Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Αρχή του τέλους για την ευρωζώνη;

Του Νουριέλ Ρουμπινί


Το πρόσφατο χάος στην Ελλάδα και την Ιταλία ίσως είναι το πρώτο βήμα σε αυτή τη διαδικασία. Εκτός και αν η ευρωζώνη κινηθεί προς μια μεγαλύτερη οικονομική, δημοσιονομική, και πολιτική ενοποίηση (σε έναν δρόμο που θα περιλαμβάνει βραχυπρόθεσμη αποκατάσταση της ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας, και της βιωσιμότητας του χρέους, που χρειάζονται για να μειωθούν τα χρόνια δημοσιονομικά και εξωτερικά ελλείμματα), ο αποπληθωρισμός εν μέσω ύφεσης είναι βέβαιον ότι θα οδηγήσει σε μια άτακτη διάλυση. Με την Ιταλία «πολύ μεγάλη για να αποτύχει- πολύ μεγάλη για να σωθεί», και τώρα στο σημείο της μη επιστροφής, η αρχή του τέλους για την ευρωζώνη έχει ξεκινήσει. Πρώτα θα δούμε εξαναγκαστικές αναδιαρθρώσεις του χρέους, και μετά εξόδους από τη νομισματική ένωση, που στο τέλος θα οδηγήσουν στη διάλυση της ευρωζώνης.


Η κρίση στην ευρωζώνη φαίνεται να φτάνει στο αποκορύφωμά της, με την Ελλάδα στο χείλος της χρεοκοπίας και μιας άδοξης εξόδου από την νομισματική ένωση, και τώρα την Ιταλία στα πρόθυρα απώλειας της πρόσβασης στις αγορές. Αλλά τα προβλήματα της ευρωζώνης είναι πολύ βαθύτερα. Είναι δομικά, και επηρεάζουν σε τεράστιο βαθμό τουλάχιστον τέσσερις άλλες οικονομίες: Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρο και Ισπανία.

Την τελευταία δεκαετία, τα PIIGS (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία) ήταν οι καταναλωτές της πρώτης και εσχάτης ανάγκης στην ευρωζώνη, ξοδεύοντας πιο πολλά από όσα κέρδιζαν και δημιουργώντας όλο και πιο μεγάλα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών.

Στο μεταξύ, ο πυρήνας της ευρωζώνης (Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία και Γαλλία) περιελάμβανε τους παραγωγούς της πρώτης και εσχάτης ανάγκης, οι οποίοι ξόδευαν λιγότερα από όσα κέρδιζαν και δημιουργούσαν όλο και μεγαλύτερα πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών.

Και τώρα, τί; Υπάρχουν τέσσερις επιλογές.

Ο ελεγχόμενος επανακαθορισμός των τιμών είναι η καλύτερη επιλογή για την αποκατάσταση της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας στην περιφέρεια της ευρωζώνης, ενώ θα λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα λιτότητας και δομικών μεταρρυθμίσεων. Αυτό σημαίνει σημαντική χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), απεριόριστη στήριξη δανειστού εσχάτης ανάγκης σε οικονομίες που έχουν πρόβλημα ρευστότητας αλλά μπορούν να σωθούν, και μια μεγάλη υποτίμηση του ευρώ, η οποία θα μετέτρεπε τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών σε πλεονάσματα.

Δυστυχώς, η Γερμανία και η ΕΚΤ αντιτίθενται σε αυτή την επιλογή, εξ αιτίας του ενδεχομένου μιας προσωρινής δόσης λίγο υψηλότερου πληθωρισμού στον πυρήνα σε σχέση με την περιφέρεια.

Το πικρό φάρμακο που η Γερμανία και η ΕΚΤ θέλουν να επιβάλουν στην περιφέρεια - η δεύτερη επιλογή - είναι ο αποπληθωρισμός εν καιρώ ύφεσης: δημοσιονομική λιτότητα, δομικές μεταρρυθμίσεις για να ενισχυθεί η ανάπτυξη της παραγωγικότητας, μείωση του κόστους εργασίας, και πραγματική υποτίμηση μέσω της προσαρμογής των τιμών.

Τα προβλήματα με αυτή την επιλογή είναι πολλά. Η δημοσιονομική λιτότητα, αν και αναγκαία, σημαίνει βραχυπρόθεσμα βαθύτερη ύφεση. Ακόμη και οι δομικές μεταρρυθμίσεις μειώνουν την παραγωγή βραχυπρόθεσμα, επειδή απαιτούν απολύσεις εργαζομένων και λουκέτα στις επιχειρήσεις που χάνουν χρήματα. Αλλά ακόμη και αν οι τιμές και οι μισθοί μειώνονταν κατά 30% τα λίγα επόμενα χρόνια (κάτι που κατά πάσα πιθανότητα θα είναι κοινωνικώς και πολιτικώς μη βιώσιμο), η πραγματική αξία του χρέους θα αυξανόταν ραγδαία.

Οι χώρες της περιφέρειας θα μπορούσαν να μπουν στον πειρασμό της τρίτης επιλογής: χρεοκοπία και έξοδος από την ευρωζώνη. Αυτό θα τις οδηγούσε σε οικονομική ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα μέσω της υποτίμησης των νέων εθνικών νομισμάτων.

Φυσικά μια τέτοια άτακτη διάλυση της ευρωζώνης θα ήταν σοκ τόσο οδυνηρό όσο η κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008, αν όχι χειρότερο. Για να το αποφύγουν, οι οικονομίες στον σκληρό πυρήνα της ευρωζώνης θα έπρεπε να καταφύγουν στην τέταρτη και τελευταία επιλογή: να δωροδοκήσουν την περιφέρεια για να παραμείνει σε μια μη ανταγωνιστική κατάσταση χαμηλής ανάπτυξης.

Η Ιταλία έχει κάνει κάτι παρόμοιο επί δεκαετίες, με τις βόρειες περιοχές να επιχορηγούν τον πιο φτωχό νότο. Αλλά τέτοιες μόνιμες δημοσιονομικές μεταβιβάσεις είναι πολιτικώς αδύνατες στην ευρωζώνη, όπου οι Γερμανοί είναι Γερμανοί και οι Ελληνες είναι Ελληνες.

Αυτό σημαίνει επίσης ότι η Γερμανία και η ΕΚΤ έχουν λιγότερη δύναμη από όσο πιστεύουν. Εκτός και αν εγκαταλείψουν τις ασύμμετρες προσαρμογές (τον αποπληθωρισμό εν μέσω ύφεσης), οι οποίες συγκεντρώνουν όλα τα οδυνηρά προβλήματα στην περιφέρεια, υπέρ μιας πιο συμμετρικής προσέγγισης (λιτότητα και δομικές μεταρρυθμίσεις στην περιφέρεια), οι χώρες της περιφέρειας θα χρεοκοπήσουν και θα τεθούν εκτός νομισματικής ένωσης.

Το πρόσφατο χάος στην Ελλάδα και την Ιταλία ίσως είναι το πρώτο βήμα σε αυτή τη διαδικασία. Εκτός και αν η ευρωζώνη κινηθεί προς μια μεγαλύτερη οικονομική, δημοσιονομική, και πολιτική ενοποίηση (σε έναν δρόμο που θα περιλαμβάνει βραχυπρόθεσμη αποκατάσταση της ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας, και της βιωσιμότητας του χρέους, που χρειάζονται για να μειωθούν τα χρόνια δημοσιονομικά και εξωτερικά ελλείμματα), ο αποπληθωρισμός εν μέσω ύφεσης είναι βέβαιον ότι θα οδηγήσει σε μια άτακτη διάλυση.

Με την Ιταλία «πολύ μεγάλη για να αποτύχει- πολύ μεγάλη για να σωθεί», και τώρα στο σημείο της μη επιστροφής, η αρχή του τέλους για την ευρωζώνη έχει ξεκινήσει. Πρώτα θα δούμε εξαναγκαστικές αναδιαρθρώσεις του χρέους, και μετά εξόδους από τη νομισματική ένωση, που στο τέλος θα οδηγήσουν στη διάλυση της ευρωζώνης.

*Ο Νουριέλ Ρουμπινί είναι πρόεδρος του Roubini Global Economics, και καθηγητής Οικονομικών στο Stern School of Business, στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: