Δεκατρείς Έλληνες επιχείρησαν να μιμηθούν τον άθλο του Φειδιππίδη στο μαραθώνιο. Μόνο ένας τα κατάφερε. Τον (ξανα)θυμόμαστε σήμερα!
Μπορεί ο Σπυρίδων Λούης, ο Σπύρος Λούης όπως μάθαμε όλοι να τον λέμε, να μη βρήκε θέση στο πάνθεον που έχουν δημιουργήσει οι Βρετανοί στο μετρό τους ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων, ωστόσο δίχως τον Μαρουσιώτη νερουλά ούτε ο Χάνες Κολεμάινεν, ο Αλέν Μιμούν και ο Αμπέμπε Μπικίλα θα είχαν γίνει θρύλοι (σ.σ. εξαίρεση αποτελεί ο Εμίλ Ζάτοπεκ).
Όταν ο ζαλισμένος Λούης τερμάτιζε στο Παναθηναϊκό Στάδιο την 10η Απριλίου 1896 (με βάση το γρηγοριανό ημερολόγιο) και τον υποδέχονταν ο Βασιλιάς Γεώργιος και ο Διάδοχος Κωνσταντίνος μεταξύ άλλων, έγραφε την πρώτη θρυλική ιστορία των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων.
Όταν το 1894 λήφθηκε η οριστική απόφαση για διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων ο Γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Μπρεάλ, θαυμαστής της αρχαίας Ελλάδας, πρότεινε στο φίλο του, Βαρόνο Πιέρ ντε Κουμπερτέν τη διεξαγωγή μαραθωνίου: Την απόσταση που διήνυσε τρέχοντας ο χρυσός Ολυμπιονίκης, Φειδιππίδης από τον Μαραθώνα στην Αθήνα για να ανακοινώσει τη νίκη επί των Περσών. Ο Φειδιππίδης βέβαια είχε πολεμήσει στην πρώτη γραμμή νωρίτερα.
Φυσικά οι Έλληνες ενθουσιάστηκαν, δίχως να υπολογίσουν τη ζέστη. Δεκαεπτά θαρραλέοι παρατάχθηκαν στην εκκίνηση στον Μαραθώνα.
Τα μεγαλύτερα ονόματα ήταν ο νικητής των αγώνων πρόκρισης στην Ελλάδα στις 10 Μαρτίου, ο 19χρονος φοιτητής Χαρίλαος Βασιλάκος με χρόνο τρεις ώρες και 18 λεπτά (σ.σ. δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ αν πέθαναν τρεις αθλητές εκείνοι την ημέρα), ο Αυστραλός λογιστής και μόνιμος κάτοικος Λονδίνου, Έντουιν Φλακ, νικητής ήδη στα 800μ. και στα 1.500μ, ο Αμερικάνος Άρθουρ Μπλέικ και ο Ούγγρος Γκιούλα Κέλνερ, ο μοναδικός από τις ξένες συμμετοχές που είχε τρέξει στο παρελθόν σε μαραθώνιο.
Ανάμεσα στους 13 Έλληνες ήταν και ο 23χρονος Σπύρος Λούης, πέμπτος στους αγώνες πρόκρισης με τρεις ώρες, 18 λεπτά και 27 δευτερόλεπτα. Ήταν επιλαχών και δεν άνηκε σε κανένα αθλητικό σύλλογο.
Αξίζει να αναφερθεί πως η πίεση στους Έλληνες αθλητές ήταν μεγάλη, μιας και τις τέσσερις προηγούμενες μέρες κανένας δεν είχε κατακτήσει χρυσό μετάλλιο. Έτσι ορισμένοι επιφανείς επιχειρηματίες της εποχής έταξαν και... πριμ στον νικητή: Το βάρος του νικητή σε σοκολάτα έταξε ο Αλέξανδρος Παυλίδης, ενώ ο εθνικός ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ πρόσφερε το χέρι της κόρης του στον πρώτο.
Με τα... bonus ή μη στο μυαλό οι δεκαεπτά δρομείς διανυκτέρευσαν στον Μαραθώνα και στις 2 το μεσημέρι της επόμενης ημέρας έγινε η εκκίνηση. Πρώτος στο Πικέρμι έφτασε ο Γάλλος Αλμπίν Λερμουσιό, ακολουθούμενος από τον Φλακ, τον Μπλακ και τον Κέλνερ. Ο Λούης που έτρεχε με παπούτσια-δωρεά από τους συμπολίτες του, ήταν έκτος και καθησύχασε τους χωρικούς που του πρόσφεραν ένα ποτήρι κρασί "όλα πηγαίνουν βάσει σχεδίου. Μην ανησυχείτε".
Εν τω μεταξύ στην Αθήνα βρισκόταν σε εξέλιξη η προσέλευση 100.00 θεατών. Ανηφορικός ο δρόμος και οι ξένοι κατάλαβαν το λάθος τους. Μέχρι την Παλλήνη ο Λερμουσιό προηγούνταν ωστόσο είχε ήδη αρχίσει να κουράζεται. Ο Μπλέικ είχε ήδη εγκαταλείψει, ενώ ο Βασιλάκος είχε προσπεράσει τον Κέλνερ. Ο Λερμουσιό ήταν άτυχος καθώς συγκρούστηκε με Γάλλο ποδηλάτη και έχασε το ρυθμό του, επιτρέποντας στον Φλακ να τον προσπεράσει. Τελικα, ο Λερμουσιό κατέρρευσε και μεταφέρθηκε με άμαξα σε μια ιατρική σκηνή.
Σίγουρος για τη νίκη του ο Φλακ έστειλε έναν ποδηλάτη στο στάδιο για να ανακοινώσει τη νίκη του Αυστραλού λογιστή. Το κοινό για να μην πούμε και οι ευγενείς δίπλα στον Βασιλιά, "μαρμάρωσε". Γνωρίζοντας τα μυστικά της διαδρομής ο Λούης κοντοζύγωνε τον Φλακ και τον άφησε πίσω του στους Αμπελόκηπους.
Ζαλισμένος ο Φλακ ήταν έτοιμος να καταρρεύσει. Το είδε ο βοηθός του που τον ακολουθούσε με το ποδήλατο και ζήτησε από έναν θεατή να μην τον αφήσει να πέσει στο χώμα, μέχρι να βρει μια κουβέρτα. Χαμένος ο Φλακ νόμιζε πως δεχόταν επίθεση και γρονθοκόπησε τον άνδρα που προσπάθησε να τον βοηθήσει. Στο τέλος εγκατέλειψε!
Έφιππος και σκονισμένος ο Ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος (σ.σ. αναφέρεται και ως Δήμαρχος ενώ δεν ήταν) που είχε δώσει την εκκίνηση ίππευσε μέχρι το Παναθηναϊκό στάδιο και ενημέρωσε τον Βασιλιά πως ένας Έλληνας βρίσκεται κοντά στη νίκη. Όταν δε μπήκε ο Λούης στο στάδιο, γνώρισε την αποθέωση. "Μου φάνηκε πως στο πλευρό του έτρεχαν οι αρχαίοι Έλληνες. Δεν είχα ξανακούσει στη ζωή μου τόσες ζητωκραυγές".
Στα τελευταία μέτρα έτρεχαν μαζί του ο Βασιλιάς και ο Διάδοχος, ενώ μετά τον τερματισμό οι κυρίες της καλής κοινωνίας τον έρεαν με τα κοσμήματα τους. Στον τερματισμό ο Λούης υπέβαλε τα σέβη του στον Βασιλιά. Τερμάτισε σε δύο ώρες, 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα.
Δεύτερος τερμάτισε ο Βασιλάκος, επτά λεπτά πίσω από τον νικητή και τρίτος ο 19χρονος Σπυρίδων Μπελόκας. Ακυρώθηκε όταν ο Κέλνερ διαμαρτυρήθηκε πως ο Μπελόκας ανέβηκε σε κάρο λίγο πριν από το τέλος του αγώνα. Η έρευνα δικαίωσε τον Κέλνερ και πήρε την τρίτη θέση.
Ο Λούης έγινε εθνικός ήρωας εν μια νυχτί. Η νίκη του ήταν πρώτο θέμα σε όλες τις εφημερίδες της εποχής, ενώ για παράδειγμα ο θάνατος του πρώην Πρωθυπουργού, Σπυρίδωνα Τρικούπη στη Γαλλία δεν αντιμετωπίστηκε με τον ίδιο σεβασμό.
Ο νικητής αρνήθηκε όλα τα δώρα: Τη σοκολάτα, τα δωρεάν κουρέματα και φυσικά το χέρι της κόρης του Αβέρωφ μιας και ήταν ήδη παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών. Το μοναδικό που ζήτησε ήταν ένα κάρο και ένα άλογο για να μεταφέρει το νερό.
Το συλλεκτικό βάζο που πρόσφερε ο συλλέκτης Λάμπρος το δώρισε σε μουσείο και κράτησε το κύπελλο του Μπρεάλ. Είναι το κύπελλο που θα δημοπρατηθεί στο Λονδίνο σε λίγες μέρες.
Άγνωστο γιατί ο Λούης αποτραβήχτηκε από τη δημόσια ζωή. Δεν έτρεξε ποτέ ξανά σε μαραθώνιο, εργάστηκε όλη τη ζωή του ως νερουλάς και αγωγιάτης. Έχει γραφτεί ότι συνελήφθη από την αστυνομία για να επανεμφανιστεί το 1936 στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στο Βερολίνο σε ηλικία 63 ετών. Ο Αδόλφος Χίτλερ είχε την τιμή να φωτογραφηθεί μαζί του σε ένα από τα πιο "ανατριχιαστικά" καρέ στην ιστορία της διοργάνωσης. Πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα ανήμερα την 25η Μαρτίου.
Φυσικά, από αρκετές πλευρές έχει ακουστεί και έχει γραφτεί πως ο πραγματικός νικητής στο μαραθώνιο ήταν ο Βασιλάκος και όχι ο Λούης. Ο νικητής κατηγορήθηκε πως έκοψε δρόμο μέσα από τα χωράφια ή ανέβηκε σε άλογο. Ο Βασιλάκος δεν κατέθεσε ποτέ ένσταση γιατί σύμφωνα με τα λεγόμενα του γιου του, δεν ήθελε να αμαυρώσει την ημέρα και τους πανηγυρισμούς των Ελλήνων. "Εσένα ας σε κρίνει ο Θεός", είπε απευθυνόμενος στον Λούη όταν τον συνάντησε στα αποδυτήρια.
Αν η αλήθεια είναι διαφορετική δεν θα το μάθουμε ποτέ. Πάντως ο Βασιλάκος παρά την πίκρα του, συνέχισε να αγωνίζεται και υπήρξε επίσης και υπήρξε ο πρώτος Έλληνας βαδιστής.
Ακολουθεί ρεπορτάζ εφημερίδας της εποχής για τη νίκη του Λούη. Το κείμενο της δεύτερης παραγράφου είναι συγκλονιστικό.
"Είναι ο Λούης ο νικητής του Μαραθωνίου δρόμου. Βαίνει κατάκοπος μεν, αλλ όχι μέχρις εξαντλήσεως, τροχάδην δια του προς το δεξιόν σκέλος στίβου, παρακολουθούμενος υπό των μελών της επιτροπής και των εφόρων ανευφημούντων. Ο διάδοχος και ο βασιλόπαις Γεώργιος σπεύδουσι και συντρέχουσι μετ' αυτού ένθεν και ένθεν. Ο Βασιλεύς, ότε ο δρομεύς έφθασε προ της σφενδόνης και προσκλίνει χαιρετών, εγείρεται και σείει επι πολλήν ώραν ενθουσιωδώς μετά ζωηράς συγκινήσεως το ναυτικόν του πηλίκιον. Τινές των υπασπιστών του ορμώσιν, αναγκαλίζονται τον δρομέα και τον ασπάζονται. Οι δύο βασιλόπαιδες, προσερχομένου και του πρίγκηπος Νικολάου υπανεγείρουσι τον νικητήν ως εν θριάμβω. Οι επίσημοι ξένοι χειροκροτούσι συγκεκινημένοι.
Τι έγινε κατά την ώραν εκείνην εις το Στάδιον η γραφίς αδυνατεί να περιγράψη. Ηδη ο ναύτης ο εντεταλμένος την ανύψωσιν των σημαιών του ιστού, ευθύς ως είδε τον αριθμόν 17, ον έφερεν επι του στήθους ο νικητής δρομεύς, έσπευσεν να σημειώση αυτόν και να αναπετάση την Ελληνικήν σημαίαν, ης η θέα εξαγείρει θύελλαν ενθουσιασμού. Δονείται ο αήρ απο τας νικητηρίους κραυγάς. Πίλοι ρίπτονται εις τον αέρα, σείονται μανδήλια, σείονται ελληνικαί σημαίαι, κεκρυμμέναι μέχρι της στιγμής εκείνης εις τα άδυτα των κόλπων. Ολόκληρος λαός έξαλλος πανηγυρίζει την νίκην του. Το πλήθος απαιτεί δια επιτακτικών κραυγών και αι μουσικαί ανακρούουν τον εθνικόν ύμνον. Η στιγμή είναι ιερά και απέναντι του μεγαλείου αυτής και οι παρευρισκόμενοι ξένοι κατανύσσονται και εις ποικίλας γλώσσας αντηχούν αι υπέρ της Ελλάδος επευφημίαι".
Πηγή
Μπορεί ο Σπυρίδων Λούης, ο Σπύρος Λούης όπως μάθαμε όλοι να τον λέμε, να μη βρήκε θέση στο πάνθεον που έχουν δημιουργήσει οι Βρετανοί στο μετρό τους ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων, ωστόσο δίχως τον Μαρουσιώτη νερουλά ούτε ο Χάνες Κολεμάινεν, ο Αλέν Μιμούν και ο Αμπέμπε Μπικίλα θα είχαν γίνει θρύλοι (σ.σ. εξαίρεση αποτελεί ο Εμίλ Ζάτοπεκ).
Όταν ο ζαλισμένος Λούης τερμάτιζε στο Παναθηναϊκό Στάδιο την 10η Απριλίου 1896 (με βάση το γρηγοριανό ημερολόγιο) και τον υποδέχονταν ο Βασιλιάς Γεώργιος και ο Διάδοχος Κωνσταντίνος μεταξύ άλλων, έγραφε την πρώτη θρυλική ιστορία των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων.
Όταν το 1894 λήφθηκε η οριστική απόφαση για διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων ο Γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Μπρεάλ, θαυμαστής της αρχαίας Ελλάδας, πρότεινε στο φίλο του, Βαρόνο Πιέρ ντε Κουμπερτέν τη διεξαγωγή μαραθωνίου: Την απόσταση που διήνυσε τρέχοντας ο χρυσός Ολυμπιονίκης, Φειδιππίδης από τον Μαραθώνα στην Αθήνα για να ανακοινώσει τη νίκη επί των Περσών. Ο Φειδιππίδης βέβαια είχε πολεμήσει στην πρώτη γραμμή νωρίτερα.
Φυσικά οι Έλληνες ενθουσιάστηκαν, δίχως να υπολογίσουν τη ζέστη. Δεκαεπτά θαρραλέοι παρατάχθηκαν στην εκκίνηση στον Μαραθώνα.
Τα μεγαλύτερα ονόματα ήταν ο νικητής των αγώνων πρόκρισης στην Ελλάδα στις 10 Μαρτίου, ο 19χρονος φοιτητής Χαρίλαος Βασιλάκος με χρόνο τρεις ώρες και 18 λεπτά (σ.σ. δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ αν πέθαναν τρεις αθλητές εκείνοι την ημέρα), ο Αυστραλός λογιστής και μόνιμος κάτοικος Λονδίνου, Έντουιν Φλακ, νικητής ήδη στα 800μ. και στα 1.500μ, ο Αμερικάνος Άρθουρ Μπλέικ και ο Ούγγρος Γκιούλα Κέλνερ, ο μοναδικός από τις ξένες συμμετοχές που είχε τρέξει στο παρελθόν σε μαραθώνιο.
Ανάμεσα στους 13 Έλληνες ήταν και ο 23χρονος Σπύρος Λούης, πέμπτος στους αγώνες πρόκρισης με τρεις ώρες, 18 λεπτά και 27 δευτερόλεπτα. Ήταν επιλαχών και δεν άνηκε σε κανένα αθλητικό σύλλογο.
Αξίζει να αναφερθεί πως η πίεση στους Έλληνες αθλητές ήταν μεγάλη, μιας και τις τέσσερις προηγούμενες μέρες κανένας δεν είχε κατακτήσει χρυσό μετάλλιο. Έτσι ορισμένοι επιφανείς επιχειρηματίες της εποχής έταξαν και... πριμ στον νικητή: Το βάρος του νικητή σε σοκολάτα έταξε ο Αλέξανδρος Παυλίδης, ενώ ο εθνικός ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ πρόσφερε το χέρι της κόρης του στον πρώτο.
Με τα... bonus ή μη στο μυαλό οι δεκαεπτά δρομείς διανυκτέρευσαν στον Μαραθώνα και στις 2 το μεσημέρι της επόμενης ημέρας έγινε η εκκίνηση. Πρώτος στο Πικέρμι έφτασε ο Γάλλος Αλμπίν Λερμουσιό, ακολουθούμενος από τον Φλακ, τον Μπλακ και τον Κέλνερ. Ο Λούης που έτρεχε με παπούτσια-δωρεά από τους συμπολίτες του, ήταν έκτος και καθησύχασε τους χωρικούς που του πρόσφεραν ένα ποτήρι κρασί "όλα πηγαίνουν βάσει σχεδίου. Μην ανησυχείτε".
Εν τω μεταξύ στην Αθήνα βρισκόταν σε εξέλιξη η προσέλευση 100.00 θεατών. Ανηφορικός ο δρόμος και οι ξένοι κατάλαβαν το λάθος τους. Μέχρι την Παλλήνη ο Λερμουσιό προηγούνταν ωστόσο είχε ήδη αρχίσει να κουράζεται. Ο Μπλέικ είχε ήδη εγκαταλείψει, ενώ ο Βασιλάκος είχε προσπεράσει τον Κέλνερ. Ο Λερμουσιό ήταν άτυχος καθώς συγκρούστηκε με Γάλλο ποδηλάτη και έχασε το ρυθμό του, επιτρέποντας στον Φλακ να τον προσπεράσει. Τελικα, ο Λερμουσιό κατέρρευσε και μεταφέρθηκε με άμαξα σε μια ιατρική σκηνή.
Σίγουρος για τη νίκη του ο Φλακ έστειλε έναν ποδηλάτη στο στάδιο για να ανακοινώσει τη νίκη του Αυστραλού λογιστή. Το κοινό για να μην πούμε και οι ευγενείς δίπλα στον Βασιλιά, "μαρμάρωσε". Γνωρίζοντας τα μυστικά της διαδρομής ο Λούης κοντοζύγωνε τον Φλακ και τον άφησε πίσω του στους Αμπελόκηπους.
Ζαλισμένος ο Φλακ ήταν έτοιμος να καταρρεύσει. Το είδε ο βοηθός του που τον ακολουθούσε με το ποδήλατο και ζήτησε από έναν θεατή να μην τον αφήσει να πέσει στο χώμα, μέχρι να βρει μια κουβέρτα. Χαμένος ο Φλακ νόμιζε πως δεχόταν επίθεση και γρονθοκόπησε τον άνδρα που προσπάθησε να τον βοηθήσει. Στο τέλος εγκατέλειψε!
Έφιππος και σκονισμένος ο Ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος (σ.σ. αναφέρεται και ως Δήμαρχος ενώ δεν ήταν) που είχε δώσει την εκκίνηση ίππευσε μέχρι το Παναθηναϊκό στάδιο και ενημέρωσε τον Βασιλιά πως ένας Έλληνας βρίσκεται κοντά στη νίκη. Όταν δε μπήκε ο Λούης στο στάδιο, γνώρισε την αποθέωση. "Μου φάνηκε πως στο πλευρό του έτρεχαν οι αρχαίοι Έλληνες. Δεν είχα ξανακούσει στη ζωή μου τόσες ζητωκραυγές".
Στα τελευταία μέτρα έτρεχαν μαζί του ο Βασιλιάς και ο Διάδοχος, ενώ μετά τον τερματισμό οι κυρίες της καλής κοινωνίας τον έρεαν με τα κοσμήματα τους. Στον τερματισμό ο Λούης υπέβαλε τα σέβη του στον Βασιλιά. Τερμάτισε σε δύο ώρες, 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα.
Δεύτερος τερμάτισε ο Βασιλάκος, επτά λεπτά πίσω από τον νικητή και τρίτος ο 19χρονος Σπυρίδων Μπελόκας. Ακυρώθηκε όταν ο Κέλνερ διαμαρτυρήθηκε πως ο Μπελόκας ανέβηκε σε κάρο λίγο πριν από το τέλος του αγώνα. Η έρευνα δικαίωσε τον Κέλνερ και πήρε την τρίτη θέση.
Ο Λούης έγινε εθνικός ήρωας εν μια νυχτί. Η νίκη του ήταν πρώτο θέμα σε όλες τις εφημερίδες της εποχής, ενώ για παράδειγμα ο θάνατος του πρώην Πρωθυπουργού, Σπυρίδωνα Τρικούπη στη Γαλλία δεν αντιμετωπίστηκε με τον ίδιο σεβασμό.
Ο νικητής αρνήθηκε όλα τα δώρα: Τη σοκολάτα, τα δωρεάν κουρέματα και φυσικά το χέρι της κόρης του Αβέρωφ μιας και ήταν ήδη παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών. Το μοναδικό που ζήτησε ήταν ένα κάρο και ένα άλογο για να μεταφέρει το νερό.
Το συλλεκτικό βάζο που πρόσφερε ο συλλέκτης Λάμπρος το δώρισε σε μουσείο και κράτησε το κύπελλο του Μπρεάλ. Είναι το κύπελλο που θα δημοπρατηθεί στο Λονδίνο σε λίγες μέρες.
Άγνωστο γιατί ο Λούης αποτραβήχτηκε από τη δημόσια ζωή. Δεν έτρεξε ποτέ ξανά σε μαραθώνιο, εργάστηκε όλη τη ζωή του ως νερουλάς και αγωγιάτης. Έχει γραφτεί ότι συνελήφθη από την αστυνομία για να επανεμφανιστεί το 1936 στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στο Βερολίνο σε ηλικία 63 ετών. Ο Αδόλφος Χίτλερ είχε την τιμή να φωτογραφηθεί μαζί του σε ένα από τα πιο "ανατριχιαστικά" καρέ στην ιστορία της διοργάνωσης. Πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα ανήμερα την 25η Μαρτίου.
Φυσικά, από αρκετές πλευρές έχει ακουστεί και έχει γραφτεί πως ο πραγματικός νικητής στο μαραθώνιο ήταν ο Βασιλάκος και όχι ο Λούης. Ο νικητής κατηγορήθηκε πως έκοψε δρόμο μέσα από τα χωράφια ή ανέβηκε σε άλογο. Ο Βασιλάκος δεν κατέθεσε ποτέ ένσταση γιατί σύμφωνα με τα λεγόμενα του γιου του, δεν ήθελε να αμαυρώσει την ημέρα και τους πανηγυρισμούς των Ελλήνων. "Εσένα ας σε κρίνει ο Θεός", είπε απευθυνόμενος στον Λούη όταν τον συνάντησε στα αποδυτήρια.
Αν η αλήθεια είναι διαφορετική δεν θα το μάθουμε ποτέ. Πάντως ο Βασιλάκος παρά την πίκρα του, συνέχισε να αγωνίζεται και υπήρξε επίσης και υπήρξε ο πρώτος Έλληνας βαδιστής.
Ακολουθεί ρεπορτάζ εφημερίδας της εποχής για τη νίκη του Λούη. Το κείμενο της δεύτερης παραγράφου είναι συγκλονιστικό.
"Είναι ο Λούης ο νικητής του Μαραθωνίου δρόμου. Βαίνει κατάκοπος μεν, αλλ όχι μέχρις εξαντλήσεως, τροχάδην δια του προς το δεξιόν σκέλος στίβου, παρακολουθούμενος υπό των μελών της επιτροπής και των εφόρων ανευφημούντων. Ο διάδοχος και ο βασιλόπαις Γεώργιος σπεύδουσι και συντρέχουσι μετ' αυτού ένθεν και ένθεν. Ο Βασιλεύς, ότε ο δρομεύς έφθασε προ της σφενδόνης και προσκλίνει χαιρετών, εγείρεται και σείει επι πολλήν ώραν ενθουσιωδώς μετά ζωηράς συγκινήσεως το ναυτικόν του πηλίκιον. Τινές των υπασπιστών του ορμώσιν, αναγκαλίζονται τον δρομέα και τον ασπάζονται. Οι δύο βασιλόπαιδες, προσερχομένου και του πρίγκηπος Νικολάου υπανεγείρουσι τον νικητήν ως εν θριάμβω. Οι επίσημοι ξένοι χειροκροτούσι συγκεκινημένοι.
Τι έγινε κατά την ώραν εκείνην εις το Στάδιον η γραφίς αδυνατεί να περιγράψη. Ηδη ο ναύτης ο εντεταλμένος την ανύψωσιν των σημαιών του ιστού, ευθύς ως είδε τον αριθμόν 17, ον έφερεν επι του στήθους ο νικητής δρομεύς, έσπευσεν να σημειώση αυτόν και να αναπετάση την Ελληνικήν σημαίαν, ης η θέα εξαγείρει θύελλαν ενθουσιασμού. Δονείται ο αήρ απο τας νικητηρίους κραυγάς. Πίλοι ρίπτονται εις τον αέρα, σείονται μανδήλια, σείονται ελληνικαί σημαίαι, κεκρυμμέναι μέχρι της στιγμής εκείνης εις τα άδυτα των κόλπων. Ολόκληρος λαός έξαλλος πανηγυρίζει την νίκην του. Το πλήθος απαιτεί δια επιτακτικών κραυγών και αι μουσικαί ανακρούουν τον εθνικόν ύμνον. Η στιγμή είναι ιερά και απέναντι του μεγαλείου αυτής και οι παρευρισκόμενοι ξένοι κατανύσσονται και εις ποικίλας γλώσσας αντηχούν αι υπέρ της Ελλάδος επευφημίαι".
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου