Οι επικριτές της Μάντλιν Ολμπράιτ θυμούνται πάντα τη δήλωσή της ότι «άξιζε» να πεθάνουν μισό εκατομμύριο παιδιά στο Ιράκ από τις κυρώσεις. Συνήθως όμως ξεχνάμε μια άλλη, εξίσου σκοτεινή πτυχή της διπλωματικής και επιχειρηματικής της πορείας.
Όταν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο πατέρας της Μάντλιν Ολμπράιτ (τότε Μαρί Γιάνα Κορμπελόβα) ανέλαβε τη θέση του ακόλουθου Τύπου στην πρεσβεία της Τσεχοσλοβακίας στο Βελιγράδι, είχε μία και μόνη ανησυχία για την κόρη του: να μην ασπαστεί τον μαρξισμό πηγαίνοντας στο δημόσιο σχολείο της ενωμένης και «σοσιαλιστικής» τότε Γιουγκοσλαβίας. Γι’ αυτό την κράτησε στο σπίτι παρέχοντάς της ιδιωτικά μαθήματα. Ενώ όμως η μικρή Μαρί Γιάνα «γλίτωσε» από τον μαρξισμό, λίγες δεκαετίες αργότερα η οικογένειά της κατηγορήθηκε ότι είχε μια ιδιότυπη αντίληψη για την καπιταλιστική έννοια της ιδιοκτησίας.
Όπως ανέφερε πριν από χρόνια το περιοδικό «Σπίγκελ», μια οικογένεια Γερμανών που εκτοπίστηκε βίαια από την Τσεχοσλοβακία μετά τον πόλεμο – οι Νέμπριχ – κατηγορούσε τον πατέρα της Ολμπράιτ ότι τους έκλεψε ανεκτίμητους πίνακες και αντίκες αξίας εκατομμυρίων δολαρίων και τα μετέφερε στις ΗΠΑ.
«Πήραν ακόμη και τα καρφιά από τους τοίχους», ανέφεραν τα παιδιά των Νέμπριχ, που παρουσίασαν μια πυκνογραμμένη λίστα τριών σελίδων με «απαλλοτριωμένα» αντικείμενα, όπως μεσαιωνικές πανοπλίες και πίνακες μεγάλων Ολλανδών καλλιτεχνών περασμένων αιώνων. Η οικογένεια της μετέπειτα υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ αρνείται ως ατεκμηρίωτες τις καταγγελίες παρά το γεγονός ότι ένας δημοσιογράφος της Washington Post αναγνώρισε ορισμένους από τους πίνακες στο σπίτι του αδερφού της Ολμπράιτ κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης.
Ψώνια… στο Κόσοβο
Προφανώς είναι άδικο να κατηγορείς τη μακαρίτισσα υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ για τις φερόμενες αμαρτίες των γονέων της… ειδικά όταν η ίδια έχει κατηγορηθεί για πολύ χειρότερες πράξεις «μαυραγοριτισμού». Σχεδόν μία δεκαετία μετά τον βομβαρδισμό της Σερβίας, τον οποίο η ίδια πρότεινε και ενορχήστρωσε για λογαριασμό της κυβέρνησης Κλίντον, η κυβέρνηση του Κοσσυφοπεδίου έβγαλε στο σφυρί την πολυτιμότερη δημόσια εταιρεία της: τον οργανισμό τηλεπικοινωνιών.
Οι δυο υποψήφιοι αγοραστές, όμως, ήταν παλιοί γνώριμοι των Βαλκανίων. Από τη μια στεκόταν το επενδυτικό ταμείο Albright Capital Management, το οποίο ίδρυσε η πρώην επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, και απέναντί της βρισκόταν το κονσόρτσιουμ των εταιρειών Twelve Hornbeams S.a.r.l /Avicenna Capital LLC, το οποίο προωθούσε ο Αμερικανός πρώην αξιωματούχος Τζέιμς Πάρντιου. Για την ιστορία, ο Πάρντιου αποτελούσε τον δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ του Λευκού Οίκου και του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, ενώ αργότερα έπαιξε κομβικό ρόλο στη Συμφωνία του Ντέιτον, τον βομβαρδισμό της Σερβίας και την απόσπαση του Κοσσυφοπεδίου.
Ο τότε Κοσοβάρος πρωθυπουργός Χασίμ Θάτσι δήλωνε ότι βρισκόταν σε δύσκολη θέση για την πώληση του οργανισμού τηλεπικοινωνιών, καθώς ο λαός του Κοσόβου θεωρούσε τους δυο Αμερικανούς πρώην αξιωματούχους σαν ήρωες και αν έδινε τον οργανισμό τηλεπικοινωνιών στον ένα ο κόσμος θα διαμαρτυρόταν γιατί δεν τον έδωσε στον άλλο! Ο ίδιος ο Θάτσι βέβαια σταμάτησε να αγχώνεται για την πώληση κρατικής περιουσίας όταν οδηγήθηκε στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης όπου κατηγορούνταν – ανάμεσα σε άλλα εγκλήματα πολέμου – ότι πουλούσε τα όργανα Σέρβων κρατουμένων στη μαύρη αγορά.
Η Ολμπράιτ και ο Πάρντιου βέβαια δεν ήταν οι μόνοι αξιωματούχοι των ΗΠΑ, οι οποίοι αφού οργάνωσαν την επίθεση εναντίον της Σερβίας επέστρεψαν μερικά χρόνια αργότερα στον τόπο του εγκλήματος. Ο Ουέσλεϊ Κλάρκ, ανώτατος διοικητής των νατοϊκών δυνάμεων που βομβάρδιζαν τη Σερβία, επανήλθε στα Βαλκάνια ως πρόεδρος του καναδικού ενεργειακού κολοσσού Envidity, που επιχειρούσε να εκμεταλλευτεί τα λιγνιτικά αποθέματα του Κοσσυφοπεδίου.
Σχέσεις ΗΠΑ-Κοσόβου
Στο Κοσσυφοπέδιο ως αντιπρόσωπος μεγάλων εταιρειών επέστρεψε και ο Μαρκ Ταβλαρίδης, ο οποίος την περίοδο των νατοϊκών βομβαρδισμών ήταν διευθυντικό στέλεχος στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας του Κλίντον. Σύμφωνα με τους New York Times, ο Ταβλαρίδης βοήθησε την εταιρεία Bechtel να αναλάβει ένα από τα μεγαλύτερα έργα υποδομής της εποχής, την κατασκευή του αυτοκινητόδρομου που συνδέει την Πρίστινα με τα αλβανικά σύνορα.
Στη συνέχεια ο Ταβλαρίδης μεταπήδησε στον όμιλο Podesta (την εταιρεία που ίδρυσε ο Τζον Ποντέστα, επιτελάρχης του Λευκού Οίκου επί Κλίντον) ο οποίος προσέφερε στην κυβέρνηση του Κοσόβου υπηρεσίες «επικοινωνίας» και «ενίσχυσης των δεσμών του Κοσσυφοπεδίου με την αμερικανική κυβέρνηση». Η συγκεκριμένη υπηρεσία, δηλαδή η σύσφιγξη των αμερικανο-κοσοβαρικών σχέσεων, ήταν τόσο χρήσιμη όσο να πετάς νερό στη θάλασσα, ειδικά αν σκεφτεί κάποιος ότι η Πρίστινα είναι η μοναδική πόλη στην οποία η οδός που φέρει το όνομα του Αμερικανού γερουσιαστή Μπομπ Ντόουλ διασταυρώνεται με τη λεωφόρο Μπιλ Κλίντον.
H Μάντλιν Ολμπράιτ και άνθρωποι όπως ο Ντικ Τσένι, με την εταιρεία Halliburton, μεγαλούργησαν σε μια περίοδο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην οποία οι κρατικοί αξιωματούχοι δεν λειτουργούσαν απλώς σαν εντολοδόχοι μιας αστικής τάξης που ξεκινούσε πολέμους για να λαφυραγωγήσει ξένους λαούς. Ήταν η αστική τάξη.
Πρόκειται για μια ιστορία που ίσως και να μας φέρνει πίσω στα χρόνια του Βασιλιά Λεοπόλδου Β’ του Βελγίου, ο οποίος πραγματοποίησε τη γενοκτονία στο Κονγκό όχι με την ιδιότητα του μονάρχη αλλά του επικεφαλής της εταιρείας διαχείρισης του λεγόμενου «Ανεξάρτητου Κράτους του Κονγκό». Ίσως η πιο επιτυχημένη Σύμπραξη Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου