Tου Παντελη Mπουκαλα |
Η ιστορία διδάσκει. Ετσι μας έμαθαν απ’ το δημοτικό. Κι έτσι αρχίσαμε κι εμείς από μια στιγμή κι έπειτα να λέμε στους μικρότερους, με τεντωμένο το δάχτυλο της αυθεντίας. Και όντως διδάσκει η ιστορία. Αλλά υπό μία αυστηρή προϋπόθεση: ότι την ξέρουμε ή τέλος πάντων ότι προσπαθούμε να τη μάθουμε, να μάθουμε κάποια από τα αναρίθμητα κεφάλαιά της, όσα κατ’ εξοχήν μάς αφορούν. Και, δεύτερη προϋπόθεση, ότι στην προσπάθειά μας να μάθουμε την ιστορία (μας), αποκλείουμε τίμια και εξαρχής το στρογγύλεμα εκείνο που θα βόλευε τις εθνικές μας φαντασιώσεις· ότι πετάμε τις παρωπίδες, ώστε να μπορέσουμε να δούμε και να αναγνωρίσουμε πράγματα και όχι ινδάλματα, ανθρώπους και όχι ημιθέους. Και αφού συνηθίζουμε να λέμε, τάχα σολωμιστές φανατικοί, ότι εθνικό είναι το αληθές, δεν θα ’λεγε την αλήθεια κανείς αν ισχυριζόταν (όπως αναρίθμητοι πάντως ισχυρίζονται, επώνυμοι, επίσημοι, αρμόδιοι) ότι την ιστορία μας, την ιστορία της Ελλάδας και των Ελλήνων, τη διδασκόμαστε (και, με τη σειρά μας, τη διδάσκουμε) ακέραιη και όχι νοθευμένη από την ιδεολογική της χρήση και κατάχρηση, όχι προκρούστεια προσαρμοσμένη σε μοντέλα εξιδανικευτικά και αυτοδικαιωτικά. Και φτάνουμε έτσι στο μεσοστράτι της ζωής μας ή και στα γεράματα συνεχίζοντας να υποστηρίζουμε σαν αναμφίλεκτη αλήθεια τους αυτοεγκωμιαστικούς θρύλους και τα ανιστόρητα σχήματα με τα οποία μας εφοδίασε η επίσημη, καθαρισμένη ιστορία, πρώτο μέλημα της οποίας δεν είναι η συλλογική αυτογνωσία, όσο πικρή, αλλά η καλλιέργεια του εθνικού ναρκισσισμού. Και καταντούμε έτσι ευεπίφοροι στην υιοθέτηση οποιουδήποτε νεόκοπου αστικού μύθου υπηρετεί τη βαυκαλιστική εθνική μας φιλαυτία, ακόμα κι αν συγκρούεται κατάφωρα με την απτή πραγματικότητα. Αν λοιπόν η ιστορία δίδασκε, κι αν τα μαθήματά της γίνονταν οδηγός ατομικού και κοινωνικού βίου, δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα αποφασίζαμε ν’ αλλάξουμε στάση σε δυο-τρία ζητήματα κρίσιμα για την πορεία του «εθνικού σκάφους». Να ξαναδούμε λ.χ. αν μας τιμά το ότι επιτρέπουμε να υφίσταται κακοήθη εξαλλαγή η έννοια του πολίτη, ο οποίος υποβιβάζεται σε πελάτη. Σε πελάτη του κράτους, ή μάλλον των κομμάτων εξουσίας με τα οποία ταυτίζεται το κράτος ήδη από τη σύστασή του. Σίγουρα μπορεί κανείς να επικαλεστεί τις πιεστικές ανάγκες που τον υποχρεώνουν να ζει διπλή ζωή, μία στη φαντασία του (όπου υπάρχει ελεύθερος) και μία στην καθημερινότητά του, όπου, για να ξεπεράσει τα βιοτικά προβλήματα ή για να ζήσει παρασιστικά, εις βάρος του συνόλου, καταντάει κόλακας των ισχυρών και εθελόδουλος υπηρέτης τους - ένας πελάτης απολύτως εξαρτημένος, με νόμισμά του την ψήφο του, ατομική ή οικογενειακή. Αλλά ήδη αυτή η εξαλλοίωση του χαρακτήρα της ψήφου, που από εικόνα ελεύθερου φρονήματος μετατρέπεται σε πιστοποιητικό υποταγής στους κομματάρχες, διαβρώνει το ίδιο το πολίτευμα, αφού καθιστά τους πολίτες εκούσιους ή εξαναγκασμένους ομήρους των κομμάτων, τα οποία γεύονται το κράτος σαν λάφυρό τους. Για ποια δημοκρατία μπορούμε να μιλήσουμε έπειτα; Και πόσο σοβαρές μπορούμε να θεωρήσουμε τις τωρινές διαβεβαιώσεις των συγκυβερνώντων κομμάτων ότι έφτασε ο καιρός να καταλυθεί το πελατειακό σύστημα, αυτή η ακένωτη πηγή διαφθοράς και ανομίας; Σημείωσα λίγο παραπάνω ότι το νεοελληνικό κράτος συγκροτήθηκε ως δέσμιο των κομμάτων, είχε δηλαδή εξαρχής μειωμένη εσωτερική ελευθερία (για την «εξωτερική», ως προς τους συμμάχους, αρκεί να θυμηθούμε πώς βαφτίζονταν τα κόμματα, «γαλλικό», «αγγλικό» ή «ρωσικό»). Αυτή η κατάρα, να είναι το κράτος λεία του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος που πετάει κοψίδια στους δικούς του, δεν έπαψε ποτέ να βαραίνει τον τόπο, καθηλώνοντάς τον στην αδικία, τη διαφθορά, την ανισότητα, την ανελευθερία. Ενα επεισόδιο από τα χρόνια της Επανάστασης, σε μια περίσταση όντως δραματική, θα είχε πολλά να πει αν η ιστορία δίδασκε πράγματι. Χειμώνας του 1826. Βόλια και τρόφιμα σπανίζουν στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι. Συγκροτείται επιτροπή για να μεταβεί στο Ναύπλιο, να ζητήσει βοήθεια. Αλλα «κατά δυστυχίαν», γράφει στα Απομνημονεύματά του ο Χειμαριώτης αγωνιστής Σπυρομίλιος, «είχε προκηρυχθή να συγκροτηθή Εθνική Συνέλευσις, και εις αυτόν τον καιρόν ενεργούνται όλαι αι σκευωρίαι και αι ραδιουργίαι διά τας εκλογάς των πληρεξουσίων και των κομμάτων· άρα ήτον εις τον μεγαλύτερον βρασμόν αι φατρίαι. Και ημείς, όντες σχεδόν ένα χρόνον εις το Μεσολόγγιον, όπου δεν εσπουδάζαμε άλλο [...] από τον πόλεμον· όπου δεν ωμιλούσαμε δι’ άλλο ειμή διά κανονοστάσια, περιτειχίσματα και τάφρους· όπου δεν ηκούομεν άλλο παρά κρότους κανονίων και τουφεκίων και εκρήξεις βομβών και οβουζοβόλων, ήμεθα ως νήπια εις αυτό το νέον στάδιον». Διότι, συνεχίζει, «ούτε Κωλεττίσται ήμεθα, ούτε Μαυροκορδατίσται, ούτε και καμίας άλλης φατρίας, ειμή Ελληνες πατριώται». Αυτό ήταν το μέγα λάθος τους: Γιατί «όταν το Εθνος ευρίσκεται εις κόμματα, η αδιαφορία δεν προξενεί καλόν, αλλά μάλιστα βλάβην· και ιδού πραγματικώς τι μετά ημέρας εσυνέβη ημών των ιδίων· αφ’ ου επληροφορήθησαν τω όντι ότι δεν εμελετούσαμε να ενισχύσωμεν κανέν κόμμα, αδιαφόρεσαν όλα τα κόμματα απ’ ημάς, και εν ω τους ωμιλούσαμε διά το Μεσολόγγιον, όλοι έλεγον το “ναι, έχετε δίκαιον”, αλλά δεν εσύμπραττον υπέρ αυτού με ζήλον· εν ω αν είχομεν εγκολπωθή εν κόμμα, με τον ψήφον του Μεσολογγίου ενισχύετο, και επομένως αυτό το κόμμα ήθελε ήτο ο προστάτης του Μεσολογγίου». Κι ενώ το Μεσολόγγι το έζωνε ο θάνατος, στο Ναύπλιο οι κομματάνθρωποι συνέχισαν να «αισχροκερδίζουν» εις βάρος του και να σπαταλούν το Δάνειο με την Αγγλία. Για να κατανοήσει έτσι ο Σπυρομίλιος ό,τι έχουν καταλάβει γενιές και γενιές: πόσο ψέμα υπάρχει κάτω από την πατριδοκάπηλη ρητορική: «Τότε εκαταλάβαμε ότι δεν είχομεν όλοι τον αυτόν σκοπόν, την σωτηρίαν της Πατρίδος δηλαδή, ότι δεν εθωρούσαμε όλοι τα πράγματα με το αυτόν όμμα· ούτως αρχίσαμε ν’ απελπιζώμεθα διά το Μεσολόγγιον [...]· ελυπούμεθα λοιπόν διότι έλειπεν το καθαρόν πνεύμα του πατριωτισμού». Τίποτα παλιό. Και τίποτα καινούργιο. Πηγή |
Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012
«Οταν το Εθνος ευρίσκεται εις κόμματα»...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου