Ήταν ένα βράδυ του Μαΐου του 1941, όταν ο 13χρονος Γιώργος Μπίζος επιβιβάστηκε μαζί με τον πατέρα του σε μια βάρκα στις ακτές της Μεσσηνίας. Είχαν μια αποστολή: να σώσουν επτά Νεοζηλανδούς στρατιώτες που τις προηγούμενες ημέρες είχαν βρει καταφύγιο σε λόφους της περιοχής κυνηγημένοι από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής.
Οι εννιά επιβάτες της βάρκας είχαν μαζί τους μόνο μια μικρή πυξίδα και ένα κομμάτι από έναν χάρτη της Μεσογείου που είχαν σκίσει από έναν άτλαντα. Ο θάνατός τους ήταν σχεδόν βέβαιος όταν συνάντησαν σφοδρή θαλασσοταραχή από την οποία ήταν αδύνατο να διαφύγουν μόνο με τα δυο κουπιά της βάρκας. Η σωτηρία ήρθε τελικά με τη μορφή του βρετανικού αντιτορπιλικού «HMS Kimberley» που τους εντόπισε και τους διέσωσε μεσοπέλαγα. Η σωτηρία όμως ήρθε με έναν αστερίσκο, καθώς το πλοίο δεν τους οδηγούσε σε κάποιο ασφαλές καταφύγιο, αλλά κινούνταν νοτιοανατολικά για να συμμετάσχει στη μάχη της Κρήτης.
Ο μικρός Μπίζος ίσως να παρακολούθησε από το κατάστρωμα τις ιστορικές ναυμαχίες που οδήγησαν στη βύθιση αρκετών πολεμικών πλοίων του άξονα αλλά και τον βομβαρδισμό του αεροδιαδρόμου της Καρπάθου. Μόνο στις 25 Μαΐου ξαναπάτησε στη στεριά, στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, από όπου ξεκίνησε το μεγάλο προσφυγικό ταξίδι που θα τον έφερνε στη Νότια Αφρική.
Η ιστορία περιλαμβάνει τόσες συμπτώσεις και συμβολισμούς, που, αν κυκλοφορούσε σε κινηματογραφικό σενάριο, πιθανότατα θα απορριπτόταν από κάθε σοβαρή εταιρεία παραγωγής ως υπερβολικά ευφάνταστο. Το βρετανικό αντιτορπιλικό που έδινε μάχες απέναντι στον ναζιστικό στόλο είχε πάρει το όνομά του από την πόλη Κίμπερλεϊ στη σημερινή Νότια Αφρική, όπου μισό αιώνα νωρίτερα η βρετανική αυτοκρατορία έδωσε μια από τις σημαντικότερες μάχες του πολέμου των Μπόερς.
Και όταν ο Μπίζος έφτασε με τρένο στο Γιοχάνεσμπουργκ, βρέθηκε αντιμέτωπος με όλες τις εκφάνσεις του ρατσισμού, του ναζισμού και της αποικιοκρατίας που υποτίθεται ότι θα εξέλιπαν με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην πόλη τον περίμενε η φιλοναζιστική οργάνωση των λευκών Αφρικάνερς, «Ossewabrandwag», η οποία πραγματοποιούσε επιθέσεις εναντίον των προσφύγων, τους οποίους αποκαλούσε «ευρωπαϊκά σκουπίδια».
Ένας πρόσφυγας, δηλαδή, από το Βασιλίτσι Μεσσηνίας ξέφυγε χάρη σε ένα βρετανικό πλοίο από την κατεχόμενη Ελλάδα, για να καταλήξει στα εδάφη μιας πρώην βρετανικής αποικίας, η οποία θα διατηρούσε για δεκαετίες το φιλοφασιστικό καθεστώς του Απαρτχάιντ και θα μετατρεπόταν σε καταφύγιο για διωκόμενους ναζί και τους οπαδούς τους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στη Νότια Αφρική είχε βρει καταφύγιο για αρκετούς μήνες και ο ναζιστής Νίκος Μιχαλολιάκος πριν επιστρέψει στην Ελλάδα για να οργανώσει τη νεολαία του έγκλειστου δικτάτορα Παπαδόπουλου (ΕΠΕΝ) – τα σκήπτρα της οποίας παρέδωσε αργότερα στον αντισημίτη Μάκη Βορίδη.
Ο Τζορτζ Μπίζος όμως δεν έχει έρθει στη Νότια Αφρική απλώς για να επιβιώσει αλλά για να αφιερώσει τη ζωή του στη μάχη απέναντι στο Απαρτχάιντ. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του στη Νομική, θα βρεθεί στο πλευρό του τότε κομμουνιστή Νέλσον Μαντέλα, τον οποίο αργότερα θα εκπροσωπήσει στην περίφημη δίκη Rivonia, όπου ο Νοτιοαφρικανός επαναστάτης αντιμετωπίζει τη θανατική ποινή για την ένοπλη δράση του.
Σύμφωνα μάλιστα με μια θεωρία (που για ορισμένους φλερτάρει με τον αστικό μύθο), ο Τζορτζ Μπίζος είναι ο άνθρωπος που έσωσε τη ζωή του Μαντέλα, αναγκάζοντάς τον να προσθέσει δυο λέξεις στην ιστορική απολογία του: στην περίφημη φράση «είμαι έτοιμος να πεθάνω» για το ιδεώδες μιας δημοκρατικής και ελεύθερης κοινωνίας, πρόσθεσε τις λέξεις «αν χρειαστεί». Η μικρή αυτή προσθήκη λέγεται ότι έδωσε το στίγμα πως ο Μαντέλα δεν είχε προαποφασίσει να γίνει μάρτυρας ανεξαρτήτως του αποτελέσματος της δίκης.
Ο Τζορτζ Μπίζος θα συνεχίσει να δίνει καθημερινές δικαστικές μάχες υπέρ των πολιτικών κρατουμένων της Νότιας Αφρικής μέχρι την κατάρρευση του ρατσιστικού καθεστώτος του Απαρτχάιντ. Παράλληλα και γύρω από αυτόν θα συγκροτηθούν ισχυρές ομάδες δικηγόρων και μετέπειτα δικαστών που θα φέρουν τη Νότια Αφρική στο προσκήνιο της διεθνούς νομικής σκηνής για την προάσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Αρκετοί από τους δικηγόρους που ανέπτυξαν αυτή την εβδομάδα το κατηγορητήριο εναντίον του Ισραήλ για το έγκλημα της γενοκτονίας είχαν εμπνευστεί ή ήταν στενοί συνεργάτες του Μπίζος, με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα τον Τεμπέκα Νγκουκαϊτόμπι.
Έχοντας εργαστεί για δεκαετίες υπό το ρατσιστικό καθεστώς της Νότιας Αφρικής, μπορούσαν να αναγνωρίσουν αμέσως το αντίστοιχο απαρτχάιντ που οικοδομήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες στο Ισραήλ. Και ίσως όταν έφταναν στη Χάγη να θυμούνταν ότι το Ισραήλ μαζί με τις ΗΠΑ ήταν οι μοναδικές χώρες που στήριζαν με κάθε μέσο το φιλοναζιστικό καθεστώς του Γιοχάνεσμπουργκ μέχρι την κατάρρευσή του. Η ιστορία παίζει περίεργα παιχνίδια σε ρατσιστές, ναζιστές και γενοκτόνους. Σχεδόν πάντα όμως καταλήγουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου