Τα Ηνωμένα Έθνη προβλέπουν ότι το 2025, η υπερθέρμανση του πλανήτη θα έχει περιορίσει τόσο τα παγκόσμια αποθέματα πόσιμου νερού ώστε περίπου 3 δισεκατομμύρια άνθρωποι δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν τη ζωτική αυτή ουσία. Και αντί οι ανατριχιαστικές προβλέψεις να οδηγήσουν σε παγκόσμιες λύσεις για την προστασία του κατεξοχήν αυτού δημόσιου αγαθού, το νερό μετατρέπεται σταδιακά σε ένα πολύτιμο εμπόρευμα με τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες να ερίζουν για το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς.
Δεν χρειάζεται να πάει κανείς μακριά. Στη χώρα μας, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να εκποιήσει το ποσοστό που κατέχει στην Εταιρεία Ύδρευσης και Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης (ΕΥΑΘ). Υποψήφιος αγοραστής είναι, σύμφωνα με πληροφορίες, η γαλλική εταιρεία, Suez. Κύριος ανταγωνιστής της στον χώρο της ταχύτατα αναπτυσσόμενης “βιομηχανίας νερού” είναι η επίσης γαλλική Vivendi και η αμερικανική Bechtel, ενώ στο παιχνίδι έχουν μπει τα τελευταία χρόνια και μεγάλες βιομηχανίες τροφίμων και αναψυκτικών όπως η Nestle, η Danone, η Coca Cola και η PepsiCo.
Η ιδιωτικοποίηση του νερού άρχισε στο απόγειο του νεοφιλελευθερισμού, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, από τη Λατινική Αμερική. Το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα που επέβαλαν τότε τα σαρωτικά προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων στην ήπειρο είχαν αποφανθεί ότι “μόνον οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα μπορούσαν να διασφαλίσουν την οικουμενική πρόσβαση στο νερό”. Η ειρωνεία είναι ότι οι συμφωνίες για την ιδιωτικοποίηση του νερού υπογράφησαν στο πλαίσιο του προγράμματος του ΔΝΤ για την “Ανάπτυξη και την Εξάλειψη της Φτώχειας”.
Μαζικές ιδιωτικοποιήσεις
Η ισπανική μη κυβερνητική οργάνωση SODEPAZ σημειώνει σε σχετική μελέτη της ότι οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί επέβαλαν στην ουσία την ιδιωτικοποίηση του νερού θέτοντάς τη μάλιστα ως αναγκαία προϋπόθεση στις συμφωνίες τους με τις χώρες της περιοχής. Το αποτέλεσμα ήταν να ιδιωτικοποιηθεί το νερό σε όλες του τις μορφές, από την οικιακή χρήση ως τα συστήματα αποχετεύσεων.
Σε όλες τις περιπτώσεις, εφαρμόστηκε ένα πανομοιότυπο σχέδιο που ξεκινούσε από την πλήρη απαξίωση των εθνικών εταιρειών ύδρευσης προκειμένου να πουληθούν κοψοχρονιά. Όταν αυτό συνέβαινε, οι καταναλωτές, αντί να δουν τις “επενδύσεις που θα διασφάλιζαν την οικουμενική πρόσβαση στο νερό”, βρίσκονταν αντιμέτωποι με εξωφρενικά υπερκοστολογημένα τιμολόγια. Η αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων από τις πολυεθνικές οδηγούσε τελικά σε καταγγελία των συμβάσεων και στην επαναγορά των εταιρειών ύδρευσης.
Τα παραδείγματα είναι πολλά. Στο Πουέρτο Ρίκο, η Compañía de Aguas, μια θυγατρική της Vivendi, πούλησε, ύστερα από έξι χρόνια διαχείρισης, το 2001, την εταιρεία ύδρευσης που είχε αγοράσει αφήνοντας πίσω της μυριάδες προβλήματα σύνδεσης και συντήρησης. Η διάδοχός της Ondeo -θυγατρική της Suez αυτή τη φορά- είχε παρόμοιες επιδόσεις με αποτέλεσμα η εταιρεία να επιστρέψει σε κρατικά χέρια.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση της Αργεντινής. Εκεί, η δημόσια επιχείρηση διαχείρισης των αποχετευτικών δικτύων επέστρεψε σε κρατικά χέρια έπειτα από 13 χρόνια. Ο υπουργός Υγείας, Χινές Γκονσάλες Γκαρσία, εξήγησε την αναγκαιότητα της κίνησης: “Εξαιτίας της κακής ποιότητας του νερού που προσέφερε, η γαλλική Suez μας άφησε με σοβαρά προβλήματα υγείας”. Αναφερόταν στην αύξηση κατά 75% των κρουσμάτων παιδικής διάρροιας που παρατηρήθηκε στα τρία χρόνια διαχείρισης του δικτύου από την εταιρεία.
Δεν προκαλεί έκπληξη επομένως ότι σε κάποιες άλλες περιπτώσεις οι επενδυτές αποχώρησαν κάτω από την πίεση των λαϊκών κινητοποιήσεων. Το 2001, η αμερικανική Azurix, θυγατρική της Βechtel, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις επενδύσεις της στη Μπαΐα Μπλάνκα και τη Σάντα Φε όταν οι κάτοικοι κατέβηκαν στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για τον εντοπισμό επικίνδυνων βακτηρίων στο δίκτυο ύδρευσης. Το 2006, το 80% των κατοίκων της Κόρδοβα ψήφισε σε δημοψήφισμα υπέρ της καταγγελίας της σύμβασης με την Aguas Cordobesas Suez-Roggio -ακόμη μια θυγατρική της Suez- η οποία σκόπευε να αυξήσει τα τιμολόγια της κατά 300%.
Η μάχη της Κοτσαμπάμπα
Η πιο διάσημη, όμως, μάχη για το νερό δόθηκε στη διάσημη από τότε Κοτσαμπάμπα της Βολιβίας. Το 2000, η κυβέρνηση, κάτω από τις πιέσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, αποφάσισε να ιδιωτικοποιήσει σειρά από επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, ανάμεσά τους και τη δημοτική επιχείρηση νερού της ομώνυμης πόλης. Το συμβόλαιο ανέλαβε κοινοπραξία με κυριότερο εταίρο θυγατρική της Bechtel. Μέσα σε τρεις μήνες τα τέλη σύνδεσης και τα τιμολόγια για την παροχή του νερού εκτοξεύτηκαν σε αδιανόητα επίπεδα. Αμέσως ξέσπασαν μαζικές διαδηλώσεις που κράτησαν μήνες. Έξι άτομα έχασαν τη ζωή τους σε συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας μέχρι η συμφωνία να ακυρωθεί.
Η ακτιβίστρια Ελίζαμπεθ Περέβο εξηγεί την τόσο μαζική απήχηση του κινήματος. “Το επιχείρημα ότι οι ιδιωτικοποιήσεις θα βοηθήσουν στην ανάπτυξη είναι μύθος, γιατί οι μεγάλες εταιρείες θέλουν μόνο να αυξήσουν τα κέρδη τους επιβάλλοντας τιμολόγια άσχετα από τις ανάγκες του λαού. Έχουμε ένα διαφορετικό όραμα για το νερό. Είμαστε ινδιάνικος λαός και πολιτισμός και ποτέ δεν θεωρήσαμε το νερό ως εμπορεύσιμο προϊόν” σημειώνει.
Κάποιοι άλλοι, όμως, το θεωρούν. Η ελβετική Nestle και η γαλλική Danone κυριαρχούν σήμερα στην αγορά εμφιαλωμένου νερού στη Λατινική Αμερική. Και το εμφιαλωμένο νερό δεν είναι πάντοτε ζήτημα επιλογής για τους κατοίκους της περιοχής. Περίπου 18 δισεκατομμύρια λίτρα εμφιαλωμένου νερού καταναλώνονται στο Μεξικό κάθε χρόνο, σε μια χώρα όπου το 12% των κατοίκων δεν διαθέτει τρεχούμενο νερό στο σπίτι του.
Στη διάρκεια της προεδρίας του, ο πρώην πρόεδρος του μεξικανικού παραρτήματος της Coca Cola, πραγματικά μόχθησε για τα συμφέροντα της βιομηχανίας του. Συνολικά υπέγραψε 44 εμπορικές συμφωνίες για την “αξιοποίηση” των υδάτινων πόρων της χώρας παραχωρώντας στην Coca Cola και ένα στρατηγικής σημασίας κοίτασμα στην επαρχία Τσιάπας. Στη Βραζιλία, περιβαλλοντικές οργανώσεις έχουν καταγγείλει τη Nestle πως οικειοποιείται παράνομα για εμπορική χρήση το νερό από το εθνικό πάρκο της επαρχίας Μίνας Γκεράις.
Η εκρηκτική αύξηση στην κατανάλωση εμφιαλωμένου νερού οφείλεται κατά κύριο λόγο σε μια επιτυχημένη εκστρατεία μάρκετινγκ που προβάλλει το συγκεκριμένο προϊόν ως ασφαλέστερο. Είναι τόσο επιτυχημένη ώστε οι καταναλωτές να παραγνωρίζουν τις συστάσεις της αρμόδιας υπηρεσίας του ΟΗΕ για τα Τρόφιμα και τη Γεωργία (FAO) ότι το νερό της βρύσης -εφόσον υποστεί την κατάλληλη επεξεργασία- είναι “ιδανικό για κατανάλωση”.
Αγνό όπως το νερό της βρύσης
Στο τέταρτο Φόρουμ για το Νερό, το οποίο πραγματοποιήθηκε πριν από μερικά χρόνια στο Μεξικό, δύο Καναδοί ερευνητές (οι Μπάρλοου και Κλαρκ) υποστήριξαν ότι το ένα τρίτο από 103 μάρκες εμφιαλωμένου νερού που ανέλυσαν βρέθηκε μολυσμένο με υπολείμματα αρσενικού και κολοβακτηρίδια. Μάλιστα, το 25% από τα δείγματα ήταν απλώς νερό της βρύσης που οι εταιρείες εμφιάλωναν με το αζημίωτο.
Το 2004, η Coca Cola λάνσαρε το νερό Dasani στη βρετανική αγορά. “Ένα από τα πιο αγνά νερά που μπορεί να πιει κανείς” ήταν το σλόγκαν της σχετικής διαφημιστικής καμπάνιας. Σύμφωνα με αυτήν, η αγνότητα του προϊόντος ήταν αποτέλεσμα μιας “εξαιρετικά εξελιγμένης διαδικασίας εξαγνισμού” που αφαιρούσε από το νερό κάθε είδους “ακαθαρσίες”, όπως “βακτήρια, ιούς, μέταλλα, σάκχαρα, πρωτεΐνες και τοξίνες”. Το μόνο που ξέχασε να αφαιρέσει η Coca Cola ήταν το καρκινογόνο βρώμιο, ο εντοπισμός του οποίου σε μεγάλες ποσότητες οδήγησε τελικά στην απόσυρση του προϊόντος.
Ακόμη πιο ταπεινωτική για την εταιρεία ήταν όμως η αποκάλυψη ότι το Dasani ήταν ουσιαστικά νερό της βρύσης το οποίο η εταιρεία είχε συσσωρεύσει σε δεξαμενές στις εγκαταστάσεις της. Με αρκετή κακεντρέχεια ο βρετανικός Τύπος φρόντισε τότε να υπενθυμίσει ότι η Coca Cola πουλούσε το “αγνό νερό” της για περίπου 2 λίρες το λίτρο τη στιγμή που η εταιρεία ύδρευσης το διέθετε για έξι πένες. Τέτοια αχαριστία για τους σύγχρονους αλχημιστές…
Τρίκκας Μιχάλης
Ημερομηνία δημοσίευσης: 24/07/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου