Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

Κτήμα Καμπά : μια ιστορία θα σας πω

Αρχαιολογική ιστορία της περιοχής


Στην αρχαιότητα στα βόρεια Μεσόγεια της Αττικής δεσπόζουν δύο πόλεις η Σφηττός και η Παλλήνη, πρωτεύουσα του προϊστορικού Πάλλαντος. Στην Παλλήνη βρισκόταν και το περίφημο ιερό της Παλλήνιδος Αθηνάς, που ήταν το δεύτερο σε θρησκευτική σημασία ιερό στην Αττική αφιερωμένο στην Αθηνά, μετά τον Παρθενώνα. Η περιοχή διατηρεί ακόμη το αρχαίο της όνομα. Λέγεται Παλλάνα ή Μπαλλάνα. Ήτοι Παλλήνη, δήμος της Αντιοχίδος φυλής .
Στην ευρύτερη περιοχή του ναού της Παλλήνιδος Αθηνάς έλαβε χώρα μάχη το 539/8 π.Χ. η εν Παλληνίδη μάχη. Αντίπαλοι ήταν οι Αθηναίοι και άλλοι Έλληνες του Πεισίστρατου εναντίον των Αθηναίων του Αλκμεωνίδη Μεγακλή και του Αριστολαίδη Λυκούργου. Τη μάχη κέρδισε ο Πεισίστρατος ο οποίος εν συνεχεία κατήργησε την δημοκρατία και «εδραίωσε την Τυραννίδα» (Ηρόδοτος Α΄ 64) .

Η εμφύλια αυτή μάχη υπήρξε φονική και για τους δύο αντιπάλους, ιδιαίτερα όμως για τους Αθηναίους του Μεγακλή και του Λυκούργου. Πάνω στον τάφο των Αθηναίων που έπεσαν τοποθετήθηκε επιτάφιος μαρμάρινος λέοντας, που σώζεται μέχρι σήμερα στον περίβολο του ναού του Αγ. Νικολάου Κάντζας, στην ίδια θέση όπου βρέθηκε. Στο βάθρο του λέοντα υπήρχε επιτύμβιο επίγραμμα, έργο του διάσημου επιγραμματοποιού Σιμωνίδη του Κείου, που επιβεβαιώνει ότι το λιοντάρι τοποθετήθηκε εδώ πάνω από «πολυάνδριον» των Κούρων Αθηναίων .

Από τις τελευταίες ανασκαφές που έγιναν, με αφορμή την διάνοιξη της Αττικής Οδού, βρέθηκαν τα ίχνη ενός αρχαίου σταυροδρομιού το οποίο βρισκόταν στην θέση που σήμερα τέμνονται η Αττική Οδός με την υπό κατασκευή Υμηττού – Ραφήνας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κατεύθυνση των δύο δρόμων ήταν αντίστοιχη με αυτήν της Λεωφόρου Υμηττού – Ραφήνας και με την κατεύθυνση που είχε η οδός Λεονταρίου πριν την κατασκευή του κόμβου της Αττικής Οδού. Ακόμη στο νότιο τμήμα του κτήματος, κοντά στις εγκαταστάσεις του Λάτσειου Κολεγίου, βρέθηκαν ίχνη αρχαίας κατοικίας. Οι ανασκαφές περιορίστηκαν στα όρια των έργων της Αττικής Οδού και δεν έχουμε εικόνα για το τι μπορεί να βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αρχαιολόγων, είναι πολύ πιθανό να υπάρχει οικισμός ή νεκροταφείο, χρήσεις που αναπτύσσονταν κοντά σε διασταυρώσεις οδών .

Τις τελευταίες εβδομάδες (συγκεκριμένα από τις 05/08/2010) οι ιδιοκτήτες του χώρου, υπό την επίβλεψη αρχαιολόγων της αρμόδιας εφορείας, προχωρούν σε δοκιμαστικές τομές στο νότιο τμήμα του κτήματος, στο χώρο που τοποθετείται το εμπορικό κέντρο που θέλουν να κατασκευάσουν σύμφωνα με τα σχέδια που έχουν δει κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας και παρουσιάζονται και στην ιστοσελίδα της εταιρείας. Δεν γνωρίζουμε ακόμη εάν οι τομές έχουν αποκαλύψει κάτι.

Τέλος στις υπώρειες του Υμηττού, κοντά στο σχολείο των Γλυκών Νερών, σώζεται μέχρι σήμερα ένα αρχαίο υδραγωγείο το οποίο οδηγούσε το νερό στον κάμπο των Μεσογείων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Α. Π. Καμπάς γνώριζε την ύπαρξη του και το χρησιμοποιούσε για την άρδευση των κτημάτων του .


Ιστορία του οίκου Α. Π. Καμπά

Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Ανδρέας Π. Καμπάς σε χειρόγραφο του σχετικό με την ίδρυση του οίκου του, το 1869 ενοικίασε κτήματα στα Μεσόγεια και τη Λαυρεωτική. Λόγω του ότι το πετρώδες έδαφος της περιοχής δεν ευνοούσε την καλλιέργεια σιτηρών, τα κτήματα αυτά χρησίμευαν μόνο ως βοσκοτόπια. Σε ένα από τα κτήματα, αυτό της Παλαιοπαναγιάς, υπήρχαν αμπέλια τα οποία παρήγαγαν περίπου 12.000 οκάδες κρασί ετησίως. Παρατήρησε δε, ότι το έδαφος ήταν ιδανικό για την καλλιέργεια του αμπελιού. Επειδή όμως στα νοικιασμένα κτήματα δεν μπορούσε να αλλάξει τη χρήση έπρεπε να αποκτήσει ιδιόκτητη γη για να εφαρμόσει τις ιδέες του.

Στις 22 Μαρτίου του 1875, μαζί με τον αδελφό του Αλέξανδρο, αγόρασαν από την Πουλχερία Αργυροπούλου το κτήμα Κάντζα έκτασης 5.000 στρεμμάτων περίπου, με το υπ’ αριθμόν 3755 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Στέφανου Κονδύλη. Από το πρώτο έτος της αγοράς άρχισαν να φυτεύουν αμπέλια σε εκτεταμένες εκτάσεις του κτήματος, με αποτέλεσμα να αυξηθεί σημαντικά η παραγωγή μούστου. Ταυτόχρονα οι χωρικοί που καλλιεργούσαν τις γύρω περιοχές άρχισαν να τους μιμούνται και να φυτεύουν κι αυτοί αμπέλια προσδοκώντας μια καλύτερη παραγωγή από την πενιχρή του σιταριού. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η μεγάλη αύξηση της παραγωγής μούστου, η οποία όμως δεν ήταν πρόσφορο να διοχετευτεί στην αγορά λόγω της χαμηλής τιμής. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 1879 η παραγωγή ήταν τόσο μεγάλη που ο μούστος πουλήθηκε 12 λεπτά η μπότσα, δηλ. οι δύο οκάδες. Έτσι ο Α.Π. Καμπάς αναγκάστηκε να αποθηκεύσει την παραγωγή και να αναζητήσει άλλους τρόπους διάθεσης της.

Την ίδια εποχή ήρθε από τη Γαλλία ο Αρ. Βουσάκης, χημικός, καθηγητής πανεπιστημίου, από τον οποίο ο Α. Π. Καμπάς ζήτησε να του φέρει ένα εργαλείο κατάλληλο για την απόσταξη του κρασιού. Στις αρχές του 1880 φέρνει το πρώτο μηχάνημα απόσταξης οίνων από το Bordeaux της Γαλλίας κι αρχίζει να αποστάζει τα αποθηκευμένα κρασιά των προηγούμενων ετών. Συνέχισε και τα επόμενα χρόνια να αποστάζει κρασί και να παράγει κονιάκ παρόλο που δεν υπήρχε αγορά να το διαθέσει. Τα προϊόντα τα αποθήκευε σε αχυρώνα της περιοχής.

Μόνο μετά από 8 χρόνια, το 1888, ο Α. Π. Καμπάς, έδωσε σε φίλους του γιατρούς και χημικούς δείγματα του κονιάκ οι οποίοι ενθουσιάστηκαν και τον προέτρεψαν να στείλει δείγμα στον Σούτσο που ήταν αρχίατρος του Ελληνικού Στρατού. Ο Σούτσος ενθουσιάστηκε και αυτός με το προϊόν και έδωσε την πρώτη παραγγελία 2.000 φιαλών για το Ελληνικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Η πρώτη αυτή παραγγελία ενθάρρυνε τον Α. Π. Καμπά, ο οποίος άνοιξε πρατήριο διάθεσης του προϊόντος στο σπίτι του στην οδό Φιλελλήνων. Ταυτόχρονα το Δεκέμβριο του 1889 γίνεται προμηθευτής της Αυτού Μεγαλειότητας του Βασιλέως και αρχίζει να παίρνει μέρος σε διεθνείς εκθέσεις, όπου τα προϊόντα του διακρίνονται αποσπώντας χρυσά βραβεία.

Το 1889 χωρίζεται το κτήμα της Κάντζας. Ο Ανδρέας Καμπάς κρατάει την περιοχή στη νότια πλευρά της Λεονταρίου και ο Αλέξανδρος την περιοχή στη βόρεια πλευρά . Η διαρκής αύξηση της ζήτησης των προϊόντων αναγκάζει τον Ανδρέα Καμπά σε συνεχείς επενδύσεις τόσο για κτιριακό όσο και για μηχανολογικό εξοπλισμό. Μέχρι το 1890 λειτουργούν στο κτήμα της Κάντζας τέσσερα αποστακτήρια τύπου Mareste και άλλα τέσσερα ίδιου τύπου στις εγκαταστάσεις του κτήματος της Γιαλούς, στην περιοχή των Σπάτων.

Από το 1890 αρχίζει προσωπικά ταξίδια στην Αίγυπτο, τη Συρία, τη Μικρά Ασία, την Κωνσταντινούπολη, τη Ρωσία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία με τα οποία προωθεί τα προϊόντα της εταιρείας στους Έλληνες αυτών των περιοχών. Έτσι καταφέρνει να αναπτύξει ισχυρή εξαγωγική δραστηριότητα που καθιστά τη βιομηχανία του τη μεγαλύτερη του κλάδου στην Ελλάδα και το προϊόν του το «Κονιάκ Καμπά» κατέχει την πρώτη θέση στην Ελλάδα, την Αίγυπτο και την Ανατολή .

Το 1904 κι ενώ η κατανάλωση του κονιάκ είχε παγιωθεί, αποφασίζει να επιδοθεί και στην οινοποιία. Τότε ιδρύει το εργοστάσιο οινοποιίας, κατασκευάζει τις κτιριακές εγκαταστάσεις που σήμερα γνωρίζουμε ως «εργοστάσιο Καμπά» και σταδιακά αναπτύσσει την επιχείρηση του με συνεχείς επενδύσεις σε κτιριακό και μηχανολογικό εξοπλισμό. Σημαντικό γεγονός αποτελεί ότι λόγω της μεγάλης ζήτησης των προϊόντων, εκτός από τη δική του παραγωγή σε σταφύλια, αγοράζει και μεγάλες ποσότητες από τους αγρότες – παραγωγούς των γύρω περιοχών, τονώνοντας έτσι την οικονομία της περιοχής.

Η ζήτηση των προϊόντων αυξάνεται συνέχεια και στην προσπάθεια εξεύρεσης νέων κεφαλαίων μεταβάλει τη εταιρεία σε ανώνυμη μετοχική, την 1η Ιουλίου 1918 και την εισάγει στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών το 1920. Το 1924 ο Ανδρέας Καμπάς πεθαίνει σε ηλικία 73 ετών και αφήνει την επιχείρηση στους δύο υιούς του Άγγελο και Παναγιώτη. Η επιχείρηση κάνει νέες επενδύσεις με σημαντικότερη την αγορά, το 1927, στη Μαντινεία Αρκαδίας, εκτάσεων και τη δημιουργία εκεί εργοστασίου παραγωγής οίνου, το οποίο λειτουργεί μέχρι σήμερα.

Νεότερη ιστορία του κτήματος Καμπά

Μετά τον θάνατο του Α. Π. Καμπά η επιχείρηση στην ουσία χάνει τον ιθύνοντα νου που την έκανε από τις πρωτοποριακές της εποχής της. Το 1932, με αδιευκρίνιστο τρόπο, ο έλεγχος της εταιρείας περνάει στα χέρια της Εθνικής Τράπεζας. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, το εργοστάσιο στην Κάντζα επιτάσσεται αλλά σχεδόν τα πάντα μένουν άθικτα.

Το 1991 η Εθνική τράπεζα βγάζει σε δημοπρασία τα ακίνητα της ″Καμπάς Α.Ε.″ δηλ το κτήμα και το εργοστάσιο στην Κάντζα, το κτήμα στη Γιαλού (ανήκει στο Δήμο Σπάτων) και τα κτήματα στην Τρίπολη. Στην δημοπρασία αυτή είχαν δικαίωμα συμμετοχής μόνο οινοπαραγωγοί, κύριος στόχος ήταν η συνέχιση της λειτουργίας του εργοστασίου και του κτήματος σαν οινοποιητικής μονάδας και η τιμή ήταν πολύ χαμηλή για τα δεδομένα της εποχής. Η δημοπρασία κατακυρώθηκε στην εταιρεία «Ι. Μπουτάρης και Υιός HOLDING Α.Ε.», η οποία συνέχισε την καλλιέργεια των αμπελιών και την παραγωγή κρασιού και μπράντυ. Αυτή η αγορά δίνει νέα ώθηση τόσο στην εταιρεία Μπουτάρη όσο και στον Καμπά. Ο νέος ιδιοκτήτης προχωράει σε περιορισμένη ανανέωση των αμπελιών και όλα δείχνουν ότι ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο ανάπτυξης των δύο εταιρειών.

Δυστυχώς αυτή η περίοδος τελειώνει σύντομα. Το 1997 ο όμιλος Μπουτάρη πώλησε τη συμμετοχή του στην εισηγμένη στο χρηματιστήριο εταιρεία «Α. Καμπάς Α.Ε.» σε όμιλο επενδυτών, διατηρώντας τον οινοποιητικό κλάδο και τα σήματα της. Η οινοποιητική εταιρεία βαφτίστηκε «Ανδρέας Καμπάς Οινοποιητική Α.Ε.» .

Ιδιοκτήτες της έκτασης σήμερα είναι η "ΚΑΝΤΖΑ ΕΜΠΟΡΙΚΗ Α.Ε." και η REDS Α.Ε., θυγατρικές του ομίλου εταιρειών Ελλάκτωρ, που προέρχεται από την συνένωση τριών μεγάλων κατασκευαστικών εταιρειών (ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΔΟΜΙΚΗ Α.Ε., ΑΚΤΩΡ Α.Τ.Ε. και ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΒΟΛΟΥ Α.Ε.) και την απορρόφηση κάποιων άλλων μικρότερων. Η εταιρείες αγόρασαν τις μετοχές της «Καμπάς Α.Ε.» από τις δανείστριες τράπεζες της εταιρείας «Ι. Μπουτάρης και Υιός HOLDING Α.Ε.», έβγαλαν τα αμπέλια, χρησιμοποίησαν το χώρο για την εναπόθεση μπάζων κατά τη διάρκεια των εργασιών κατασκευής της Αττικής Οδού (χωρίς να έχουν σχετικές άδειες και πληρώνοντας πρόστιμα γι’ αυτό), αλλοίωσαν με αυτά τα μπαζώματα το φυσικό έδαφος και σήμερα στόχο έχουν την «εκμετάλλευση» του κτήματος με τη δημιουργία «ενός πρωτοποριακού εμπορικού και ψυχαγωγικού πάρκου», δομημένης έκτασης 112.000 τ.μ.σύμφωνα με  τη στρατηγική μελέτη που παρουσιαστηκε στο Δήμο Παλλήνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: