Σάββατο 4 Ιουλίου 2020

Πλατείες και κρατική επέμβαση εντός του αστικού ιστού

Τα πρόσφατα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν τόσο στην Πλατεία Αγίου Γεωργίου της Κυψέλης, όσο και στην Πλατεία Αγίου Ιωάννου της Αγίας Παρασκευής έφεραν ξανά στο προσκήνιο τη συζήτηση περί δημόσιου χώρου και της επίδρασης της εξουσίας πάνω του. Ιστορικά, ο δημόσιος αστικός χώρος αποτελεί δημιούργημα της κοινωνίας και έχει διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε να προωθεί την χρήση του ως βιωμένος χώρος της καθημερινής ζωής.
Αντικατοπτρίζει τις ανάγκες και αντιλήψεις της κυρίαρχης αστικής κοινωνίας και συγκροτεί ως σύνολο, τον αστικό ιστό, αποτελώντας ένα πλέγμα δόμησης και νοηματικής ιεράρχησης της πόλης. Εντός αυτού του ρευστού πλέγματος, σύμφωνα με τον N. Smith και το βιβλίο του “The Politics of Public Space”, έρχονται στην επιφάνεια οι χειροπιαστές εντάσεις και αντιθέσεις ανάμεσα στον βιωμένο χώρο της καθημερινής ζωής και της φαινομενικής α-χωρικότητας της οικονομίας.

Οι πλατείες συντελούν πολλαπλούς και σύνθετους ρόλους εντός του δημόσιου αστικού χώρου. Αποτελούν ανοικτούς χώρους οι οποίοι, υπό συνθήκες, ευνοούν τη σύζευξη διαφόρων στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος, επιτρέποντας παράλληλα την λειτουργία της φύσης στο δομημένο αστικό περιβάλλον της πόλης. Ταυτόχρονα, δύναται να γίνουν κατανοητές ως ολοκληρωμένες οντότητες ή κενά δοχεία εν αναμονή περιεχομένου που θα τις μετατρέψει και πάλι σε χώρους διάδρασης και πολιτικού ανταγωνισμού. Εν ολίγοις, γίνεται κατανοητό ότι αποτελούν, όταν δεν βιώνονται, έναν κενό σημειολογικό καμβά, που αναζητά νόημα και περιεχόμενο, με σκοπό την μετέπειτα νοηματοδότηση του αστικού χώρου εν συνόλω .

Δεδομένων των παραπάνω χαρακτηριστικών του χώρου, μια κριτική ματιά στη διπλή επέμβαση του κράτους στον δημόσιο αστικό χώρο της πλατείας μπορεί επιβεβαιώσει τις σκέψεις του H. Lefebvre, ο οποίος τονίζει ότι ο δημόσιος αστικός χώρος αποτελεί ένα εργαλείο κυριαρχίας, εντός του οποίου γίνονται εμφανείς οι θεσμοί και η ιδεολογία της κοινωνικής αναπαραγωγής. Στον δημόσιο αστικό χώρο, λοιπόν, αναπτύσσονται σχέσεις εξουσίας, οι οποίες, όπως αναφέρει ο Foucault, φυσικοποιούνται και εδραιώνονται μέσω της κυριαρχίας και της καταστολής, ως μηχανισμοί κανονικοποίησης. Οι εικόνες που φανερώνουν την αστυνομία και τα ΜΑΤ να κινούνται συντονισμένα το βράδυ προς πλατείες της πόλης με σκοπό την επιβολή της “τάξης”, θυμίζουν έντονα σημειακές επιχειρήσεις, όπου οι δυνάμεις καταστολής επιλέγουν συγκεκριμένα σημεία της πόλης με στόχο την διαρκή επιβολή των εξουσιαστικών κανόνων του κράτους. Μέσω του μηχανισμού της καταστολής, που εργαλειοποιεί τη βία – φυσική ή συμβολική- και νοείται ως ένας δίαυλος μεταφοράς, το κράτος μεταφέρει την επιθυμούσα πειθαρχία και εξουσία στα άτομα, προσπαθώντας να την εγγράψει παράλληλα στα σώματα τους.

Υπό αυτό το πρίσμα, η επέμβαση των ΜΑΤ σε κεντρικές πλατείες της Κυψέλης και της Αγίας Παρασκευής[1], όπου συνήθως συγκεντρώνεται και αλληλοεπιδρά νεολαίος κόσμος, φανερώνει την τάση του κράτους να επεμβαίνει οποτεδήποτε γεννιούνται οι προϋποθέσεις και οι δυνατότητες μετασχηματισμού του δημόσιου χώρου σε κάτι διαφορετικό από αυτό που τυπικά ορίζουν οι νόμοι, συχνά καταπατώντας τους. Γίνεται φανερό λοιπόν, ότι η κυβέρνηση, θέτοντας ως ύστατο στόχο τη συμμόρφωση των αντιδραστικών και παρεκλίνοντων πολιτών, που ορίζονται, οριοθετούνται και καθορίζονται πάντα από τα συμφέροντα των κυρίαρχων ομάδων και εξουσιών, αποφασίζει πλέον ενεργητικά και με πρόφαση την πανδημία ποιοί και ποιές μπορούν να συναναστρέφονται στο δημόσιο χώρο, ποια στιγμή και για πόσο χρόνο.

Ως εκ τούτου, υπάρχει μία κρατική επιδίωξη φυσικοποίησης και πλήρους αποδοχής της σκληρής αστυνόμευσης και επιτήρησης της πόλης και του δημόσιου αστικού χώρου που τη νοηματοδοτεί,  και αναγωγής της ως ένα κυρίαρχο μοντέλο της αστικής ζωής, που λαμβάνει χώρα “για την προστασία της υγείας των πολιτών”. Παρόλα αυτά, αξίζει να σημειωθεί ότι το παραπάνω αφήγημα έγινε κυρίαρχο και εργαλειοποιήθηκε μόνο στο πλαίσιο της κρατικής επέμβασης στη Πλατεία Αγίου Ιωάννου. Στη περίπτωση της Κυψέλης, το κράτος επανάφερε ως κυρίαρχο αφήγημα το κλασικό τρίπτυχο ανομία- παραβατικότητα- αναρχία και τροφοδότησε τα μέσα ενημέρωσης με επίπλαστες εικόνες, αντίστοιχες με εκείνες που προωθούνται κατά τη στοχοποίηση των Εξαρχείων.

Κλείνοντας, σύμφωνα με τον Lefebvre, η αστική ζωή πραγματώνεται βασιζόμενη στην αξία χρήση της πόλης. Η στέρηση της αξίας χρήσης της “δημόσιας πόλης”, μέσω της κρατικής επέμβασης, προωθεί την άρνηση του βιωμένου χώρου ως χώρου κοινωνικοποίησης, σκέψης και αλληλεπίδρασης της τοπικής κοινότητας. Με πρόσχημα λοιπόν την πανδημία, καθώς, ως φαίνεται, ο ιός μεταδίδεται με σχετική ευκολία στις πλατείες της Κυψέλης και της Αγίας Παρασκευής, αλλά όχι κατά τα εγκαίνια της πλατείας Ομονοίας, οπού υπήρξε μια μεταμοντέρνα κιτς αισθητικώς “ψευδοφιέστα”, το κράτος δείχνει να ανάγει την ιδεολογική κυριαρχία του δόγματος της ασφάλειας και επιτήρησης σε βασική επιδίωξη του, συνθλίβοντας παράλληλα την ύπαρξη “κάτι πολιτικού” στον αέρα της πόλης που παλεύει να εκφραστεί, όπως έγραφε ο D. Harvey. Εμείς με την σειρά μας οφείλουμε να επανα-οικειοποιηθούμε και να αξιοποιήσουμε μαζικά και δημιουργικά τον δημόσιο χώρο, τώρα που το τέλος της απαγόρευσης της κυκλοφορίας ήρθε καθώς δεν πρέπει ξεχνάμε τη στενή σύνδεση του δημόσιου αστικού χώρου και των πλατειών με τους κοινωνικούς αγώνες που τον νοηματοδότησαν .
 Του Γιώργου Πάσχου*

Το παρόν κείμενο βασίσθηκε πάνω στο βιβλίο “Δημόσιος Χώρος, Πόλη και Εξουσία» του Δ. Πέττα, που κυκλοφορεί από τις “Εκδόσεις των Συναδέλφων”.

Ο Γιώργος Πάσχος είναι μεταπτυχιακός φοιτητής πολιτισμικής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Erasmus, Rotterdam και ερευνητής στον τομέα της κοινωνιολογίας της μουσικής
[1] Αξίζει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση της πλατείας της Αγίας Παρασκευής, τον τελευταίο καιρό προωθείται μια τάση διαχωρισμού του δημόσιου αστικού χώρου με βάση την καταναλωτική ισχύ.  Πιο συγκεκριμένα, σε τόπους με έντονη επιχειρηματική ισχύ και δραστηριότητα, όπου τα μαγαζιά που φιλοξενούνται εκεί, πλήττονται, όπως τα μπαρ που βρίσκονται κοντά στην πλατεία, η μη συμμετοχή στην δραστηριότητα αυτή καθίσταται προβληματική και ύποπτη.



Δεν υπάρχουν σχόλια: