Σήμερα ο κ. Πάγκαλος ψηφίζει Χρυσή Αυγή, για να μην έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ. Καλημέρα σας. Κάθε συζήτηση με τον κ. Γεωργιάδη καταλήγει (ενίοτε πριν καν να αρχίσει) σε νίλα της λογικής. Ο άνθρωπος είναι ο μαιτρ της σοφιστείας, ικανός να πετάει την μπάλλα στα μνήματα και τους πεθαμένους στις κερκίδες.
Ομως, μέσα στην πολυπραγμοσύνη του συχνά τα θαλασσώνει. Οπως χθες, μιλώντας στον κ. Νίκο Χατζηνικολάου και στον κ. Δημήτρη Δελατόλα στον ραδιοθάλαμο του Real FM. Το θέμα αφορούσε στην (αναδυόμενη επιτέλους στο φως της κριτικής) φράση του κ. Σαμαρά ότι «αν έλθει ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα μείνει ευρώ στα ΑΤΜ» (και ο κ. Πάγκαλος θα ψηφίσει Τσένγκις Χαν).
Κατ’ αρχήν, ο κ. Γεωργιάδης προσπάθησε να υποβαθμίσει το θέμα σε μια διαρροή και τα τοιαύτα, πλην όμως σε έμπειρους δημοσιογράφους μιλούσε, σύντομα βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Διότι όλοι γνωρίζουν στη δημοσιογραφική Ιερουσαλήμ τι σημαίνει πληροφόρηση (ή παραπληροφόρηση ή αποπληροφόρηση) μέσω διαρροών, κύκλων, non paper και τα σχετικά. Ολοι γνωρίζουν ότι διαρροή που δεν διαψεύδεται, διοχετεύει στον Τύπο αυτό που θέλει να γίνει γνωστό ο υδραυλικός... συγγνώμη ο διαρρέων. Η ρήση
λοιπόν Σαμαρά ουδέποτε διαψεύσθηκε, άρα ισχύει και ίσταται. Τι βρήκε, λοιπόν, να πει επ’ αυτού ο κ. Γεωργιάδης; το πιο απλό: ότι δηλαδή το εν λόγω ρηθέν δεν αποδόθηκε «με τον τόνο που το είπε ο κ. Πρωθυπουργός», ο οποίος ήταν «εξαιρετικά προσεκτικός»!!! Αριστα! Δηλαδή ο κ. Σαμαράς κινδυνολόγησε, αλλά κινδυνολόγησε γλυκά, αγαπησιάρικα, με προσοχή, έφτιαξε ατμόσφαιρα...
Να πει κανείς γελοίοι, θα είναι λίγο. Να πει αήθεις, δεν θα ’ναι πολύ.
Εκτός απ’ αυτά όμως, πρέπει να προσέξουμε και κάτι ακόμα: μέσα στην πρεμούρα του (και τον πανικό του) να υπερασπισθεί τον χιλιοτραγουδισμένον εαυτόν του ο κ. Γεωργιάδης, δεν δίστασε να αδειάσει τον Πρωθυπουργό του. Διότι τι άλλο από άδειασμα ήταν η παραδοχή του, ότι ο κ. Σαμαράς το είπε το επίδικο (αλλά το είπε χαριτωμένα); Πλην όμως, γιατί να μην προδώσει ο Αδωνις τον κ. Σαμαρά; Προδότη δεν τον έλεγε (ο Αδωνις τον Αντώνη) ως πριν από λίγο καιρό;
Εθισμένος μάλιστα στα αδειάσματα προκειμένου να υπερασπισθεί τον χιλιάκριβο εαυτούλη του ο Αδωνις, αφού άδειασε τον Πρωθυπουργό του, άδειασε και το κόμμα του, απεκδυόμενος πάσαν ευθύνη για την προγενέστερη της παρουσίας του διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. «Εγώ φταίω για τη διακυβέρνηση της Ν.Δ.;», αναρωτήθηκε στεντορείως, ως να ήταν ο τελευταίος βλαξ της επικράτειας
-- προκαλώντας θυμηδία (ή μήπως οργή, ή μήπως απελπισία) στους δύο συνομιλητές του - τόσον αυτοαναφορικός, ώστε να ξεχνάει ότι είναι κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος που αδειάζει.
Στάθηκα διά μακρών στα κατορθώματα του Αδώνιδος, διότι εμπεριέχουν τη σημειολογία της κάτω βόλτας που έχει πάρει αυτή η κυβέρνηση. Κάτω βόλτα χωρίς επιστροφή.
Να τελειώνουμε μαζί τους, μας τελειώνουνε. Και προς τούτο η Αριστερά πρέπει να ’ναι πιο προσεκτική απ’ όσον ορισμένα στελέχη της δείχνουν. Δεν εννοείται σε χαλεπούς καιρούς πολιτικοί της Αριστεράς να έχουν τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό ή να έχουν επενδύσεις σε εταιρείες αρπακτικών, συναλλαγές με οφσόρ ή άλλους θεούς της νεοφιλελεύθερης Γεδρωσίας. Δεν λέω ότι η Αριστερά πρέπει να γίνει μια αίρεση των «Πένητες διάγητε», των Βογομήλων ή των Καθαρών, αλλά το μέτρο του πράγματος, αυτό που εξασφαλίζει την έξωθεν καλή μαρτυρία, αν δεν είναι εκ των ων ουκ άνευ, πρέπει να μην παραμελείται.
Προς επίρρωσιν ας θυμηθούμε μια εύγλωττη ιστορία απ’ το προγονικό (σας την έχω ξαναγράψει, αλλά η επανάληψη δεν βλάπτει). Εχει να κάνει με τον Λυκούργο, όχι τον Σπαρτιάτη τον νομοθέτη, αλλά τον Αθηναίο τον μεταρρυθμιστή. Στην εποχή του η Αθήνα, ηττημένη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, εξαντλημένη απ’ τους πολέμους που ακολούθησαν και διάγουσα υπό το κράτος της μακεδονικής απειλής επί Φιλίππου (πατέρα του Μεγαλέξανδρου), ανέλαβε με πατριωτικό ζήλο (μαζί με τον Υπερείδη και τον Δημοσθένη) την ανόρθωση των οικονομικών της Δημοκρατίας, ώστε να μπορέσει η τελευταία να υπερασπισθεί την πατρίδα.
Ταμίας λοιπόν επί τέσσερα έτη (341-338 π.Χ.) ο Λυκούργος και ύστερα επί ακόμα οκτώ, προχώρησε στη φορολόγηση των πλουσίων (που από μακρού είχαν «ξεχάσει» τις χορηγίες), στην εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών και στις κρατικές επενδύσεις (ναυπήγηση στόλου, δημιουργία του Καλλιμάρμαρου, ανακατασκευή του θεάτρου του Διονύσου, επισκευή των Μακρών Τειχών, ανακαίνιση του Λυκείου, κατασκευή νεωσοίκων, νέων λιμανιών και άλλα). Κυκλοφόρησε έτσι το μεροκάματο, άνοιξαν οι δουλειές, δούλεψε η αγορά, μπήκαν κανόνες και η Αθήνα στάθηκε στα πόδια της.
Για να καταξιώσει ηθικώς τις μεταρρυθμίσεις του στα μάτια των πάντα ανήσυχων κι ευμετάβλητων Αθηναίων, ο Λυκούργος ανέσυρε νόμο αρχαιότατον ιωνικό που απαγόρευε, επί ποινή εξορίας, στους πλούσιους να κυκλοφορούν στην Αγορά φανταχτερά και επιδεικτικά ντυμένοι με αποτέλεσμα, συν τοις άλλοις, να θυμίζουν και στους φτωχούς τη φτώχεια τους. Ο νόμος αυτός στην αρχαιότατη εποχή που ίσχυσε (αρχαϊκή) θα μπορούσε να θεωρηθεί υποκριτικός, διότι περιόριζε τη διαφορά πλουσίων - φτωχών στο φαίνεσθαι.
Στα χρόνια όμως του Λυκούργου, όπου ο πλούτος εκλήθη (συχνά και βιαίως) να πληρώσει το κατ’ αναλογίαν μερτικό του στην κοινότητα, ο νόμος αυτός απέκτησε ένα άλλο ηθικό βάρος που θύμιζε κάπως τη συμπεριφορά των «ομοίων» που είχαν καθιερώσει μεταξύ τους οι Λακεδαιμόνιοι ζώντας ομοιοτρόπως, ανεξαρτήτως του πλούτου του ενός και της φτώχειας του άλλου.
Απόδειξη της ηθικής αξίας του εν λόγω νόμου ήταν η βοήθειά του στην ανόρθωση της πόλης. Ομως πέρα απ’ την αυταξία του, ενίσχυση στο ηθικό του βάρος αυτός ο νόμος έλαβε και από την προσωπική ακεραιότητα του εισηγητή του. Διότι όταν η γυναίκα του Λυκούργου, φιλάρεσκη μάλλον, τον παρέβη και βγήκε στην Αγορά ντυμένη λατέρνα, ο άντρας της την εξόρισε και ο Δήμος τής δήμευσε την περιουσία.
Ο Λυκούργος πέθανε τιμημένος το 325 ή το 324 π.Χ., ενώ αργότερα, το 307 π.Χ., ο Δήμος των Αθηναίων, παρ’ ότι γονατισμένος πλέον απ’ τη μακεδονική ισχύ, του ανήγειρε ανδριάντα και τον στεφάνωσε, συντάσσοντας ταυτοχρόνως ψήφισμα-έπαινο για το έργο του, στους αιώνες.
Θα μου πείτε, Λυκούργους κατά το ήθος χρειάζεται η Αριστερά σήμερα; Περισσότερο παρά ποτέ! Μπορεί ένας πλούσιος να είναι αριστερός, μάλιστα τιμή του αν αριστερός παρ’ ότι πλούσιος. Ούτε άλλωστε οι φτωχοί είναι κατ’ ανάγκην αριστεροί. Αντιθέτως, παρ’ ότι βλακώδες ενώ είναι κανείς φτωχός, να είναι δεξιός, όμως συμβαίνει! Διότι σπανίως συγκλίνει η ταξική συνείδηση προς την ταξική θέση. Ούτε η «έντιμη πενία» πρέπει να είναι απαραιτήτως το φαίνεσθαι ενός στελέχους της Αριστεράς - ας είναι και μπον βιβέρ εφόσον ουδέναν εκμεταλλεύεται. Ομως η άτιμη πενία στην οποίαν αιχμάλωτο διάγει διαρκώς το πλήθος του λαού, δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορη την ηθική ενός αριστερού, πόσω μάλλον ενός στελέχους της Αριστεράς.
Στην εποχή του απενοχοποιημένου αμοραλισμού και του φαύλου κυνισμού, ένα σπυρί ηθικής έχει δύναμη μεγατόνων, διότι συσχετίζει εκ νέου την πολιτική με τον πολίτη...
Ή, για να το πούμε αλλιώς, μπάζει τον λαό στους αγώνες από θέσεις που υπερβαίνουν την τύρβη της μεταπολίτευσης. Αυτήν την αχλή της φθοράς, όπου όλα συμβιβάζονταν, όλα χωνεύονταν, όλα μπορούσαν να κλείνουν μαργιόλικα το μάτι στο πρόσωπο της Μέδουσας...
stathis@enikos.gr
Ομως, μέσα στην πολυπραγμοσύνη του συχνά τα θαλασσώνει. Οπως χθες, μιλώντας στον κ. Νίκο Χατζηνικολάου και στον κ. Δημήτρη Δελατόλα στον ραδιοθάλαμο του Real FM. Το θέμα αφορούσε στην (αναδυόμενη επιτέλους στο φως της κριτικής) φράση του κ. Σαμαρά ότι «αν έλθει ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα μείνει ευρώ στα ΑΤΜ» (και ο κ. Πάγκαλος θα ψηφίσει Τσένγκις Χαν).
Κατ’ αρχήν, ο κ. Γεωργιάδης προσπάθησε να υποβαθμίσει το θέμα σε μια διαρροή και τα τοιαύτα, πλην όμως σε έμπειρους δημοσιογράφους μιλούσε, σύντομα βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Διότι όλοι γνωρίζουν στη δημοσιογραφική Ιερουσαλήμ τι σημαίνει πληροφόρηση (ή παραπληροφόρηση ή αποπληροφόρηση) μέσω διαρροών, κύκλων, non paper και τα σχετικά. Ολοι γνωρίζουν ότι διαρροή που δεν διαψεύδεται, διοχετεύει στον Τύπο αυτό που θέλει να γίνει γνωστό ο υδραυλικός... συγγνώμη ο διαρρέων. Η ρήση
λοιπόν Σαμαρά ουδέποτε διαψεύσθηκε, άρα ισχύει και ίσταται. Τι βρήκε, λοιπόν, να πει επ’ αυτού ο κ. Γεωργιάδης; το πιο απλό: ότι δηλαδή το εν λόγω ρηθέν δεν αποδόθηκε «με τον τόνο που το είπε ο κ. Πρωθυπουργός», ο οποίος ήταν «εξαιρετικά προσεκτικός»!!! Αριστα! Δηλαδή ο κ. Σαμαράς κινδυνολόγησε, αλλά κινδυνολόγησε γλυκά, αγαπησιάρικα, με προσοχή, έφτιαξε ατμόσφαιρα...
Να πει κανείς γελοίοι, θα είναι λίγο. Να πει αήθεις, δεν θα ’ναι πολύ.
Εκτός απ’ αυτά όμως, πρέπει να προσέξουμε και κάτι ακόμα: μέσα στην πρεμούρα του (και τον πανικό του) να υπερασπισθεί τον χιλιοτραγουδισμένον εαυτόν του ο κ. Γεωργιάδης, δεν δίστασε να αδειάσει τον Πρωθυπουργό του. Διότι τι άλλο από άδειασμα ήταν η παραδοχή του, ότι ο κ. Σαμαράς το είπε το επίδικο (αλλά το είπε χαριτωμένα); Πλην όμως, γιατί να μην προδώσει ο Αδωνις τον κ. Σαμαρά; Προδότη δεν τον έλεγε (ο Αδωνις τον Αντώνη) ως πριν από λίγο καιρό;
Εθισμένος μάλιστα στα αδειάσματα προκειμένου να υπερασπισθεί τον χιλιάκριβο εαυτούλη του ο Αδωνις, αφού άδειασε τον Πρωθυπουργό του, άδειασε και το κόμμα του, απεκδυόμενος πάσαν ευθύνη για την προγενέστερη της παρουσίας του διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. «Εγώ φταίω για τη διακυβέρνηση της Ν.Δ.;», αναρωτήθηκε στεντορείως, ως να ήταν ο τελευταίος βλαξ της επικράτειας
-- προκαλώντας θυμηδία (ή μήπως οργή, ή μήπως απελπισία) στους δύο συνομιλητές του - τόσον αυτοαναφορικός, ώστε να ξεχνάει ότι είναι κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος που αδειάζει.
Στάθηκα διά μακρών στα κατορθώματα του Αδώνιδος, διότι εμπεριέχουν τη σημειολογία της κάτω βόλτας που έχει πάρει αυτή η κυβέρνηση. Κάτω βόλτα χωρίς επιστροφή.
Να τελειώνουμε μαζί τους, μας τελειώνουνε. Και προς τούτο η Αριστερά πρέπει να ’ναι πιο προσεκτική απ’ όσον ορισμένα στελέχη της δείχνουν. Δεν εννοείται σε χαλεπούς καιρούς πολιτικοί της Αριστεράς να έχουν τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό ή να έχουν επενδύσεις σε εταιρείες αρπακτικών, συναλλαγές με οφσόρ ή άλλους θεούς της νεοφιλελεύθερης Γεδρωσίας. Δεν λέω ότι η Αριστερά πρέπει να γίνει μια αίρεση των «Πένητες διάγητε», των Βογομήλων ή των Καθαρών, αλλά το μέτρο του πράγματος, αυτό που εξασφαλίζει την έξωθεν καλή μαρτυρία, αν δεν είναι εκ των ων ουκ άνευ, πρέπει να μην παραμελείται.
Προς επίρρωσιν ας θυμηθούμε μια εύγλωττη ιστορία απ’ το προγονικό (σας την έχω ξαναγράψει, αλλά η επανάληψη δεν βλάπτει). Εχει να κάνει με τον Λυκούργο, όχι τον Σπαρτιάτη τον νομοθέτη, αλλά τον Αθηναίο τον μεταρρυθμιστή. Στην εποχή του η Αθήνα, ηττημένη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, εξαντλημένη απ’ τους πολέμους που ακολούθησαν και διάγουσα υπό το κράτος της μακεδονικής απειλής επί Φιλίππου (πατέρα του Μεγαλέξανδρου), ανέλαβε με πατριωτικό ζήλο (μαζί με τον Υπερείδη και τον Δημοσθένη) την ανόρθωση των οικονομικών της Δημοκρατίας, ώστε να μπορέσει η τελευταία να υπερασπισθεί την πατρίδα.
Ταμίας λοιπόν επί τέσσερα έτη (341-338 π.Χ.) ο Λυκούργος και ύστερα επί ακόμα οκτώ, προχώρησε στη φορολόγηση των πλουσίων (που από μακρού είχαν «ξεχάσει» τις χορηγίες), στην εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών και στις κρατικές επενδύσεις (ναυπήγηση στόλου, δημιουργία του Καλλιμάρμαρου, ανακατασκευή του θεάτρου του Διονύσου, επισκευή των Μακρών Τειχών, ανακαίνιση του Λυκείου, κατασκευή νεωσοίκων, νέων λιμανιών και άλλα). Κυκλοφόρησε έτσι το μεροκάματο, άνοιξαν οι δουλειές, δούλεψε η αγορά, μπήκαν κανόνες και η Αθήνα στάθηκε στα πόδια της.
Για να καταξιώσει ηθικώς τις μεταρρυθμίσεις του στα μάτια των πάντα ανήσυχων κι ευμετάβλητων Αθηναίων, ο Λυκούργος ανέσυρε νόμο αρχαιότατον ιωνικό που απαγόρευε, επί ποινή εξορίας, στους πλούσιους να κυκλοφορούν στην Αγορά φανταχτερά και επιδεικτικά ντυμένοι με αποτέλεσμα, συν τοις άλλοις, να θυμίζουν και στους φτωχούς τη φτώχεια τους. Ο νόμος αυτός στην αρχαιότατη εποχή που ίσχυσε (αρχαϊκή) θα μπορούσε να θεωρηθεί υποκριτικός, διότι περιόριζε τη διαφορά πλουσίων - φτωχών στο φαίνεσθαι.
Στα χρόνια όμως του Λυκούργου, όπου ο πλούτος εκλήθη (συχνά και βιαίως) να πληρώσει το κατ’ αναλογίαν μερτικό του στην κοινότητα, ο νόμος αυτός απέκτησε ένα άλλο ηθικό βάρος που θύμιζε κάπως τη συμπεριφορά των «ομοίων» που είχαν καθιερώσει μεταξύ τους οι Λακεδαιμόνιοι ζώντας ομοιοτρόπως, ανεξαρτήτως του πλούτου του ενός και της φτώχειας του άλλου.
Απόδειξη της ηθικής αξίας του εν λόγω νόμου ήταν η βοήθειά του στην ανόρθωση της πόλης. Ομως πέρα απ’ την αυταξία του, ενίσχυση στο ηθικό του βάρος αυτός ο νόμος έλαβε και από την προσωπική ακεραιότητα του εισηγητή του. Διότι όταν η γυναίκα του Λυκούργου, φιλάρεσκη μάλλον, τον παρέβη και βγήκε στην Αγορά ντυμένη λατέρνα, ο άντρας της την εξόρισε και ο Δήμος τής δήμευσε την περιουσία.
Ο Λυκούργος πέθανε τιμημένος το 325 ή το 324 π.Χ., ενώ αργότερα, το 307 π.Χ., ο Δήμος των Αθηναίων, παρ’ ότι γονατισμένος πλέον απ’ τη μακεδονική ισχύ, του ανήγειρε ανδριάντα και τον στεφάνωσε, συντάσσοντας ταυτοχρόνως ψήφισμα-έπαινο για το έργο του, στους αιώνες.
Θα μου πείτε, Λυκούργους κατά το ήθος χρειάζεται η Αριστερά σήμερα; Περισσότερο παρά ποτέ! Μπορεί ένας πλούσιος να είναι αριστερός, μάλιστα τιμή του αν αριστερός παρ’ ότι πλούσιος. Ούτε άλλωστε οι φτωχοί είναι κατ’ ανάγκην αριστεροί. Αντιθέτως, παρ’ ότι βλακώδες ενώ είναι κανείς φτωχός, να είναι δεξιός, όμως συμβαίνει! Διότι σπανίως συγκλίνει η ταξική συνείδηση προς την ταξική θέση. Ούτε η «έντιμη πενία» πρέπει να είναι απαραιτήτως το φαίνεσθαι ενός στελέχους της Αριστεράς - ας είναι και μπον βιβέρ εφόσον ουδέναν εκμεταλλεύεται. Ομως η άτιμη πενία στην οποίαν αιχμάλωτο διάγει διαρκώς το πλήθος του λαού, δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορη την ηθική ενός αριστερού, πόσω μάλλον ενός στελέχους της Αριστεράς.
Στην εποχή του απενοχοποιημένου αμοραλισμού και του φαύλου κυνισμού, ένα σπυρί ηθικής έχει δύναμη μεγατόνων, διότι συσχετίζει εκ νέου την πολιτική με τον πολίτη...
Ή, για να το πούμε αλλιώς, μπάζει τον λαό στους αγώνες από θέσεις που υπερβαίνουν την τύρβη της μεταπολίτευσης. Αυτήν την αχλή της φθοράς, όπου όλα συμβιβάζονταν, όλα χωνεύονταν, όλα μπορούσαν να κλείνουν μαργιόλικα το μάτι στο πρόσωπο της Μέδουσας...
stathis@enikos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου