Εκτεταμένες
παρεμβάσεις στην κατεύθυνση διεύρυνσης της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας
και της εργασιακής ανασφάλειας στην Ελλάδα προτείνει σε έκθεσή του το Διεθνές
Νομισματικό Ταμείο (Ιούλιος 2016), στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης του
τρίτου Μνημονίου. Με άλλα λόγια, το ΔΝΤ υποστηρίζει, μεταξύ των άλλων, ότι ο
επανακαθορισμός των κατώτατων αμοιβών μέσω της κατάργησης των επιδομάτων και
των τριετιών, η αύξηση του ποσοστού των ομαδικών απολύσεων, η επανεξέταση του
συνδικαλιστικού Ν. 1264/1982 για τις συνδικαλιστικές άδειες
και την κήρυξη της απεργίας, η
επαναφορά της ανταπεργίας (lock-out), η γενικευμένη ευελιξία των μορφών
απασχόλησης και γενικότερα της αγοράς εργασίας θα συμβάλουν στη βελτίωση του
επιπέδου ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και στη μείωση της
ανεργίας, ιδιαίτερα της ανεργίας των νέων της χώρας μας.
Αντίθετα,
όπως προκύπτει από την έρευνα, η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και η
γενικευμένη ευελιξία των μορφών απασχόλησης δεν συμβάλλουν στη μείωση της
ανεργίας και στη δημιουργία σταθερών και αμειβόμενων νέων θέσεων εργασίας στο
πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας,
αλλά στην απόκρυψη του υψηλού στην πραγματικότητα επιπέδου της ανεργίας.
Έτσι
παρατηρείται η ταυτόχρονη συρρίκνωση του ΑΕΠ με τη δημιουργία περισσότερων αλλά
ευέλικτων και χαμηλά αμειβόμενων θέσεων απασχόλησης.
Πιο
συγκεκριμένα στην Ελλάδα η σημερινή δυσμενής και ευέλικτη πραγματικότητα της
αγοράς εργασίας αναδεικνύει στην πράξη ότι η γενικευμένη ευελιξία των μορφών
απασχόλησης στη χώρα μας αποτελεί εξίσου σοβαρό πρόβλημα της αγοράς εργασίας,
αντίστοιχο με αυτό του κατώτατου μισθού, των ομαδικών απολύσεων, της
απελευθέρωσης του συνδικαλιστικού νόμου κ.λπ...
Ετσι σήμερα
στην Ελλάδα η στατιστική ανεργία βρίσκεται στο επίπεδο του 24%, η μερική
απασχόληση αποτελεί κατά το 2016 το 50,3% των νέων προσλήψεων, η ανασφάλιστη
εργασία αφορά έναν στους πέντε εργαζόμενους (500.000 άτομα), 300.000
εργαζόμενοι ενώ στην πραγματικότητα απασχολούνται ως μισθωτοί στην πράξη
απασχολούνται ως αυτοαπασχολούμενοι αναλαμβάνοντας εξ ολοκλήρου την υποχρέωση
καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών, 200.000 άτομα ενώ εργάζονται οκτώ ώρες την
ημέρα στην πράξη καταχωρίζονται ως μερικά απασχολούμενοι, 900.000 εργαζόμενοι
στον ιδιωτικό τομέα ενώ εργάζονται καθημερινά και κανονικά η καταβολή του
μισθού τους γίνεται με καθυστέρηση από ένα μέχρι δεκαπέντε μήνες και το 38% των
εργαζομένων έχουν αποδοχές χαμηλότερες από τον κατώτατο μισθό.
Με αφετηρία
τα δεδομένα αυτά της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα, αλλά και εν όψει των σχετικών
διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, είναι ενδιαφέρον κατά την άποψή μας να
αναδειχθούν οι επιπτώσεις των ευέλικτων μορφών απασχόλησης (μερική και εκ
περιτροπής), μεταξύ άλλων, στο επίπεδο των συντάξεων στην Ελλάδα κατά την
περίοδο 2016-2055.
Έτσι
στις ποσοτικές προσεγγίσεις της έρευνάς μας θεωρήθηκε ότι η ανεργία θα μειωθεί
στο 10% το 2030 και στο 7,5% το 2055.
Επίσης
θεωρήθηκε ότι από σήμερα μέχρι το 2024 το ποσοστό των νέων θέσεων απασχόλησης
που θα είναι ευέλικτες (μερική και εκ περιτροπής απασχόληση) θα αποτελεί το 64%
και από το 2025 μέχρι το 2055 θα αποτελεί το 75% των νέων προσλήψεων (υπουργείο
Εργασίας: κατά το πρώτο πεντάμηνο το ποσοστό των προσλήψεων μερικής και εκ
περιτροπής απασχόλησης ανήλθε στο 63,9% έναντι 36,1% των προσλήψεων για πλήρη
απασχόληση).
Επίσης έχει
εκτιμηθεί ότι οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης (μερική και εκ περιτροπής) θα
έχουν φτάσει στο 29% το 2055 του συνολικού απασχολούμενου πληθυσμού (18,5% κατά
μέσο όρο την περίοδο 2016-2025).
Με αφετηρία
τις παραδοχές και τις προβλέψεις αυτές, από τους υπολογισμούς της έρευνάς μας
προκύπτει ότι το ετήσιο έλλειμμα που θα προκληθεί στην κοινωνική ασφάλιση θα
είναι κατά μέσο όρο 0,95% του εκάστοτε ετήσιου ΑΕΠ (το ΑΕΠ έχει θεωρηθεί ότι θα
αυξάνεται με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,5%). Ετσι το 2055 το προκαλούμενο από την
ευελιξία της απασχόλησης έλλειμμα θα φτάσει στο 1,5% του ΑΕΠ, εφόσον
επαληθευτεί η αύξηση του ΑΕΠ με ετήσιο ρυθμό μεταβολής 1,5%.
Ετσι το
συνολικό προκαλούμενο έλλειμμα της περιόδου 2016-2055, με ετήσιο μέσο ρυθμό
αύξησης του ΑΕΠ 1,5%, θα είναι ίσο με το 36,9% του ΑΕΠ του 2015.
Ειδικότερα,
το συνολικό προκαλούμενο έλλειμμα από την απώλεια των εισφορών προς το
ασφαλιστικό σύστημα λόγω των ευέλικτων μορφών απασχόλησης (μερική και εκ
περιτροπής) εκτιμάται σε παρούσες αξίες στο ύψος των 65,6 δισ. ευρώ (48 δισ.
ευρώ από την κύρια σύνταξη και 17,6 δισ. από την επικουρική σύνταξη).
Αξίζει να
σημειωθεί ότι μόνο από τη γήρανση του πληθυσμού για να διατηρηθεί το όριο του
16% (Ν.4387/2016) του ΑΕΠ στις συνταξιοδοτικές δαπάνες για την περίοδο
2016-2055, εκτιμάται ότι θα πρέπει να μειωθούν οι συντάξεις κατά περίπου 22% σε
σχέση με το σημερινό επίπεδο.
Εάν
ληφθεί υπόψη η απώλεια εσόδων που προκαλείται από τις ευέλικτες μορφές
απασχόλησης (μερική και εκ περιτροπής), τότε εκτιμάται ότι θα υπάρξει μια
επιπλέον μείωση των συντάξεων κατά 33% την περίοδο 2016-2055.
Το εύρημα
αυτό σημαίνει ότι για να διατηρηθεί το σημερινό επίπεδο των συντάξεων και να μη
γίνουν άλλες μειώσεις στο μέλλον, θα πρέπει λόγω της επίδρασης της γήρανσης του
πληθυσμού και των ευέλικτων μορφών απασχόλησης (μερική και εκ περιτροπής) το
ΑΕΠ να αυξάνεται ετησίως με ρυθμό μεταβολής που να προσεγγίζει το 5,7% - 6,2%
κάθε χρόνο (μόνο λόγω της γήρανσης του πληθυσμού εκτιμάται ότι απαιτείται
ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ ίσος με 3,5% - 4%).
Με άλλα
λόγια, όπως αποδεικνύεται από την έρευνα, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης (μερική
και εκ περιτροπής) στη χώρα μας, όπως και στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής
Ενωσης, είναι σοβαρή απειλή για το μελλοντικό επίπεδο των συντάξεων και δεν
αποτελούν, όπως ισχυρίζονται το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κινητήρια
δύναμη ανάκαμψης της οικονομίας, δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, μείωσης της
ανεργίας, αύξησης της απασχόλησης, βελτίωσης του επιπέδου της
ανταγωνιστικότητας και ενδυνάμωσης της κοινωνικής ασφάλισης και του κράτους
πρόνοιας.
Επιπλέον η
γήρανση του εργατικού δυναμικού, η κεφαλαιοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων σε
συνδυασμό με τους χαμηλούς ρυθμούς της ανάπτυξης και του επιπέδου της
παραγωγικότητας, τα χαμηλά επιτόκια και οι χαμηλές αποδόσεις των περιουσιακών
στοιχείων των ασφαλιστικών ταμείων, το παρατεταμένο υψηλό επίπεδο της ανεργίας
κ.λπ. αποτελούν πρόσθετες απειλές και νέες προκλήσεις για το μέλλον των
συντάξεων.
Οι απειλές
αυτές επιβάλλουν τον άμεσο σχεδιασμό αντιμετώπισής τους σε εθνικό και ευρωπαϊκό
επίπεδο.
Ετσι, με
αφετηρία αυτά τα δεδομένα και τις νέες αυτές προκλήσεις, είναι φανερό ότι η
ελληνική πλευρά θα πρέπει κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, στο πλαίσιο
της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου Μνημονίου, να θέσει στους δανειστές τις
σοβαρές αρνητικές συνέπειες που θα έχει στη βιωσιμότητα του κοινωνικο-ασφαλιστικού
συστήματος και στη βιωσιμότητα των συντάξεων η απελευθέρωση της αγοράς
εργασίας, των εργασιακών σχέσεων και των ευέλικτων μορφών απασχόλησης.
Από τους: Σάββα Ρομπόλη, Βασίλειο Μπέτση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου