Η κρίση είναι όπως ο Μινώταυρος. Τρώει το ένα κόμμα μετά το άλλο. Κατασπάραξε το ΠΑ.ΣΟ.Κ., κατάπιε το ΛΑ.Ο.Σ., έφαγε τη ΔΗΜ.ΑΡ., πετσόκοψε τη Ν.Δ. Έχει στα δόντια του τώρα τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Θα επιβιώσει;
Ας δούμε τα πράγματα με τη σειρά: Ο διεθνής τύπος δεν εφείσθη λόγων για να περιγράψει τη συμφωνία την οποία αναγκάστηκε να υπογράψει η ελληνική κυβέρνηση το πρωί της Δευτέρας 13 Ιουλίου, μετά από μια ολονυχτία συζητήσεων: «Μια συμφωνία που έγινε αντιληπτή ως πραξικόπημα» έγραψαν οι ΝΥΤ. «Η Ελλάδα υπογράφει μία οδυνηρή, ταπεινωτική συμφωνία με την Ευρώπη» (Economist).
«Ο Έλληνας Π/Θ υπέγραψε μία επτασέλιδη δήλωση, η οποία μοιάζει με παράδοση, είναι σαν να την έχουν συντάξει μόνοι τους οι δανειστές». (Handelsblatt). «H ελληνική συμφωνία είναι τρομοκρατία, σύμφωνα με τους Ευρωσκεπτικιστές» (Times).
Ο Leonid Bershidsky (Bloomberg View) παρατηρούσε ότι η συμφωνία μάλλον θα καταλήξει σε αποτυχία και προσέθετε «μόνο μια χώρα που έχει χάσει πόλεμο θα μπορούσε να παραχωρήσει τόσο την κυριαρχία της, όσο υποσχέθηκε ο Τσίπρας». Όλα αυτά μέσα σε ένα πολιτικό πλαίσιο που τόσο πριν από το Δημοψήφισμα, όσο και μετά τη συμφωνία ορίζεται από απόπειρες κυβερνητικής αλλαγής στην Ελλάδα: Πριν από το δημοψήφισμα το editorial του Economist (4/7) υποστήριζε «Right now Greeks need a new prime minister», ενώ ακόμη και μετά τη συμφωνία η εφημερίδα Zeit επέμενε πως το «Σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ» φτάνει στο τέλος του.
Επικαλούμενη κύκλους της ελληνικής αντιπολίτευσης, η εφημερίδα, έγραφε «Θεωρούμε ότι ο Τσίπρας ήδη από την Τετάρτη θα ανακοινώσει την παραίτησή του από την πρωθυπουργία» και πληροφορούσε τους αναγνώστες της ότι στο παρασκήνιο γίνονται διεργασίες για να αναλάβει την εξουσία κυβέρνηση τεχνοκρατών. Βέβαια αυτό είναι ελάχιστο μέρος όσων γράφηκαν και κυρίως δεν καλύπτει το εύρος των θεμάτων τα οποία ανακίνησε η ελληνική παρέμβαση. Το σημαντικότερο από αυτά ήταν το ζήτημα της Ευρώπης. «Μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο, η γερμανική κυβέρνηση κατέστρεψε πολλές δεκαετίες διπλωματίας», έγραφε τη Δευτέρα 13/7 η ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού Der Spiegel αναφερόμενο σε μία λίστα «φρικαλεοτήτων» που είχαν ως στόχο την «ταπείνωση» της Ελλάδας.
Για πρώτη φορά, άνοιξε σε παρόμοια έκταση και βάθος, στον Τύπο και σε άρθρα διανοουμένων από την Ευρώπη και την Αμερική, το πρόβλημα των οικονομικών και πολιτικών προσανατολισμών της Ευρώπης. Λειτουργεί πλέον η δημοκρατία στην Ευρώπη; Ποια είναι εκείνη η πολιτική που θέτει πάνω από τα συμφέροντα των ευρωπαίων πολιτικών τις επιδιώξεις των τραπεζών; Θα αντέξει το Ευρώ ως ενιαίο νόμισμα; Θα παραμείνει η Ευρώπη ενωμένη; Και πολλά άλλα ερωτήματα. Σ’ αυτή την πλούσια και πυκνή αρθρογραφία θα πρέπει να διακρίνει βέβαια κανείς διαφορετικές εθνικές οπτικές γωνίες.
Αναπαράγουν συνήθως στερεότυπα, αλλά και σε μια στάση απέναντι στο ευρωπαϊκό εγχείρημα που υπαγορεύεται από τη συμμετοχή ή όχι στην ευρωζώνη, αλλά και από ποια ζώνη της Ευρώπης προέρχεται κάθε γραφίδα. Ύστερα υπάρχουν οι πολιτικές οπτικές γωνίες: Μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που υποστηρίζουν ότι στο υπάρχον πλαίσιο αποκλείεται η κοινωνική πολιτική και ενθαρρύνεται η μεταφορά των κοινών και του δημόσιου πλούτου στους ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους και σε εκείνους που ευθυγραμμίζονται με τη λογική των προτεραιοτήτων της αγοράς και του χρηματοπιστωτικού τομέα. Και στις δυο πλευρές όμως η τελευταία κρίση έχει αναδείξει δύο αιχμές.
Η πρώτη είναι η στάση και η θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη. Η δεύτερη είναι η συζήτηση για την λαϊκή κυριαρχία (δημοκρατική αρχή) και την εθνική κυριαρχία.
Η φράση του Τσίπρα, τη Δευτέρα το πρωί, «αναδείξαμε τη λαϊκή κυριαρχία, αλλά πρέπει να κατακτήσουμε την εθνική κυριαρχία», θέτει το εξαιρετικά ενδιαφέρον ερώτημα, πώς είναι δυνατό να έχεις λαϊκή κυριαρχία χωρίς εθνική κυριαρχία; Νομίζω ότι θα μας απασχολήσει αυτό το ερώτημα μελλοντικά, αλλά ως προς το παρόν, η συμφωνία αλλά και όλη η διαδικασία, περιγράφηκε εκτεταμένα ως μια τελετουργία εθνικής ταπείνωσης. Κοινή πάντως η πεποίθηση που εκφράστηκε και πριν και μετά τη σύνοδο κορυφής ότι η σύνοδος αυτή έθεσε ένα πριν και ένα μετά για την Ευρώπη, έστω και αν πολλές από τις πραγματικότητες που παρατηρούμε προϋπήρχαν και ακόμη τα καινούργια χαρακτηριστικά θα φανούν σιγά-σιγά.
Σήμερα πάντως βρισκόμαστε με μια κατ’ αρχήν συμφωνία, η οποία ψηφίστηκε από ένα μέρος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και πέρασε με τη συμπαράταξη της Ν.Δ., ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Ποταμιού. Γράφοντας εντούτοις αυτές τις γραμμές Πέμπτη (16/7) πρωί, δεν είμαι σίγουρος ούτε ότι η συμφωνία θα προχωρήσει, ούτε ότι οι πιέσεις ανατροπής της κυβέρνησης έχουν λήξει, ούτε ότι το Grexit έχει αποφευχθεί οριστικά. Και αυτό οφείλεται όχι μόνο στις εξελίξεις στην ελληνική πολιτική σκηνή, αλλά επίσης και, πρωτίστως, στην επιμονή της άλλης πλευράς.
Παρακολουθήσαμε αυτές τις μέρες την επιμονή, αλλά επίσης και την αυθαιρεσία και τον κυνισμό της ευρωπαϊκής ηγεσίας, τόσο ως προς τις δηλώσεις όσο και ως προς τις πράξεις της. Δεν χρειάζονται περισσότερα σχόλια, δυο μόνο ενδεικτικά παραδείγματα: Προσερχόμενος στο Eurogroup την Κυριακή το πρωί ένας από τους υπουργούς οικονομικών λέει στους δημοσιογράφους ότι τις αποφάσεις θα τις λάβουν οι πολιτικοί, στη σύνοδο κορυφής το απόγευμα.
Προφανώς μετά τους κεντρικούς τραπεζίτες, ούτε οι υπουργοί οικονομικών θεωρούν τον εαυτό τους πολιτικό. Απλώς τεχνοκράτες που βάζουν την οικονομία στις ράγες. Μόνο ένας, ο ισχυρότερος ΥπΟικ, έχει το δικαίωμα να μπαινο-βγαίνει στο ρόλο του. Ο κ. Σώυμπλε, αναμφισβήτητος κύριος όλων των άλλων, μπορούσε να παρατηρεί: Δεν είναι ζήτημα μαθηματικών, αλλά φιλοσοφίας (της ελληνικής κυβέρνησης). [Όταν βέβαια τους έλεγε η ελληνική κυβέρνηση ότι το ζήτημα ήταν πολιτικό, έλεγε πηγαίνετε στους τεχνοκράτες, πρώτα οι αριθμοί.] Το δεύτερο παράδειγμα είναι η έκθεση του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Αν και ετοιμασμένη πριν, κυκλοφόρησε μια μέρα μετά τη λήξη της ολονύχτιας συνόδου, στην οποία το ζήτημα αυτό βρισκόταν ακριβώς στο επίκεντρο της συζήτησης με αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης. Αν υπάρχει πλέον ζήτημα εμπιστοσύνης, αυτό δεν είναι μόνο μια μετωνυμία της ανατροπής της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά της έλλειψης οποιωνδήποτε κανόνων, και του χειρισμού των κανόνων από την πλευρά του ισχυρού που μπορεί να τους τροποποιεί κατά βούληση και συνεχώς, κατηγορώντας κάθε ελιγμό του ασθενέστερου ως παραβίαση της εμπιστοσύνης. Οι μύθοι του Αισώπου παρέχουν πιο ακριβή γλώσσα, από τη σύγχρονη πολιτική επιστήμη για την περιγραφή και την κατανόηση αυτής της συμπεριφοράς.
Από την άλλη μεριά όμως η ελληνική κυβέρνηση, μετά τη διάσπαση της Κ.Ο. του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στην ψηφοφορία, έχει να διαχειριστεί το παρελθόν της, δηλ. τη συγκρότηση του ίδιου του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και του αντι-μνημονιακού μπλοκ που την ανέδειξε, του λόγου και των πρακτικών του. Έχει να διαχειριστεί την κληρονομιά του Όχι.
Και τα δυο –δηλ. κομματική κληρονομιά και δημοψηφισματικό Όχι– δεν ταυτίζονται, καθώς το δεύτερο έχει μεν πλάτος κατά πολύ υπέρτερο του πρώτου, αλλά και μεγαλύτερη ευθραυστότητα και ευμεταβλητότητα. Παράλληλα όμως ο πρωθυπουργός έχτισε σε όλη αυτή την περίοδο δεσμούς εμπιστοσύνης με ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο υπερβαίνει όχι μόνο ιδεολογικούς διαχωρισμούς, αλλά και, συχνά, ακόμη και τη διακριτή γραμμή που τέθηκε στο δημοψήφισμα.
Με δυο λόγια, μετακινήθηκε προς τον (χωρίς πολιτική εκπροσώπηση έως τώρα) μεσαίο χώρο. Παράλληλα, η απόσυρση Βενιζέλου και η παραίτηση Σαμαρά, καθώς και η σύνοδος των αρχηγών των κομμάτων μετά το δημοψήφισμα –μια ενωτική κίνηση από θέση κυριαρχίας– έκαναν έως αυτή τη στιγμή τον Αλέξη Τσίπρα τον ισχυρότερο πολιτικό παράγοντα στη σημερινή Ελλάδα, καθώς ισορροπεί ανάμεσα στη συμπολίτευση και την αντιπολίτευση. Αυτός ο κατευθείαν δεσμός ανάμεσα στον χαρισματικό ηγέτη και την κοινωνία, έχει περιγραφεί συχνά ως η προϋπόθεση του λαϊκισμού. Ας μην βιαστούμε όμως να χρησιμοποιήσουμε χαρακτηρισμούς, άλλωστε η ισορροπία μπορεί κάθε στιγμή να αποδειχτεί ασταθής και να ανατραπεί.
Η συμφωνία αυτή σημαίνει μια οριστική απαλλαγή από την αντίληψη ότι το μνημόνιο (ή τα μνημόνια) και η πολιτική λιτότητας θα μπορούσαν να καταργηθούν.
Η αντίληψη αυτή ήταν σαν τον ατμό στο καζάνι. Μπορείς να τον χρησιμοποιείς όσο τον διοχετεύεις μεθοδευμένα και σε μικρές δόσεις. Αν ανοίξεις τη βαλβίδα, τον έχασες. Και αυτό συνέβη με την υπογραφή της συμφωνίας, όσο κι αν την καταδικάζεις λεκτικά.
Πώς μπορεί λοιπόν να γίνει διαχειρίσιμη μια παρόμοια συμφωνία; Με την επιφύλαξη ότι σε κάθε στιγμή μπορεί να εκτροχιαστεί το τρένο, πράγμα που οφείλεται όχι μόνο στις απώτερες επιδιώξεις για τον μετασχηματισμό της Ευρωζώνης σε γερμανική ζώνη ή στις κακοτεχνίες της γραμμής, θα έλεγα ότι και άλλες χώρες (όχι όλες) είχαν βρεθεί σε παρόμοιες καταστάσεις και συνήλθαν. Εκείνο που μετράει είναι η θέληση, και αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα αυτή η θέληση υπάρχει, είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο και εγγύηση για το μέλλον, το οποίο θα πρέπει να διαφυλαχτεί ως κόρη οφθαλμού.
Η ίδια η Γερμανία βρέθηκε σε πολύ χειρότερη κατάσταση από την Ελλάδα, μετά το 1945. Ναι μεν τη βοήθησε το γεγονός ότι λόγω του Ψυχρού Πολέμου έπρεπε να σταθεί στα πόδια της, αλλά δεν ήταν ο μόνος λόγος που η χώρα ανέκαμψε. Και η Ελλάδα θα ανακάμψει. Δεν είναι η πρώτη φορά που βρίσκεται σε παρόμοια θέση. Βρέθηκε με τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο το 1898 και μετά από 14 χρόνια διεξήγαγε νικηφόρα τους Βαλκανικούς πολέμους και διπλασίασε το μέγεθός της.
Βρέθηκε το 1922 αλλά γνώρισε μια θεαματική ανάκαμψη στον Μεσοπόλεμο, παρά την οικονομική κρίση του 1929-1932. Βρέθηκε το 1945 και, παρά τον εμφύλιο, γνώρισε θεαματικούς ρυθμούς ανάπτυξης έως τη δεκαετία του 1970. Επομένως το ζήτημα δεν είναι υπαρξιακό. Είναι τι τύπου ανάπτυξη, πώς θα είναι βιώσιμη, πώς δεν θα ανοίξει η κοινωνική ψαλίδα, πώς δεν θα θυσιαστεί η δημοκρατία, πως η Ελλάδα θα αλλάξει αλλά θα διατηρήσει την εξισωτική της κουλτούρα. Το ζήτημα είναι ο χειρισμός ακόμη και της ήττας. Συνήθως προβάλλεται το παράδειγμα της Συνθήκης των Βερσαλλιών και η εθνική ταπείνωση της Γερμανίας μετά τον Α΄ Π.Π.
Στη Γερμανία του Μεσοπολέμου πράγματι επιβλήθηκαν υπέρογκες αποζημιώσεις, της αφαιρέθηκε εθνικό έδαφος, μια ταπεινωτική συνθήκη. Εν τούτοις η χώρα μετά από μια μακρά περίοδο ανέκαμψε οικονομικά, περιορίστηκε η ανεργία και ο πληθωρισμός. Αλλά με ποιο τίμημα; Την καταστροφή της δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την άνοδο του Ναζισμού. Επομένως η συζήτηση θα πρέπει να στραφεί στον χειρισμό αυτής της συμφωνίας.
Η διαχείριση της συμφωνίας δεν θα πρέπει να κριθεί μόνο στα πλαίσια ενός δυσμενέστατου συσχετισμού δυνάμεων, ως διαχείριση μιας ήττας. Και τούτο γιατί θα πρέπει να καταλάβουμε ότι οι περιπέτειες που ζούμε τα τελευταία χρόνια είναι ο τρόπος με τον οποίο ξετυλίγεται, εξειδικεύεται και αποτυπώνεται στα καθ’ ημάς μια μεγάλη, ευρύτερη κρίση, η οποία προκύπτει από έναν ακόμη μεγαλύτερο οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό. Αυτόν τον μετασχηματισμό τον βιώνει η Ευρώπη στο σύνολό της, απέναντι στις άλλες μεγάλες οικονομικές δυνάμεις αλλά και σε συνεργασία μαζί τους (βλ. εμπορική συμφωνία Ευρώπης-Η.Π.Α., ΤΤIP) και οι δαγκάνες αυτού του μετασχηματισμού μεταφέρουν την πίεση που φτάνει ως εμάς.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να τοποθετηθεί η πολιτική των δανειστών. Η εξωτερική της ετικέτα της νέας συμφωνίας (όπως και των Μνημονίων έως τώρα) γράφει: α) αποπληρωμή των δανείων, και εκεί κατευθύνεται το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των δανείων από το 2010, β) δημιουργία ενός κράτους που δεν θα παράγει πλέον ελλείμματα και γ) δημιουργία μιας ανταγωνιστικής οικονομίας ώστε η Ελλάδα να τραβήξει ξένες επενδύσεις που θα δημιουργήσουν απασχόληση.
Οι οδηγίες στο εσωτερικό του κουτιού γράφουν: α) προσαρμογή της οικονομίας, του κράτους και της κοινωνίας σε ένα νεοφιλελεύθερο ιδεώδες, β) κατεδάφιση του βιοτικού επιπέδου και των κοινωνικών παροχών και υπηρεσιών στο επίπεδο των χωρών της πρώην Ανατολικής Ευρώπης, επιστροφή δηλαδή της Ελλάδας στη γεωγραφική της γειτονιά και γ) μεταφορά της δημόσιας υπηρεσίας και των δημόσιων πόρων σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους του εξωτερικού (κυρίως γερμανικούς). Σ’ αυτή την ατζέντα αναφέρεται η επιμονή στις «μεταρρυθμίσεις», οι οποίες ποτέ δεν προσδιορίζεται ποιες είναι. Δεν πρόκειται για κρυφή ατζέντα.
Η αλλαγή φιλοσοφίας της ελληνικής κοινωνίας, οι μισθοί και οι συντάξεις που πρέπει να είναι συγκρίσιμοι με εκείνους των βαλκανικών χωρών.
Τι περιθώρια έχει η ελληνική πλευρά; Ελάχιστα. Εν τούτοις και αυτά είναι υπαρκτά παρά το γεγονός ότι πρέπει κάθε στιγμή να τα υπερασπίζει και να τα κερδίζει σε μια μάχη σε όλα τα επίπεδα, από τις συνόδους κορυφής έως τους υπαλλήλους που εξετάζουν στις Βρυξέλλες τα ελληνικά νομοσχέδια πριν υποβληθούν στη Βουλή.
Κυρίως η ελληνική πλευρά πρέπει να ξέρει με μεγάλη σαφήνεια τι θέλει, και να έχει ένα οδικό χάρτη ώστε να ελέγχει την πορεία της. Αυτός ο χάρτης πρέπει να περιλαμβάνει τρία είδη μεταρρυθμίσεων: α) τις μεταρρυθμίσεις που θέλουν οι δανειστές, β) τις μεταρρυθμίσεις που θέλει η ίδια και γ) τις μεταρρυθμίσεις του ενδιάμεσου πεδίου ανάμεσα στο τι θέλει η ίδια και στο τι θέλουν οι δανειστές.
Ας αρχίσουμε από την τρίτη ομάδα μεταρρυθμίσεων. Υπάρχει ένα μεγάλο περιθώριο μεταρρυθμίσεων στη δημόσια διοίκηση, στο ραδιοτηλεοπτικό πεδίο, στην εκπαίδευση, στη δικαιοσύνη, στη φορολογία και σε πολλούς άλλους τομείς, οι οποίες και αλλάζουν την ζωή των πολιτών, και δημιουργούν ένα περιβάλλον αποτελεσματικότητας, σοβαρότητας και ποιότητας. Αναμφίβολα.
Το γεγονός μάλιστα ότι μεταρρυθμίσεις αυτού του τύπου δεν περιλαμβάνονται στις απαιτήσεις των δανειστών δείχνουν τον αυστηρό προσανατολισμό τους προς αλλαγές που περιγράψαμε στην «εσωτερική ετικέτα» των στόχων. Σε ένα μόνο είδος μεταρρυθμίσεων. Αυτές τις «άλλες» μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να τις κάνουμε μόνοι μας.
Ως προς την πρώτη ομάδα, υπάρχουν μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν, μεταρρυθμίσεις που αναγκαστικά θα γίνουν αλλά πρέπει να βρούμε αντισταθμίσματα, και μεταρρυθμίσεις στις οποίες θα πρέπει να βρούμε τον τρόπο να τις μεταρρυθμίσουμε. Λ.χ. το ασφαλιστικό σύστημα χρειάζεται βαθιές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες εμποδίστηκαν να γίνουν την εποχή της έκθεσης Σπράου (1997) και την εποχή του Τάσου Γιαννίτση (2001). Δεν ισχυρίζομαι ότι το ασφαλιστικό αν είχαν περάσει αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν θα αντιμετώπιζε την επίθεση των δανειστών.
Θα την αντιμετώπιζε γιατί βρίσκεται σε μια διαφορετική φιλοσοφία, από τότε που ιδρύθηκαν οι κοινωνικές ασφαλίσεις. Λ.χ. όταν ιδρύθηκαν οι κοινωνικές ασφαλίσεις ακολουθούσαν, με κάποιες παραλλαγές, το μοντέλο της τριμερούς χρηματοδότησης που είχε καθιερώσει ο Μπίσμαρκ το 1881: εισφορές εργατών, εργοδοτών και κρατική συνεισφορά.
Σήμερα η κρατική συνεισφορά πρέπει να καταργηθεί. Όταν επίσης ιδρύθηκαν οι κοινωνικές ασφαλίσεις το σχήμα προέβλεπε μικρότερο προσδόκιμο ζωής και βέβαια ήταν λιγότερα τα έξοδα ιατρικής περίθαλψης. Σήμερα όλοι αυτοί οι παράγοντες έχουν ανατραπεί λόγω δημογραφικών μετασχηματισμών οι οποίοι βαραίνουν διπλά το σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων: και μικρότερος ο λόγος εργαζομένων προς συνταξιούχους, και μακροβιότητα.
Επομένως μεγαλύτερα ελλείμματα και κρατική κάλυψη των ελλειμμάτων. Στην ελληνική περίπτωση θα πρέπει να προσθέσουμε και τα εξής: από τη δεκαετία του 1930 γινόταν κριτική στην πολυδιάσπαση του ασφαλιστικού συστήματος, το ίδιο είχε χρησιμοποιηθεί από το κράτος ως μεταφορά πόρων και είχε χάσει την βιωσιμότητά του, τα κεφάλαιά του χρησιμοποιούνταν με μηδενικό επιτόκιο για την αναχρηματοδότηση του κράτους, και οι πρόωρες συντάξεις καθώς και η χρηματοδότηση των επικουρικών χρησιμοποιούνταν ως αντίδοτο στις αυξήσεις μισθών ή στο πλαίσιο προνομιακής πρόσβασης στο κράτος ομοιο-επαγγελματικών ομάδων όπως οι τραπεζοϋπάλληλοι, οι υπάλληλοι του δημοσίου και των ΝΠΔΔ κ.λπ.
Όλα αυτά θέλουν ανασχεδιασμό, ενοποίηση, εξορθολογισμό και μάλιστα σε ένα πλαίσιο κοινωνικής δικαιοσύνης. Δικαιότερο να συνταξιοδοτείται στα 67 του ο φύλακας αρχαιολογικών χώρων, παρά ο μεταλλωρύχος, ή ο οικοδόμος, κ.ο.κ. Δικαιότερο να λαμβάνει οικογενειακή άδεια μια εργαζόμενη μητέρα όταν τα παιδιά της είναι μικρά, παρά πρόωρη συνταξιοδότηση.
Σε διαφορετικό μήκος κύματος βρίσκονται οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας που επιδιώκουν την εξάλειψη των συλλογικών συμβάσεων προς όφελος των ατομικών, και γενικότερα σκοπεύουν να αποστερήσουν τους εργαζόμενους από τα δικαιώματά τους. Και εδώ όμως θα πρέπει να δούμε ποια είναι η πραγματική κατάσταση στην αγορά εργασίας και πώς η ελαστικότητα χρησιμοποιείται ώστε να εργάζονται ιδίως οι νέοι κανονικό ωράριο και να πληρώνονται για μερική απασχόληση.
Τι έχει απομείνει από τα εργασιακά δικαιώματα που κερδήθηκαν στη δεκαετία του ’70 και του ’80; Την εργασιακή νομοθεσία κυρίως την παραβιάζει η πίεση της ανεργίας. Η φιλελεύθερη κριτική ότι υπάρχουν οι μεν που είναι προστατευμένοι και οι δε όχι, κατεδάφισε μεν τα τείχη της κοινωνικής προστασίας χωρίς όμως στο κατ’ ελάχιστο να προστατεύσει τους απροστάτευτους. Η κριτική αυτή αποδείχτηκε προσχηματική.
Μια αριστερή κυβέρνηση που αναλαμβάνει να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις στις κοινωνικές ασφαλίσεις βρίσκεται μπροστά στο μεγάλο πρόκριμα της εποχής. Θα αυξήσει τα ηλικιακά όρια, θα μειώσει τις παροχές, θα υιοθετήσει το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που σημαίνει ναι μεν καταπολέμηση της ακραίας φτώχειας αλλά γενική φτωχοποίηση, θα μειώσει τις διαφορές στο εσωτερικό του ασφαλιστικού συστήματος – τι θα κάνει από όλα αυτά; Πέραν της ανεργίας και της μείωσης των εργοδοτικών εισφορών, το ίδιο το δημογραφικό πρόβλημα είναι αμείλικτο.
Τέλος, υπάρχει μια κατηγορία μεταρρυθμίσεων η οποία δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της Ελλάδας ως πειραματόζωου. Μεταρρυθμίσεις όπως λ.χ. η κατάργηση της Κυριακής αργίας, με τα μαγαζιά ανοιχτά όλες τις μέρες, δεν έχουν εφαρμοστεί καν στη Γερμανία και στην Αυστρία. Αντίθετα έχουν περάσει εύκολα στις πρώην κομμουνιστικές χώρες. Δεν είναι τόσο το οικονομικό όφελος από αυτού του είδους τις μεταρρυθμίσεις όσο το να μεταβάλουν την κουλτούρα της χώρας σε ένα είδος εμπορικής-καταναλωτικής κουλτούρας, που απορροφά το χώρο και το χρόνο. Εδώ χρειάζεται μια σαφής συμμαχία με την Εκκλησία.
Προτιμότερο οι άνθρωποι τις Κυριακές να πηγαίνουν στην εκκλησία, παρά να τρέχουν για shopping therapy. Το στενό μαρκάρισμα όμως των μεταρρυθμίσεων αυτού του τύπου πρέπει να γίνει με προσεκτική νομική προετοιμασία. Η προχειρότητα, ο κοπανιστός αέρας και η ρητορεία θα είναι χειρότερη από την αποδοχή τους.
Aυτή η κυβέρνηση κατόρθωσε να συγκλονίσει την Ευρώπη, φέρνοντας στην επιφάνεια και στο κέντρο της συζήτησης τα προβλήματα που την ταλανίζουν και την απειλούν με διάλυση. Το πρόβλημα αυτό πρέπει να το φέρνει συνεχώς στο προσκήνιο, χωρίς να εσωτερικεύει την πολιτική της λιτότητας όπως οι προηγούμενοι, αλλά και χωρίς να χρησιμοποιεί την αντι-λιτότητα ως άσφαιρη ρητορική ή ως ιδεολογικό άλλοθι που αποκρύπτει την πραγματικότητα.
Χορεύοντας με τον Μινώταυρο, λοιπόν δεν είναι ούτε πεντοζάλη, ούτε τσιφτετέλι, ούτε παθιασμένο τάγκο. Είναι la danse de mort. Τέλος, μην ξέροντας πώς να επιλογίσω αυτό το άρθρο, θα αντιγράψω μια παράγραφο που σήμερα το πρωί, σχεδόν τυχαία, διάβασα σερφάροντας στο διαδίκτυο, εδώ:
«Έτσι και απαξιωθεί στα μάτια του κόσμου ο Αλέξης Τσίπρας και χαθεί η ελπίδα, καμία αριστερά των ξύλινων συνθημάτων δεν πρόκειται να τον διαδεχτεί. Θα «επικρατήσει η λογική» μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας με κάποιον τεχνοκράτη αχυράνθρωπο για πρωθυπουργό. Κι αν δεν καταφέρουν τα κόμματα που μας οδήγησαν ως εδώ να κερδίσουν τις εκλογές, θα πέσουν και τα τελευταία προσχήματα και θα πάμε σε κανονικό πραξικόπημα. Που συμπτωματικά αποτελεί και την ιδανική δικαιολογία για Grexit…»
Υπάρχει ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων που σκέπτεται έτσι. Ευρύτερο από το ακροατήριο του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ευρύτερο ή που διασταυρώνεται ενδεχομένως και με το ακροατήριο του Όχι. Αν δεν βρει όμως ανταπόκριση αυτό το ακροατήριο, θα σκορπίσει, και πολύ λίγες ελπίδες θα μείνουν για την ανάκαμψη της Ελλάδας.
Πηγή: http://www.chronosmag.eu/
Ας δούμε τα πράγματα με τη σειρά: Ο διεθνής τύπος δεν εφείσθη λόγων για να περιγράψει τη συμφωνία την οποία αναγκάστηκε να υπογράψει η ελληνική κυβέρνηση το πρωί της Δευτέρας 13 Ιουλίου, μετά από μια ολονυχτία συζητήσεων: «Μια συμφωνία που έγινε αντιληπτή ως πραξικόπημα» έγραψαν οι ΝΥΤ. «Η Ελλάδα υπογράφει μία οδυνηρή, ταπεινωτική συμφωνία με την Ευρώπη» (Economist).
«Ο Έλληνας Π/Θ υπέγραψε μία επτασέλιδη δήλωση, η οποία μοιάζει με παράδοση, είναι σαν να την έχουν συντάξει μόνοι τους οι δανειστές». (Handelsblatt). «H ελληνική συμφωνία είναι τρομοκρατία, σύμφωνα με τους Ευρωσκεπτικιστές» (Times).
Ο Leonid Bershidsky (Bloomberg View) παρατηρούσε ότι η συμφωνία μάλλον θα καταλήξει σε αποτυχία και προσέθετε «μόνο μια χώρα που έχει χάσει πόλεμο θα μπορούσε να παραχωρήσει τόσο την κυριαρχία της, όσο υποσχέθηκε ο Τσίπρας». Όλα αυτά μέσα σε ένα πολιτικό πλαίσιο που τόσο πριν από το Δημοψήφισμα, όσο και μετά τη συμφωνία ορίζεται από απόπειρες κυβερνητικής αλλαγής στην Ελλάδα: Πριν από το δημοψήφισμα το editorial του Economist (4/7) υποστήριζε «Right now Greeks need a new prime minister», ενώ ακόμη και μετά τη συμφωνία η εφημερίδα Zeit επέμενε πως το «Σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ» φτάνει στο τέλος του.
Επικαλούμενη κύκλους της ελληνικής αντιπολίτευσης, η εφημερίδα, έγραφε «Θεωρούμε ότι ο Τσίπρας ήδη από την Τετάρτη θα ανακοινώσει την παραίτησή του από την πρωθυπουργία» και πληροφορούσε τους αναγνώστες της ότι στο παρασκήνιο γίνονται διεργασίες για να αναλάβει την εξουσία κυβέρνηση τεχνοκρατών. Βέβαια αυτό είναι ελάχιστο μέρος όσων γράφηκαν και κυρίως δεν καλύπτει το εύρος των θεμάτων τα οποία ανακίνησε η ελληνική παρέμβαση. Το σημαντικότερο από αυτά ήταν το ζήτημα της Ευρώπης. «Μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο, η γερμανική κυβέρνηση κατέστρεψε πολλές δεκαετίες διπλωματίας», έγραφε τη Δευτέρα 13/7 η ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού Der Spiegel αναφερόμενο σε μία λίστα «φρικαλεοτήτων» που είχαν ως στόχο την «ταπείνωση» της Ελλάδας.
Για πρώτη φορά, άνοιξε σε παρόμοια έκταση και βάθος, στον Τύπο και σε άρθρα διανοουμένων από την Ευρώπη και την Αμερική, το πρόβλημα των οικονομικών και πολιτικών προσανατολισμών της Ευρώπης. Λειτουργεί πλέον η δημοκρατία στην Ευρώπη; Ποια είναι εκείνη η πολιτική που θέτει πάνω από τα συμφέροντα των ευρωπαίων πολιτικών τις επιδιώξεις των τραπεζών; Θα αντέξει το Ευρώ ως ενιαίο νόμισμα; Θα παραμείνει η Ευρώπη ενωμένη; Και πολλά άλλα ερωτήματα. Σ’ αυτή την πλούσια και πυκνή αρθρογραφία θα πρέπει να διακρίνει βέβαια κανείς διαφορετικές εθνικές οπτικές γωνίες.
Αναπαράγουν συνήθως στερεότυπα, αλλά και σε μια στάση απέναντι στο ευρωπαϊκό εγχείρημα που υπαγορεύεται από τη συμμετοχή ή όχι στην ευρωζώνη, αλλά και από ποια ζώνη της Ευρώπης προέρχεται κάθε γραφίδα. Ύστερα υπάρχουν οι πολιτικές οπτικές γωνίες: Μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που υποστηρίζουν ότι στο υπάρχον πλαίσιο αποκλείεται η κοινωνική πολιτική και ενθαρρύνεται η μεταφορά των κοινών και του δημόσιου πλούτου στους ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους και σε εκείνους που ευθυγραμμίζονται με τη λογική των προτεραιοτήτων της αγοράς και του χρηματοπιστωτικού τομέα. Και στις δυο πλευρές όμως η τελευταία κρίση έχει αναδείξει δύο αιχμές.
Η πρώτη είναι η στάση και η θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη. Η δεύτερη είναι η συζήτηση για την λαϊκή κυριαρχία (δημοκρατική αρχή) και την εθνική κυριαρχία.
Η φράση του Τσίπρα, τη Δευτέρα το πρωί, «αναδείξαμε τη λαϊκή κυριαρχία, αλλά πρέπει να κατακτήσουμε την εθνική κυριαρχία», θέτει το εξαιρετικά ενδιαφέρον ερώτημα, πώς είναι δυνατό να έχεις λαϊκή κυριαρχία χωρίς εθνική κυριαρχία; Νομίζω ότι θα μας απασχολήσει αυτό το ερώτημα μελλοντικά, αλλά ως προς το παρόν, η συμφωνία αλλά και όλη η διαδικασία, περιγράφηκε εκτεταμένα ως μια τελετουργία εθνικής ταπείνωσης. Κοινή πάντως η πεποίθηση που εκφράστηκε και πριν και μετά τη σύνοδο κορυφής ότι η σύνοδος αυτή έθεσε ένα πριν και ένα μετά για την Ευρώπη, έστω και αν πολλές από τις πραγματικότητες που παρατηρούμε προϋπήρχαν και ακόμη τα καινούργια χαρακτηριστικά θα φανούν σιγά-σιγά.
Σήμερα πάντως βρισκόμαστε με μια κατ’ αρχήν συμφωνία, η οποία ψηφίστηκε από ένα μέρος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και πέρασε με τη συμπαράταξη της Ν.Δ., ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Ποταμιού. Γράφοντας εντούτοις αυτές τις γραμμές Πέμπτη (16/7) πρωί, δεν είμαι σίγουρος ούτε ότι η συμφωνία θα προχωρήσει, ούτε ότι οι πιέσεις ανατροπής της κυβέρνησης έχουν λήξει, ούτε ότι το Grexit έχει αποφευχθεί οριστικά. Και αυτό οφείλεται όχι μόνο στις εξελίξεις στην ελληνική πολιτική σκηνή, αλλά επίσης και, πρωτίστως, στην επιμονή της άλλης πλευράς.
Παρακολουθήσαμε αυτές τις μέρες την επιμονή, αλλά επίσης και την αυθαιρεσία και τον κυνισμό της ευρωπαϊκής ηγεσίας, τόσο ως προς τις δηλώσεις όσο και ως προς τις πράξεις της. Δεν χρειάζονται περισσότερα σχόλια, δυο μόνο ενδεικτικά παραδείγματα: Προσερχόμενος στο Eurogroup την Κυριακή το πρωί ένας από τους υπουργούς οικονομικών λέει στους δημοσιογράφους ότι τις αποφάσεις θα τις λάβουν οι πολιτικοί, στη σύνοδο κορυφής το απόγευμα.
Προφανώς μετά τους κεντρικούς τραπεζίτες, ούτε οι υπουργοί οικονομικών θεωρούν τον εαυτό τους πολιτικό. Απλώς τεχνοκράτες που βάζουν την οικονομία στις ράγες. Μόνο ένας, ο ισχυρότερος ΥπΟικ, έχει το δικαίωμα να μπαινο-βγαίνει στο ρόλο του. Ο κ. Σώυμπλε, αναμφισβήτητος κύριος όλων των άλλων, μπορούσε να παρατηρεί: Δεν είναι ζήτημα μαθηματικών, αλλά φιλοσοφίας (της ελληνικής κυβέρνησης). [Όταν βέβαια τους έλεγε η ελληνική κυβέρνηση ότι το ζήτημα ήταν πολιτικό, έλεγε πηγαίνετε στους τεχνοκράτες, πρώτα οι αριθμοί.] Το δεύτερο παράδειγμα είναι η έκθεση του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Αν και ετοιμασμένη πριν, κυκλοφόρησε μια μέρα μετά τη λήξη της ολονύχτιας συνόδου, στην οποία το ζήτημα αυτό βρισκόταν ακριβώς στο επίκεντρο της συζήτησης με αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης. Αν υπάρχει πλέον ζήτημα εμπιστοσύνης, αυτό δεν είναι μόνο μια μετωνυμία της ανατροπής της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά της έλλειψης οποιωνδήποτε κανόνων, και του χειρισμού των κανόνων από την πλευρά του ισχυρού που μπορεί να τους τροποποιεί κατά βούληση και συνεχώς, κατηγορώντας κάθε ελιγμό του ασθενέστερου ως παραβίαση της εμπιστοσύνης. Οι μύθοι του Αισώπου παρέχουν πιο ακριβή γλώσσα, από τη σύγχρονη πολιτική επιστήμη για την περιγραφή και την κατανόηση αυτής της συμπεριφοράς.
Από την άλλη μεριά όμως η ελληνική κυβέρνηση, μετά τη διάσπαση της Κ.Ο. του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στην ψηφοφορία, έχει να διαχειριστεί το παρελθόν της, δηλ. τη συγκρότηση του ίδιου του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και του αντι-μνημονιακού μπλοκ που την ανέδειξε, του λόγου και των πρακτικών του. Έχει να διαχειριστεί την κληρονομιά του Όχι.
Και τα δυο –δηλ. κομματική κληρονομιά και δημοψηφισματικό Όχι– δεν ταυτίζονται, καθώς το δεύτερο έχει μεν πλάτος κατά πολύ υπέρτερο του πρώτου, αλλά και μεγαλύτερη ευθραυστότητα και ευμεταβλητότητα. Παράλληλα όμως ο πρωθυπουργός έχτισε σε όλη αυτή την περίοδο δεσμούς εμπιστοσύνης με ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο υπερβαίνει όχι μόνο ιδεολογικούς διαχωρισμούς, αλλά και, συχνά, ακόμη και τη διακριτή γραμμή που τέθηκε στο δημοψήφισμα.
Με δυο λόγια, μετακινήθηκε προς τον (χωρίς πολιτική εκπροσώπηση έως τώρα) μεσαίο χώρο. Παράλληλα, η απόσυρση Βενιζέλου και η παραίτηση Σαμαρά, καθώς και η σύνοδος των αρχηγών των κομμάτων μετά το δημοψήφισμα –μια ενωτική κίνηση από θέση κυριαρχίας– έκαναν έως αυτή τη στιγμή τον Αλέξη Τσίπρα τον ισχυρότερο πολιτικό παράγοντα στη σημερινή Ελλάδα, καθώς ισορροπεί ανάμεσα στη συμπολίτευση και την αντιπολίτευση. Αυτός ο κατευθείαν δεσμός ανάμεσα στον χαρισματικό ηγέτη και την κοινωνία, έχει περιγραφεί συχνά ως η προϋπόθεση του λαϊκισμού. Ας μην βιαστούμε όμως να χρησιμοποιήσουμε χαρακτηρισμούς, άλλωστε η ισορροπία μπορεί κάθε στιγμή να αποδειχτεί ασταθής και να ανατραπεί.
Η συμφωνία αυτή σημαίνει μια οριστική απαλλαγή από την αντίληψη ότι το μνημόνιο (ή τα μνημόνια) και η πολιτική λιτότητας θα μπορούσαν να καταργηθούν.
Η αντίληψη αυτή ήταν σαν τον ατμό στο καζάνι. Μπορείς να τον χρησιμοποιείς όσο τον διοχετεύεις μεθοδευμένα και σε μικρές δόσεις. Αν ανοίξεις τη βαλβίδα, τον έχασες. Και αυτό συνέβη με την υπογραφή της συμφωνίας, όσο κι αν την καταδικάζεις λεκτικά.
Πώς μπορεί λοιπόν να γίνει διαχειρίσιμη μια παρόμοια συμφωνία; Με την επιφύλαξη ότι σε κάθε στιγμή μπορεί να εκτροχιαστεί το τρένο, πράγμα που οφείλεται όχι μόνο στις απώτερες επιδιώξεις για τον μετασχηματισμό της Ευρωζώνης σε γερμανική ζώνη ή στις κακοτεχνίες της γραμμής, θα έλεγα ότι και άλλες χώρες (όχι όλες) είχαν βρεθεί σε παρόμοιες καταστάσεις και συνήλθαν. Εκείνο που μετράει είναι η θέληση, και αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα αυτή η θέληση υπάρχει, είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο και εγγύηση για το μέλλον, το οποίο θα πρέπει να διαφυλαχτεί ως κόρη οφθαλμού.
Η ίδια η Γερμανία βρέθηκε σε πολύ χειρότερη κατάσταση από την Ελλάδα, μετά το 1945. Ναι μεν τη βοήθησε το γεγονός ότι λόγω του Ψυχρού Πολέμου έπρεπε να σταθεί στα πόδια της, αλλά δεν ήταν ο μόνος λόγος που η χώρα ανέκαμψε. Και η Ελλάδα θα ανακάμψει. Δεν είναι η πρώτη φορά που βρίσκεται σε παρόμοια θέση. Βρέθηκε με τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο το 1898 και μετά από 14 χρόνια διεξήγαγε νικηφόρα τους Βαλκανικούς πολέμους και διπλασίασε το μέγεθός της.
Βρέθηκε το 1922 αλλά γνώρισε μια θεαματική ανάκαμψη στον Μεσοπόλεμο, παρά την οικονομική κρίση του 1929-1932. Βρέθηκε το 1945 και, παρά τον εμφύλιο, γνώρισε θεαματικούς ρυθμούς ανάπτυξης έως τη δεκαετία του 1970. Επομένως το ζήτημα δεν είναι υπαρξιακό. Είναι τι τύπου ανάπτυξη, πώς θα είναι βιώσιμη, πώς δεν θα ανοίξει η κοινωνική ψαλίδα, πώς δεν θα θυσιαστεί η δημοκρατία, πως η Ελλάδα θα αλλάξει αλλά θα διατηρήσει την εξισωτική της κουλτούρα. Το ζήτημα είναι ο χειρισμός ακόμη και της ήττας. Συνήθως προβάλλεται το παράδειγμα της Συνθήκης των Βερσαλλιών και η εθνική ταπείνωση της Γερμανίας μετά τον Α΄ Π.Π.
Στη Γερμανία του Μεσοπολέμου πράγματι επιβλήθηκαν υπέρογκες αποζημιώσεις, της αφαιρέθηκε εθνικό έδαφος, μια ταπεινωτική συνθήκη. Εν τούτοις η χώρα μετά από μια μακρά περίοδο ανέκαμψε οικονομικά, περιορίστηκε η ανεργία και ο πληθωρισμός. Αλλά με ποιο τίμημα; Την καταστροφή της δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την άνοδο του Ναζισμού. Επομένως η συζήτηση θα πρέπει να στραφεί στον χειρισμό αυτής της συμφωνίας.
Η διαχείριση της συμφωνίας δεν θα πρέπει να κριθεί μόνο στα πλαίσια ενός δυσμενέστατου συσχετισμού δυνάμεων, ως διαχείριση μιας ήττας. Και τούτο γιατί θα πρέπει να καταλάβουμε ότι οι περιπέτειες που ζούμε τα τελευταία χρόνια είναι ο τρόπος με τον οποίο ξετυλίγεται, εξειδικεύεται και αποτυπώνεται στα καθ’ ημάς μια μεγάλη, ευρύτερη κρίση, η οποία προκύπτει από έναν ακόμη μεγαλύτερο οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό. Αυτόν τον μετασχηματισμό τον βιώνει η Ευρώπη στο σύνολό της, απέναντι στις άλλες μεγάλες οικονομικές δυνάμεις αλλά και σε συνεργασία μαζί τους (βλ. εμπορική συμφωνία Ευρώπης-Η.Π.Α., ΤΤIP) και οι δαγκάνες αυτού του μετασχηματισμού μεταφέρουν την πίεση που φτάνει ως εμάς.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να τοποθετηθεί η πολιτική των δανειστών. Η εξωτερική της ετικέτα της νέας συμφωνίας (όπως και των Μνημονίων έως τώρα) γράφει: α) αποπληρωμή των δανείων, και εκεί κατευθύνεται το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των δανείων από το 2010, β) δημιουργία ενός κράτους που δεν θα παράγει πλέον ελλείμματα και γ) δημιουργία μιας ανταγωνιστικής οικονομίας ώστε η Ελλάδα να τραβήξει ξένες επενδύσεις που θα δημιουργήσουν απασχόληση.
Οι οδηγίες στο εσωτερικό του κουτιού γράφουν: α) προσαρμογή της οικονομίας, του κράτους και της κοινωνίας σε ένα νεοφιλελεύθερο ιδεώδες, β) κατεδάφιση του βιοτικού επιπέδου και των κοινωνικών παροχών και υπηρεσιών στο επίπεδο των χωρών της πρώην Ανατολικής Ευρώπης, επιστροφή δηλαδή της Ελλάδας στη γεωγραφική της γειτονιά και γ) μεταφορά της δημόσιας υπηρεσίας και των δημόσιων πόρων σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους του εξωτερικού (κυρίως γερμανικούς). Σ’ αυτή την ατζέντα αναφέρεται η επιμονή στις «μεταρρυθμίσεις», οι οποίες ποτέ δεν προσδιορίζεται ποιες είναι. Δεν πρόκειται για κρυφή ατζέντα.
Η αλλαγή φιλοσοφίας της ελληνικής κοινωνίας, οι μισθοί και οι συντάξεις που πρέπει να είναι συγκρίσιμοι με εκείνους των βαλκανικών χωρών.
Τι περιθώρια έχει η ελληνική πλευρά; Ελάχιστα. Εν τούτοις και αυτά είναι υπαρκτά παρά το γεγονός ότι πρέπει κάθε στιγμή να τα υπερασπίζει και να τα κερδίζει σε μια μάχη σε όλα τα επίπεδα, από τις συνόδους κορυφής έως τους υπαλλήλους που εξετάζουν στις Βρυξέλλες τα ελληνικά νομοσχέδια πριν υποβληθούν στη Βουλή.
Κυρίως η ελληνική πλευρά πρέπει να ξέρει με μεγάλη σαφήνεια τι θέλει, και να έχει ένα οδικό χάρτη ώστε να ελέγχει την πορεία της. Αυτός ο χάρτης πρέπει να περιλαμβάνει τρία είδη μεταρρυθμίσεων: α) τις μεταρρυθμίσεις που θέλουν οι δανειστές, β) τις μεταρρυθμίσεις που θέλει η ίδια και γ) τις μεταρρυθμίσεις του ενδιάμεσου πεδίου ανάμεσα στο τι θέλει η ίδια και στο τι θέλουν οι δανειστές.
Ας αρχίσουμε από την τρίτη ομάδα μεταρρυθμίσεων. Υπάρχει ένα μεγάλο περιθώριο μεταρρυθμίσεων στη δημόσια διοίκηση, στο ραδιοτηλεοπτικό πεδίο, στην εκπαίδευση, στη δικαιοσύνη, στη φορολογία και σε πολλούς άλλους τομείς, οι οποίες και αλλάζουν την ζωή των πολιτών, και δημιουργούν ένα περιβάλλον αποτελεσματικότητας, σοβαρότητας και ποιότητας. Αναμφίβολα.
Το γεγονός μάλιστα ότι μεταρρυθμίσεις αυτού του τύπου δεν περιλαμβάνονται στις απαιτήσεις των δανειστών δείχνουν τον αυστηρό προσανατολισμό τους προς αλλαγές που περιγράψαμε στην «εσωτερική ετικέτα» των στόχων. Σε ένα μόνο είδος μεταρρυθμίσεων. Αυτές τις «άλλες» μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να τις κάνουμε μόνοι μας.
Ως προς την πρώτη ομάδα, υπάρχουν μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν, μεταρρυθμίσεις που αναγκαστικά θα γίνουν αλλά πρέπει να βρούμε αντισταθμίσματα, και μεταρρυθμίσεις στις οποίες θα πρέπει να βρούμε τον τρόπο να τις μεταρρυθμίσουμε. Λ.χ. το ασφαλιστικό σύστημα χρειάζεται βαθιές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες εμποδίστηκαν να γίνουν την εποχή της έκθεσης Σπράου (1997) και την εποχή του Τάσου Γιαννίτση (2001). Δεν ισχυρίζομαι ότι το ασφαλιστικό αν είχαν περάσει αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν θα αντιμετώπιζε την επίθεση των δανειστών.
Θα την αντιμετώπιζε γιατί βρίσκεται σε μια διαφορετική φιλοσοφία, από τότε που ιδρύθηκαν οι κοινωνικές ασφαλίσεις. Λ.χ. όταν ιδρύθηκαν οι κοινωνικές ασφαλίσεις ακολουθούσαν, με κάποιες παραλλαγές, το μοντέλο της τριμερούς χρηματοδότησης που είχε καθιερώσει ο Μπίσμαρκ το 1881: εισφορές εργατών, εργοδοτών και κρατική συνεισφορά.
Σήμερα η κρατική συνεισφορά πρέπει να καταργηθεί. Όταν επίσης ιδρύθηκαν οι κοινωνικές ασφαλίσεις το σχήμα προέβλεπε μικρότερο προσδόκιμο ζωής και βέβαια ήταν λιγότερα τα έξοδα ιατρικής περίθαλψης. Σήμερα όλοι αυτοί οι παράγοντες έχουν ανατραπεί λόγω δημογραφικών μετασχηματισμών οι οποίοι βαραίνουν διπλά το σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων: και μικρότερος ο λόγος εργαζομένων προς συνταξιούχους, και μακροβιότητα.
Επομένως μεγαλύτερα ελλείμματα και κρατική κάλυψη των ελλειμμάτων. Στην ελληνική περίπτωση θα πρέπει να προσθέσουμε και τα εξής: από τη δεκαετία του 1930 γινόταν κριτική στην πολυδιάσπαση του ασφαλιστικού συστήματος, το ίδιο είχε χρησιμοποιηθεί από το κράτος ως μεταφορά πόρων και είχε χάσει την βιωσιμότητά του, τα κεφάλαιά του χρησιμοποιούνταν με μηδενικό επιτόκιο για την αναχρηματοδότηση του κράτους, και οι πρόωρες συντάξεις καθώς και η χρηματοδότηση των επικουρικών χρησιμοποιούνταν ως αντίδοτο στις αυξήσεις μισθών ή στο πλαίσιο προνομιακής πρόσβασης στο κράτος ομοιο-επαγγελματικών ομάδων όπως οι τραπεζοϋπάλληλοι, οι υπάλληλοι του δημοσίου και των ΝΠΔΔ κ.λπ.
Όλα αυτά θέλουν ανασχεδιασμό, ενοποίηση, εξορθολογισμό και μάλιστα σε ένα πλαίσιο κοινωνικής δικαιοσύνης. Δικαιότερο να συνταξιοδοτείται στα 67 του ο φύλακας αρχαιολογικών χώρων, παρά ο μεταλλωρύχος, ή ο οικοδόμος, κ.ο.κ. Δικαιότερο να λαμβάνει οικογενειακή άδεια μια εργαζόμενη μητέρα όταν τα παιδιά της είναι μικρά, παρά πρόωρη συνταξιοδότηση.
Σε διαφορετικό μήκος κύματος βρίσκονται οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας που επιδιώκουν την εξάλειψη των συλλογικών συμβάσεων προς όφελος των ατομικών, και γενικότερα σκοπεύουν να αποστερήσουν τους εργαζόμενους από τα δικαιώματά τους. Και εδώ όμως θα πρέπει να δούμε ποια είναι η πραγματική κατάσταση στην αγορά εργασίας και πώς η ελαστικότητα χρησιμοποιείται ώστε να εργάζονται ιδίως οι νέοι κανονικό ωράριο και να πληρώνονται για μερική απασχόληση.
Τι έχει απομείνει από τα εργασιακά δικαιώματα που κερδήθηκαν στη δεκαετία του ’70 και του ’80; Την εργασιακή νομοθεσία κυρίως την παραβιάζει η πίεση της ανεργίας. Η φιλελεύθερη κριτική ότι υπάρχουν οι μεν που είναι προστατευμένοι και οι δε όχι, κατεδάφισε μεν τα τείχη της κοινωνικής προστασίας χωρίς όμως στο κατ’ ελάχιστο να προστατεύσει τους απροστάτευτους. Η κριτική αυτή αποδείχτηκε προσχηματική.
Μια αριστερή κυβέρνηση που αναλαμβάνει να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις στις κοινωνικές ασφαλίσεις βρίσκεται μπροστά στο μεγάλο πρόκριμα της εποχής. Θα αυξήσει τα ηλικιακά όρια, θα μειώσει τις παροχές, θα υιοθετήσει το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που σημαίνει ναι μεν καταπολέμηση της ακραίας φτώχειας αλλά γενική φτωχοποίηση, θα μειώσει τις διαφορές στο εσωτερικό του ασφαλιστικού συστήματος – τι θα κάνει από όλα αυτά; Πέραν της ανεργίας και της μείωσης των εργοδοτικών εισφορών, το ίδιο το δημογραφικό πρόβλημα είναι αμείλικτο.
Τέλος, υπάρχει μια κατηγορία μεταρρυθμίσεων η οποία δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της Ελλάδας ως πειραματόζωου. Μεταρρυθμίσεις όπως λ.χ. η κατάργηση της Κυριακής αργίας, με τα μαγαζιά ανοιχτά όλες τις μέρες, δεν έχουν εφαρμοστεί καν στη Γερμανία και στην Αυστρία. Αντίθετα έχουν περάσει εύκολα στις πρώην κομμουνιστικές χώρες. Δεν είναι τόσο το οικονομικό όφελος από αυτού του είδους τις μεταρρυθμίσεις όσο το να μεταβάλουν την κουλτούρα της χώρας σε ένα είδος εμπορικής-καταναλωτικής κουλτούρας, που απορροφά το χώρο και το χρόνο. Εδώ χρειάζεται μια σαφής συμμαχία με την Εκκλησία.
Προτιμότερο οι άνθρωποι τις Κυριακές να πηγαίνουν στην εκκλησία, παρά να τρέχουν για shopping therapy. Το στενό μαρκάρισμα όμως των μεταρρυθμίσεων αυτού του τύπου πρέπει να γίνει με προσεκτική νομική προετοιμασία. Η προχειρότητα, ο κοπανιστός αέρας και η ρητορεία θα είναι χειρότερη από την αποδοχή τους.
Aυτή η κυβέρνηση κατόρθωσε να συγκλονίσει την Ευρώπη, φέρνοντας στην επιφάνεια και στο κέντρο της συζήτησης τα προβλήματα που την ταλανίζουν και την απειλούν με διάλυση. Το πρόβλημα αυτό πρέπει να το φέρνει συνεχώς στο προσκήνιο, χωρίς να εσωτερικεύει την πολιτική της λιτότητας όπως οι προηγούμενοι, αλλά και χωρίς να χρησιμοποιεί την αντι-λιτότητα ως άσφαιρη ρητορική ή ως ιδεολογικό άλλοθι που αποκρύπτει την πραγματικότητα.
Χορεύοντας με τον Μινώταυρο, λοιπόν δεν είναι ούτε πεντοζάλη, ούτε τσιφτετέλι, ούτε παθιασμένο τάγκο. Είναι la danse de mort. Τέλος, μην ξέροντας πώς να επιλογίσω αυτό το άρθρο, θα αντιγράψω μια παράγραφο που σήμερα το πρωί, σχεδόν τυχαία, διάβασα σερφάροντας στο διαδίκτυο, εδώ:
«Έτσι και απαξιωθεί στα μάτια του κόσμου ο Αλέξης Τσίπρας και χαθεί η ελπίδα, καμία αριστερά των ξύλινων συνθημάτων δεν πρόκειται να τον διαδεχτεί. Θα «επικρατήσει η λογική» μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας με κάποιον τεχνοκράτη αχυράνθρωπο για πρωθυπουργό. Κι αν δεν καταφέρουν τα κόμματα που μας οδήγησαν ως εδώ να κερδίσουν τις εκλογές, θα πέσουν και τα τελευταία προσχήματα και θα πάμε σε κανονικό πραξικόπημα. Που συμπτωματικά αποτελεί και την ιδανική δικαιολογία για Grexit…»
Υπάρχει ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων που σκέπτεται έτσι. Ευρύτερο από το ακροατήριο του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ευρύτερο ή που διασταυρώνεται ενδεχομένως και με το ακροατήριο του Όχι. Αν δεν βρει όμως ανταπόκριση αυτό το ακροατήριο, θα σκορπίσει, και πολύ λίγες ελπίδες θα μείνουν για την ανάκαμψη της Ελλάδας.
Πηγή: http://www.chronosmag.eu/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου