Αν όντως χρειάζεται απόδειξη το ρητό ότι ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις, η οικονομική κρίση στην Ευρώπη μας την παρέχει. Οι άξιοι αλλά στενόμυάλοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μάλλον ανεπαρκείς για μια υγιή ευρωπαϊκή οικονομία και έχουν δημιουργήσει αντί αυτής έναν κόσμο δυστυχίας, χάους και σύγχυσης. Υπάρχουν δύο λόγοι γι 'αυτό.
Πρώτον, οι προθέσεις μπορεί να είναι αξιοσέβαστες, χωρίς όμως να είναι ξεκάθαρες, και τα θεμέλια της σημερινής πολιτικής λιτότητας, σε συνδυασμό με τις ακαμψίες της νομισματικής ένωσης της Ευρώπης (στην απουσία δημοσιονομικής ένωσης), έχουν πείσει ελάχιστους ως μοντέλο πειστικότητάς και οξύνοιας. Δεύτερον, μια πρόθεση που είναι μια χαρά από μόνη της μπορεί να έρχεται σε αντίθεση με μια πιο επείγουσα προτεραιότητα - σε αυτήν την περίπτωση, η διατήρηση μιας δημοκρατικής Ευρώπης που ανησυχεί για την κοινωνική ευημερία των πολιτών της. Αυτές είναι οι αξίες για τις οποίες η Ευρώπη έχει αγωνιστεί, εδώ και πολλές δεκαετίες.
Βεβαίως, ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες χρειάζονται εδώ και καιρό καλύτερη και πιο υπεύθυνη οικονομική διαχείριση. Ωστόσο, ο χρονικός ορίζοντας είναι ζωτικής σημασίας. Ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων εντός ενός καλά μελετημένου χρονοδιαγράαμματος έχει διαφορά από εκείνο που εκπονείται βιαστικά και ακραία. Η Ελλάδα, παρόλα τα δημοσιονομικά προβλήματα της, δεν ήταν σε οικονομική κρίση πριν από την παγκόσμια ύφεση το 2008. Στην πραγματικότητα, η οικονομία της αυξήθηκε κατά 4,6 τοις εκατό το 2006 και 3 τοις εκατό το 2007.
Η αιτία των μεταρρυθμίσεων, άσχετα με το πόσο επείγουσες, δεν εξυπηρετείται από τη μονομερή επιβολή αιφνίδιων και άγριων περικοπών στις δημόσιες υπηρεσίες. Τέτοιες τυφλές περικοπές μειωνούν φανερά τη ζήτηση- μια στρατηγική με αντίθετα αποτελέσματα λοιπόν, δεδομένης της τεράστιας ανεργίας και παραγωγικής αδράνειας που επιφέρει η έλλειψη ζήτησης στην αγορά. Στην Ελλάδα, μία από τις χώρες που υποφέρει στα θέματα αύξησης της παραγωγικότητας, η, τόνωση της οικονομίας μέσω της νομισματικής πολιτικής (υποτίμηση του νομίσματος) έχει αποκλειστεί από την ύπαρξη της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης, ενώ η δέσμη φορολογικών μέτρων που απαιτούν οι ηγέτες της Ευρώπης είναι αντι-αναπτυξιακά.
Αντιθέτως υπάρχουν πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να μειώσει κανείς το έλλειμμα είναι να συνδυάσει τη μείωση του ελλείμματος με την ταχεία οικονομική ανάπτυξη, η οποία δημιουργεί περισσότερα έσοδα. Τα τεράστια ελλείμματα μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σε μεγάλο βαθμό εξαφανίστηκαν με ταχεία οικονομική ανάπτυξη, και κάτι παρόμοιο συνέβη στη διάρκεια της προεδρίας του Μπιλ Κλίντον. Η μείωση του ελλείμματος του σουηδικού προϋπολογισμού την περίοδο 1994 - 1998 συνέβη παράλληλα με αρκετά ταχεία ανάπτυξη. Αντίθετα, οι ευρωπαϊκές χώρες σήμερα καλούνται να μειώσουν τα ελλείμματά τους, ενώ παραμένουν παγιδευμένες σε μηδενική ή αρνητική οικονομική ανάπτυξη.
Υπάρχουν σίγουρα μαθήματα εδώ από τον John Maynard Keynes, ο οποίος κατανόησε ότι το κράτος και η αγορά είναι αλληλένδετα. Αλλά ο Keynes είχε λίγα να πει για την κοινωνική δικαιοσύνη, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών δεσμεύσεων με τις οποίες η Ευρώπη αναδύθηκε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτά οδήγησαν στη γέννηση του σύγχρονου κράτους πρόνοιας και των εθνικών υπηρεσιών υγείας – όχι για την στήριξη των αγορών, αλλά για να προστατευθεί η ανθρώπινη ευημερία.
Ίσως το πιο ανησυχητικό στοιχείο της τρέχουσας κατάστασης της Ευρώπης είναι η αντικατάσταση των δημοκρατικών δεσμεύσεων από τις χρηματοπιστωτικές υπαγορεύσεις - από τους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και έμμεσα από οργανισμούς πιστοληπτικής αξιολόγησης, των οποίων οι αποφάσεις έχουν αποδειχτεί και στο παρελθός αβάσιμες.
Η συμμετοχική δημόσια διαβούλευση – η λεγόμενη «διακυβέρνηση μέσα από συζήτηση» που ανέπτυξαν θεωρητικοί όπως ο John Stuart Mill και ο Walter Bagehot – θα μπορούσε να είχε αναδείξει κατάλληλες μεταρρυθμίσεις εντός ενός εύλογου χρονικού πλαισίου, χωρίς να απειλούνται τα θεμέλια του ευρωπαϊκού συστήματος κοινωνικής δικαιοσύνης. Σε αντίθεση, οι δραστικές περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες έπειτα από πολύ σύντομη γενική συζήτηση όσον αφορά την αναγκαιότητά τους, την αποτελεσματικότητα τους (αλλά και την κοινωνική δικαιοσύνη πίσω από αυτές) θεωρήθηκαν αποκρουστικές κινήσεις στα μάτια μεγάλου τμήματος του ευρωπαϊκού πληθυσμού πράγμα που έχουν εκμεταλλευτεί πλήρως ακραίες οργανώσεις και στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος.
Η Ευρώπη δεν μπορεί να αναβιώσει, αγνοώντας δυο τομείς της πολιτικής νομιμότητας. Πρώτον, η Ευρώπη δεν μπορεί μόνη της να παραδοθεί σε μονομερείς απόψεις - ή καλές προθέσεις - εμπειρογνωμόνων χωρίς δημόσια λογική και εν επιγνώσει συναίνεση των πολιτών της. Δεδομένης της περίτρανης κοινωνικής περιφρόνησης , δεν αποτελεί έκπληξη ότι στις εκλογικές αναμετρήσεις οι πολίτες έχουν δείξει τη δυσαρέσκειά τους καταψηφίζοντας τις υπάρχουσες κυβερνήσεις.
Δεύτερον, τόσο η δημοκρατία όσο και η πιθανότητα δημιουργίας κατάλληλων πολιτικών δομών, υπονομεύονται όταν οι ηγέτες υπαγορεύουν αναποτελεσματικές και κατάφωρα άδικες πολιτικές. Η προφανής αποτυχία των μέτρων λιτότητας που έχουν επιβληθεί μέχρι στιγμής έχουν υπονομεύσει όχι μόνο τη συμμετοχή των πολιτών – μια σημαντική αξία από μόνη της - αλλά και τη δυνατότητα να καταλήξουμε σε μια λογική, και χρονικά και πολιτικά, λύση.
Αυτό σίγουρα απέχει πολύ από την «ενωμένη δημοκρατική Ευρώπη» που αποζητούσαν οι πρωτοπόροι της ευρωπαϊκής ενότητας.
Πρώτον, οι προθέσεις μπορεί να είναι αξιοσέβαστες, χωρίς όμως να είναι ξεκάθαρες, και τα θεμέλια της σημερινής πολιτικής λιτότητας, σε συνδυασμό με τις ακαμψίες της νομισματικής ένωσης της Ευρώπης (στην απουσία δημοσιονομικής ένωσης), έχουν πείσει ελάχιστους ως μοντέλο πειστικότητάς και οξύνοιας. Δεύτερον, μια πρόθεση που είναι μια χαρά από μόνη της μπορεί να έρχεται σε αντίθεση με μια πιο επείγουσα προτεραιότητα - σε αυτήν την περίπτωση, η διατήρηση μιας δημοκρατικής Ευρώπης που ανησυχεί για την κοινωνική ευημερία των πολιτών της. Αυτές είναι οι αξίες για τις οποίες η Ευρώπη έχει αγωνιστεί, εδώ και πολλές δεκαετίες.
Βεβαίως, ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες χρειάζονται εδώ και καιρό καλύτερη και πιο υπεύθυνη οικονομική διαχείριση. Ωστόσο, ο χρονικός ορίζοντας είναι ζωτικής σημασίας. Ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων εντός ενός καλά μελετημένου χρονοδιαγράαμματος έχει διαφορά από εκείνο που εκπονείται βιαστικά και ακραία. Η Ελλάδα, παρόλα τα δημοσιονομικά προβλήματα της, δεν ήταν σε οικονομική κρίση πριν από την παγκόσμια ύφεση το 2008. Στην πραγματικότητα, η οικονομία της αυξήθηκε κατά 4,6 τοις εκατό το 2006 και 3 τοις εκατό το 2007.
Η αιτία των μεταρρυθμίσεων, άσχετα με το πόσο επείγουσες, δεν εξυπηρετείται από τη μονομερή επιβολή αιφνίδιων και άγριων περικοπών στις δημόσιες υπηρεσίες. Τέτοιες τυφλές περικοπές μειωνούν φανερά τη ζήτηση- μια στρατηγική με αντίθετα αποτελέσματα λοιπόν, δεδομένης της τεράστιας ανεργίας και παραγωγικής αδράνειας που επιφέρει η έλλειψη ζήτησης στην αγορά. Στην Ελλάδα, μία από τις χώρες που υποφέρει στα θέματα αύξησης της παραγωγικότητας, η, τόνωση της οικονομίας μέσω της νομισματικής πολιτικής (υποτίμηση του νομίσματος) έχει αποκλειστεί από την ύπαρξη της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης, ενώ η δέσμη φορολογικών μέτρων που απαιτούν οι ηγέτες της Ευρώπης είναι αντι-αναπτυξιακά.
Αντιθέτως υπάρχουν πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να μειώσει κανείς το έλλειμμα είναι να συνδυάσει τη μείωση του ελλείμματος με την ταχεία οικονομική ανάπτυξη, η οποία δημιουργεί περισσότερα έσοδα. Τα τεράστια ελλείμματα μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σε μεγάλο βαθμό εξαφανίστηκαν με ταχεία οικονομική ανάπτυξη, και κάτι παρόμοιο συνέβη στη διάρκεια της προεδρίας του Μπιλ Κλίντον. Η μείωση του ελλείμματος του σουηδικού προϋπολογισμού την περίοδο 1994 - 1998 συνέβη παράλληλα με αρκετά ταχεία ανάπτυξη. Αντίθετα, οι ευρωπαϊκές χώρες σήμερα καλούνται να μειώσουν τα ελλείμματά τους, ενώ παραμένουν παγιδευμένες σε μηδενική ή αρνητική οικονομική ανάπτυξη.
Υπάρχουν σίγουρα μαθήματα εδώ από τον John Maynard Keynes, ο οποίος κατανόησε ότι το κράτος και η αγορά είναι αλληλένδετα. Αλλά ο Keynes είχε λίγα να πει για την κοινωνική δικαιοσύνη, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών δεσμεύσεων με τις οποίες η Ευρώπη αναδύθηκε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτά οδήγησαν στη γέννηση του σύγχρονου κράτους πρόνοιας και των εθνικών υπηρεσιών υγείας – όχι για την στήριξη των αγορών, αλλά για να προστατευθεί η ανθρώπινη ευημερία.
Ίσως το πιο ανησυχητικό στοιχείο της τρέχουσας κατάστασης της Ευρώπης είναι η αντικατάσταση των δημοκρατικών δεσμεύσεων από τις χρηματοπιστωτικές υπαγορεύσεις - από τους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και έμμεσα από οργανισμούς πιστοληπτικής αξιολόγησης, των οποίων οι αποφάσεις έχουν αποδειχτεί και στο παρελθός αβάσιμες.
Η συμμετοχική δημόσια διαβούλευση – η λεγόμενη «διακυβέρνηση μέσα από συζήτηση» που ανέπτυξαν θεωρητικοί όπως ο John Stuart Mill και ο Walter Bagehot – θα μπορούσε να είχε αναδείξει κατάλληλες μεταρρυθμίσεις εντός ενός εύλογου χρονικού πλαισίου, χωρίς να απειλούνται τα θεμέλια του ευρωπαϊκού συστήματος κοινωνικής δικαιοσύνης. Σε αντίθεση, οι δραστικές περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες έπειτα από πολύ σύντομη γενική συζήτηση όσον αφορά την αναγκαιότητά τους, την αποτελεσματικότητα τους (αλλά και την κοινωνική δικαιοσύνη πίσω από αυτές) θεωρήθηκαν αποκρουστικές κινήσεις στα μάτια μεγάλου τμήματος του ευρωπαϊκού πληθυσμού πράγμα που έχουν εκμεταλλευτεί πλήρως ακραίες οργανώσεις και στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος.
Η Ευρώπη δεν μπορεί να αναβιώσει, αγνοώντας δυο τομείς της πολιτικής νομιμότητας. Πρώτον, η Ευρώπη δεν μπορεί μόνη της να παραδοθεί σε μονομερείς απόψεις - ή καλές προθέσεις - εμπειρογνωμόνων χωρίς δημόσια λογική και εν επιγνώσει συναίνεση των πολιτών της. Δεδομένης της περίτρανης κοινωνικής περιφρόνησης , δεν αποτελεί έκπληξη ότι στις εκλογικές αναμετρήσεις οι πολίτες έχουν δείξει τη δυσαρέσκειά τους καταψηφίζοντας τις υπάρχουσες κυβερνήσεις.
Δεύτερον, τόσο η δημοκρατία όσο και η πιθανότητα δημιουργίας κατάλληλων πολιτικών δομών, υπονομεύονται όταν οι ηγέτες υπαγορεύουν αναποτελεσματικές και κατάφωρα άδικες πολιτικές. Η προφανής αποτυχία των μέτρων λιτότητας που έχουν επιβληθεί μέχρι στιγμής έχουν υπονομεύσει όχι μόνο τη συμμετοχή των πολιτών – μια σημαντική αξία από μόνη της - αλλά και τη δυνατότητα να καταλήξουμε σε μια λογική, και χρονικά και πολιτικά, λύση.
Αυτό σίγουρα απέχει πολύ από την «ενωμένη δημοκρατική Ευρώπη» που αποζητούσαν οι πρωτοπόροι της ευρωπαϊκής ενότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου