτων στις χώρες καταγωγής τους. Όταν τελειώνει όμως το νομικό κομμάτι της υπόθεσης, αρχίζει το πολιτικό.
Όταν συνάντησα τον Μάικλ Γκρος σε ένα εστιατόριο στο Μανχάταν για τις ανάγκες μιας νέας σειράς podcast του iMEdD, χρειάστηκα μόλις λίγα λεπτά για να καταλάβω γιατί το βιβλίο του δεν θα πουληθεί ποτέ στο μαγαζάκι του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης. Κάθε ιστορία που μου διηγούνταν αποκάλυπτε τις σχέσεις της οικονομικής και πολιτικής ελίτ της Νέας Υόρκης με το ΜΕΤ και κατ’ επέκταση με τη συλλογή αρχαιοτήτων.
«Σε όλη την ιστορία του», μου εξηγεί ο Γκρος, «το Μητροπολιτικό Μουσείο προσέλκυσε, σαγήνευσε και προσέφερε εξουσία σε ανθρώπους που το αντιμετώπιζαν ως έναν αυτοκρατορικό θεσμό». Ο Γκρος, μάλιστα, ένιωσε στο πετσί του αυτή την αυτοκρατορική ισχύ του μουσείου: Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο του, ο Χένρι Κίσινγκερ, ο οποίος τυχαίνει να είναι και μέλος του συμβουλίου των χορηγών του μουσείου, τηλεφώνησε στον εκδοτικό οίκο και ζήτησε να ακυρώσει την έκδοση.
Όπως το Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο και το Λούβρο στο Παρίσι, έτσι και το ΜΕΤ αποτελούν εκφάνσεις της αποικιοκρατικής και νεοαποικιοκρατικής πολιτικής των χωρών στα οποία εδράζονται. Το μήνυμα που στέλνουν, μου εξηγεί ο Γιάννης Χαμηλάκης, καθηγητής Αρχαιολογίας και Νεοελληνικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο Μπράουν των ΗΠΑ, είναι ότι «εμείς στις πρωτεύουσες του Βορρά έχουμε την ικανότητα και το δικαίωμα να διηγηθούμε την ιστορία όλου του κόσμου».
Θα μπορέσει, λοιπόν, το ΜΕΤ και τα άλλα μεγάλα μουσεία των μητροπόλεων του παγκόσμιου Βορρά να αυτοκαθαρθούν, επιστρέφοντας τα λεηλατημένα αντικείμενα των συλλογών τους; Θα μπορούσαμε να απαντήσουμε, θέτοντας μια άλλη ερώτηση: υπήρξε ποτέ ένας αποικιακός ή νεοαποικιακός θεσμός που να παραιτήθηκε οικειοθελώς από τα προνόμια και την εξουσία του;
Άρης Χατζηστεφάνου | Η Εφημερίδα των Συντακτών 02/06/2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου