Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Έγγραφο της ΝSA λέει ότι ο Σαουδάραβας πρίγκιπας διέταξε επίθεση ανταρτών στη Δαμασκό

Μια ομάδα από αντάρτες πολεμιστές της Συρίας έλαβε θέση στις 18 Μαρτίου 2013 και έριξε πολλαπλούς πυραύλους σε στόχους στην καρδιά της Δαμασκού, της πρωτεύουσας του Μπασάρ αλ Άσαντ. Η επίθεση ήταν μια αισχρή επίδειξη δύναμης από τους αντάρτες υπό τη σημαία του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, με στόχο το προεδρικό μέγαρο, τον Διεθνή Αερολιμένα της Δαμασκού και ένα κυβερνητικό κέντρο ασφάλειας.
Έστειλε ένα τρομακτικό μήνυμα στο καθεστώς για την όλο και πιο ετοιμόρροπη κυβέρνηση της χώρας, δύο χρόνια μετά την έναρξη μιας εξέγερσης κατά της διακυβέρνησής της.
Πίσω από τις επιθέσεις, δέσποζε η επιρροή μιας ξένης εξουσίας. Σύμφωνα με ένα μυστικό έγγραφο της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ που βγήκε στη δημοσιότητα από τον πληροφοριοδότη Έντουαρντ Σνόουντεν, οι ρίψεις πυραύλων του Μαρτίου του 2013 ήταν μια άμεση διαταγή ενός μέλους της βασιλικής οικογένειας της Σαουδικής Αραβίας, του πρίγκιπα  Σαλμάν Μπιν Σουλτάν, για να βοηθήσουν στον εορτασμό της δεύτερης επετείου της Συριακής επανάστασης. Ο Σαλμάν είχε παράσχει 120 τόνους εκρηκτικών και άλλων όπλων στις δυνάμεις της αντιπολίτευσης, δίνοντάς τους οδηγίες να «βάλουν φωτιά στη Δαμασκό» και να «ισοπεδώσουν» το αεροδρόμιο, όπως φαίνεται στο έγγραφο της υπηρεσίας ασφάλειας της αμερικανικής κυβέρνησης σχετικά με τις παρατάξεις της αντιπολίτευσης της Συρίας.

Οι Σαουδάραβες ήταν από καιρό αποφασισμένοι να ρίξουν τον Άσαντ. Ο Σαλμάν ήταν ένας από τους βασικούς Σαουδάραβες αξιωματούχους που ήταν υπεύθυνοι για τον πόλεμο στη Συρία, υπηρετώντας ως υψηλόβαθμος αξιωματούχος μυστικών υπηρεσιών πριν προαχθεί πιο μετά, το 2013 σε αναπληρωτή υπουργό Άμυνας.

Το έγγραφο της NSA δίνει μια ματιά για το πώς εξελίχθηκε ο πόλεμος μετά τα πρώτα του στάδια που ήταν λαϊκές εξεγέρσεις και καταστολή. Μέχρι τη στιγμή της επίθεσης του Μαρτίου 2013, αναμφισβήτητα η πιο σημαντική δύναμη στη σύγκρουση ήταν οι ξένες δυνάμεις που και από τις δύο πλευρές τροφοδοτούσαν αυτό που φάνηκε ότι ήταν ένα αιματηρό, απόλυτο αδιέξοδο. Το έγγραφο δείχνει πόσο βαθιά εμπλέχθηκαν αυτές οι ξένες δυνάμεις σε τμήματα της ένοπλης εξέγερσης, ακόμη και επιλέγοντας συγκεκριμένες επιχειρήσεις για να πραγματοποιήσουν οι τοπικοί σύμμαχοί τους
.

«Μια επανάσταση, ένας πόλεμος με μεσολαβητές και ένας εμφύλιος πόλεμος δεν είναι  απαραίτητο να αλληλοαποκλείονται», δήλωσε ο Άρον Λουντ, ειδικός στα ζητήματα της Συρίας στο Ίδρυμα The Century, μια ομάδα σκέψης με έδρα τη Νέα Υόρκη. «Όλα αυτά μπορούν να υπάρχουν ταυτόχρονα στην ίδια χώρα, όπως φαίνεται να συνέβη στη Συρία».

Η εξέγερση κατά του καθεστώτος του Άσαντ το 2011 ήταν σύμφωνη με ένα κύμα πολιτικών επαναστάσεων που ξέσπασαν στη Μέση Ανατολή εκείνο το έτος. Χιλιάδες άνθρωποι που ζούσαν κάτω από πολύ καταχρηστικές δικτατορίες επιδίωξαν να ανατρέψουν τους ηγέτες τους, ξεκινώντας μαζικές διαδηλώσεις και μερικές φορές εμπλεκόμενοι σε ένοπλες επιθέσεις. Εμπνευσμένοι από τις αρχικές επιτυχίες στην Τυνησία και την Αίγυπτο, οι Σύριοι βγήκαν στους δρόμους μαζικά. Αλλά η εξέγερσή τους δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει την ίδια ειρηνική τροχιά. Απαντώντας στις διαμαρτυρίες, το καθεστώς Άσαντ και οι δυνάμεις ασφαλείας του, διεξήγαγαν έναν ανοιχτό πόλεμο εναντίον του λαού τους, αρνούμενοι να επιτρέψουν οποιαδήποτε αλλαγή στην εξουσία.

Η καταστολή σόκαρε τους διεθνείς παρατηρητές. Η σε μεγάλο τότε βαθμό πολιτική εξέγερση, που βρέθηκε αντιμέτωπη με εξόντωση ή αντίσταση, βγήκε τα όπλα. Ωστόσο, η απάντηση του Άσαντ, σε συνδυασμό με την αναπτυσσόμενη επανάσταση, έφερε επίσης τη συμμετοχή αδίστακτων ξένων δυνάμεων. Από τότε που ξεκίνησε η σύγκρουση, και οι δύο πλευρές του εμφυλίου πολέμου της Συρίας έχουν λάβει σημαντική υποστήριξη από το εξωτερικό. Οι ομάδες της αντιπολίτευσης πήραν βοήθεια από την Τουρκία, το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία, ενώ η κυβέρνηση υποστηρίχθηκε από το Ιράν και τη Ρωσία.

Ορισμένα βίντεο που δημοσιεύθηκαν από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της Συρίας κατά την ημέρα των επιθέσεων καταδεικνύουν την παρουσία των ανταρτών που ρίχνουν πυραύλους στα ίδια σημεία που αναφέρονται στο έγγραφο των ΗΠΑ. Οι τοπικές αναφορές των Μέσων από εκείνη την ημέρα περιέγραψαν μια επίθεση κατά την οποία οι ρουκέτες έπληξαν τις περιοχές του προεδρικού παλατιού, ενός τοπικού κυβερνητικού κέντρου ασφάλειας και του αεροδρομίου. Ένας εκπρόσωπος του Συριακού Παρατηρητηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, που εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο, ανέφερε σε ένα ρεπορτάζ της επομένης των επιθέσεων ότι δεν μπορούσαν να επιβεβαιώσουν εάν υπήρχαν θύματα.
Οι επιθέσεις του Μαρτίου 2013 στη Δαμασκό δίνουν ένα καθαρό παράδειγμα του ρόλου που έπαιξαν οι ξένες δυνάμεις στην καθημερινότητα της σύγκρουσης. 


Το αμερικανικό έγγραφο, βασιζόμενο στην παρακολούθηση των «σχεδίων και των λειτουργιών της αντιπολίτευσης», δεν έλεγε αν οι επιθέσεις στόχευαν σκόπιμα σε πολίτες ή εμπλέκονταν εξτρεμιστικές ομάδες- αλλά έδειξε ότι οι αμερικανοί κατάσκοποι ήξεραν για τις επιθέσεις αρκετές ημέρες πριν.

Αναλύοντας τα βίντεο των επιθέσεων που δημοσιεύθηκαν στο διαδίκτυο από τις ομάδες της αντιπολίτευσης, ο Λουντ δήλωσε: «Φαίνεται ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές ομάδες που συμμετέχουν, όλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως διαφορετικές παρατάξεις του “Ελεύθερου Συριακού Στρατού” και όλοι προφανώς συνδέονται με τον ίδιο χρηματοδότη».

Λόγω της διασπασμένης φύσης της συριακής αντιπολίτευσης από τις πρώτες ημέρες της σύγκρουσης, είναι δύσκολο να γνωρίζουμε ποιος άλλος έλαβε όπλα ή ποια στρατηγική, αν υπάρχει, χρησιμοποιήθηκε από εξωτερικούς παράγοντες  για να προσπαθήσουν να θέσουν τις διάφορες ομάδες υπό έναν κεντρικό έλεγχο. Με την πάροδο του χρόνου όμως, αυτό το χαοτικό στρατηγικό περιβάλλον βοήθησε στην επίτευξη του στόχου των τρομοκρατικών ομάδων στη Συρία, καθώς και το καθεστώς.

Το έγγραφο της NSA μιλάει για ένα καθοριστικό ερώτημα που είχε η αντιπολίτευση της Συρίας - και οποιαδήποτε ομάδα ανταρτών: Από πού θα πάρουν όπλα και προμήθειες;

Στη Συρία, ο οπλισμός για την εξέγερση προερχόταν αρχικά από αυτομολημένες στρατιωτικές μονάδες που, εξοργισμένες με την καταστολή του καθεστώτος, εντάχθηκαν στην αντιπολίτευση. Μεταξύ εκείνων που στράφηκαν εναντίον του Άσαντ ήταν και υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι όπως ο Χουσεΐν αλ-Χαρμούς, αξιωματικός του στρατού που είχε καταγγείλει τον Σύριο δικτάτορα μετά από ένα κύμα σφαγών το 2011. (Ο Χαρμούς πιθανότατα απήχθη στην Τουρκία και επέστρεψε στη Συρία. Αφού έδωσε μια μαγνητοσκοπημένη «εξομολόγηση» στην κρατική τηλεόραση της Συρίας μετά την επιστροφή του, δεν ακούστηκε ξανά).

Οι αξιωματικοί «Refusenik» [Σ.τ.Μ. αντιρρησίες συνείδησης], όπως ο Χαρμούς, βοήθησαν να βρεθούν οι αρχικές ένοπλες ομάδες που συνενώθηκαν για τον  «Ελεύθερο Συριακό Στρατό», ένα όνομα που ήταν περισσότερο ένα εμπορικό σήμα για την αντιπολίτευση παρά μια μοναδική οντότητα. Ομάδες που χαρακτηρίζονται ως Ελεύθεροι Συριακοί Στρατοί υιοθέτησαν την παλιά σημαία ανεξαρτησίας της Συρίας και άρχισαν να διεξάγουν μικρές επιχειρήσεις σε όλη τη χώρα για να υπερασπιστούν διαδηλωτές και για να πάρουν όπλα. Με την πάροδο του χρόνου, ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός κατέληξε να εκπροσωπεί ένα μεγάλο φάσμα της εθνικιστικής αντιπολίτευσης, ισλαμιστές της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και οικογενειακά και φυλετικά δίκτυα που βγήκαν στα όπλα για να υπερασπιστούν τα χωριά και τις πόλεις τους. (Αντίθετα, οι σκληροπυρηνικοί Ισλαμιστές όπως το Τζαμπχάτ αλ Νούσρα και το Ισλαμικό Κράτος που συνδέονται με την Αλ Κάιντα δεν χρησιμοποίησαν το όνομα ή τη σημαία του Ελεύθερου Συριακού Στρατού λόγω της ιδεολογικής αντίθεσής τους στον εθνικισμό).

Καθώς προχωρούσε η άγρια καταστολή και οι πρόσφυγες άρχισαν να βγαίνουν μαζικά από τη χώρα, τα όπλα των μαχητών που είχαν βρεθεί από τους αποστάτες και τις επιδρομές στις κυβερνητικές εγκαταστάσεις δεν ήταν αρκετά. Η αντιπολίτευση άρχισε να ανοίγει κανάλια με εξωτερικές δυνάμεις πρόθυμες να δουν την πτώση του Άσαντ. Δεν χρειάστηκε να περάσει καιρός πριν τα ξένα κράτη παράσχουν όπλα σε ομάδες που μάχονταν εναντίον του καθεστώτος. Αλλά η ροή ξένων όπλων ήταν μια εξέλιξη που θα συνέβαλε στη διάλυση της αντιπολίτευσης.
«Μέχρι το 2013, υπήρχε ένας μεγάλος διαχωρισμός μεταξύ των πηγών υποστήριξης των μαχητών, λόγω της αυξανόμενης αντιπαλότητας μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ», δήλωσε ο Λουντ, προσθέτοντας ότι η Τουρκία είναι με το μέρος του Κατάρ. «Και αυτή η αντιπαλότητα βοήθησε στην υπονόμευση της εξέγερσης».

«Μεγάλο μέρος της υποστήριξης φαίνεται να έχει προσωπικό χαρακτήρα, με υποστήριξη από άτομα που είχαν προσωπικές σχέσεις με τους Σύριους», πρόσθεσε, μια δυναμική που επηρέασε την ένοπλη εξέγερση από την αρχή. «Αλλά υπήρξε επίσης μια ιδεολογική διάσταση σε αυτό». Ο Λουντ δήλωσε ότι γενικά οι ομάδες που χρηματοδοτήθηκαν από το Κατάρ και την Τουρκία τείνουν περισσότερο προς την ισλαμική ιδεολογία, ενώ εκείνες που υποστηρίζονται από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία ήταν είτε μη ισλαμικές, είτε ακολουθούσαν μια εκδοχή του ισλαμισμού που δεν τους απειλούσε, δείχνοντας έτσι την αντίθεση αυτών των χωρών στον λαϊκισμό απέναντι στη Μουσουλμανική Αδελφότητα: «Η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν υπήρξαν ποτέ άνετα με τους περισσότερους Σύριους Ισλαμιστές, αν και υποστήριζαν μερικές σκληροπυρηνικές ομάδες κατά περιόδους».

Οι παρατάξεις του Ελεύθερου Συριακού Στρατού στα βίντεο των επιθέσεων του Μαρτίου 2013 φαίνεται ότι ανήκαν στο Νότιο Μέτωπο που υποστηρίζεται από τη Σαουδική Αραβία και την Ιορδανία, καθώς και στις ταξιαρχίες Αχφάντ αλ-Ρασούλ («Οι εγγονοί του Προφήτη»). Το όνομα της ομάδας δίνει ένα συγκλονιστικό παράδειγμα της σύγχυσης που κυριαρχούσε στις δυνάμεις των ανταρτών: Το όνομα Αχφάντ αλ-Ρασούλ φαίνεται να έχει χρησιμοποιηθεί από διαφορετικές ομάδες, με διαφορετικές ιδεολογίες, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές κατά τη σύγκρουση.

Η συριακή σύγκρουση είναι αξιοσημείωτη για το βαθμό στον οποίο η επαναστατική αντιπολίτευση μπορούσε να πάρει όπλα για τον εαυτό της και να συνεχίσει να μάχεται κατά του καθεστώτος σε έναν μακροχρόνιο εξουθενωτικό πόλεμο, λένε ειδικοί στην εσωτερική δυναμική των εμφύλιων πολέμων. Η επίθεση στη Δαμασκό το 2013 που περιγράφεται στο έγγραφο της NSA, μαζί με έναν άγνωστο αριθμό άλλων επιθέσεων, ήταν δυνατή μόνο χάρη στην υποστήριξη ενός ισχυρού χρηματοδότη όπως η Σαουδική Αραβία. (Η πρεσβεία της Σαουδικής Αραβίας στην Ουάσινγκτον και η συριακή αποστολή στο Ηνωμένο Βασίλειο στη Νέα Υόρκη δεν έκαναν σχόλια σχετικά με αυτό το θέμα).

«Γενικά, ένας μεγάλος αριθμός εμφυλίων πολέμων τείνουν να ξεκινούν από την περιφέρεια, με μια μικρή ομάδα ανθρώπων που συγκεντρώνονται σε μεμονωμένες περιοχές της χώρας και χρειάζονται χρόνο για να δημιουργήσουν μια στρατιωτική βάση. Αυτή είναι η γενική ιδέα πίσω από έναν ανταρτοπόλεμο», δήλωσε ο Στάθης Καλύβας, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Γέιλ και συγγραφέας του «Η λογική της βίας στον εμφύλιο πόλεμο».

«Η υπόθεση της Συρίας είναι εντυπωσιακή για τον βαθμό και την ταχύτητα με την οποία η αντιπολίτευση ήταν σε θέση να βρει οπλισμό», δήλωσε ο Καλύβας. «Παρά το γεγονός ότι υπήρξαν πολλές αποτυχίες από τον στρατό, δεν είδαμε μια πραγματική κατάρρευση του κράτους της Συρίας. Ταυτόχρονα, είδαμε αυτήν την πολύ αποκεντρωμένη αλλά ταχεία εμφάνιση ενός στρατού ανταρτών- κάτι που για μένα είναι αρκετά περίεργο- και η πιο πιθανή εξήγηση είναι το επίπεδο και η ικανότητα της αντιπολίτευσης να αποκτήσει εξωτερική βοήθεια».

Σε αντίθεση με τις εθνικιστικές ομάδες και τις ομάδες που υποστηρίζουν τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, δεν έχει αποδειχθεί ποτέ ξεκάθαρα ότι οι τρομοκρατικές οργανώσεις όπως το ISIS επωφελήθηκαν από άμεσες χορηγίες άλλων χωρών. Ωστόσο, το ISIS κατόρθωσε να κερδίσει τόσο ιδιωτική χρηματοδότηση όσο και σημαντικές ποσότητες ξένων εξοπλισμών, συμπεριλαμβανομένων των όπλων των ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια της δίνης των πολέμων στη Συρία και το Ιράκ. Ενώ ήταν σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητη, το 2015 η Τζαμπζάτ αλ Νούσρα, τοπικό μέτωπο που συνδέεται με την Αλ Κάιντα, επωφελήθηκε επίσης από τη συμμετοχή της σε μια συμμαχία- ομπρέλα από ομάδες που χρηματοδοτούνται από τη Σαουδική Αραβία, τη Τουρκία και το Κατάρ, γνωστή ως Τζάις αλ-Φατάχ ή αλλιώς «Στρατός Κατάκτησης». Η σχετική ανεξαρτησία των πιο ακραίων ομάδων κατά τη διάρκεια του πολέμου- που υπήρξε λόγω της απουσίας κρατικής χορηγίας- αποτελούσε σημαντικό πλεονέκτημα για τον ανταγωνισμό των διαφόρων αντιμαχόμενων παρατάξεων. Οι εξτρεμιστές τζιχαντιστές είχαν την ελευθερία να θέσουν τον δικό τους προγραμματισμό σχετικά με τα πάντα, από το να καταλάβουν μια περιοχή μέχρι να κάνουν εκστρατείες προπαγάνδας με σκοπό τη στρατολόγηση νέων μελών.

Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, οι πιο ακραίες ομάδες, με την υποστήριξη ιδιωτών ευεργετών και ξένων εθελοντών, κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό να νικήσουν τους αντιπάλους τους στην αντιπολίτευση που ανήκαν στην ομπρέλα του Ελεύθερου Συριακού Στρατού. Οι παρατάξεις της μορφής του Ελεύθερου Συριακού Στρατού έπρεπε να προσέχουν τις επιχειρήσεις και τις συμμαχίες τους, προκειμένου να κρατήσουν τους ξένους υποστηρικτές τους στο πλευρό τους. Για παράδειγμα, ορισμένες ομάδες αναγκάστηκαν να στραφούν εναντίον παλαιότερων συμμάχων, όπως οι Σύριοι Κούρδοι, για να διατηρήσουν την τουρκική χρηματοδότησή τους. Από την άλλη πλευρά, οι εξτρεμιστές ήταν σε θέση να λειτουργούν με εκπληκτική ευελιξία. Και επωφελήθηκαν από την ύπαρξη ενός συνεκτικού, αν και σκληρού, ιδεολογικού δόγματος για να το επιβάλουν στα επιτελεία και τις περιοχές που ήταν υπό τον έλεγχό τους- ένα ακόμα πλεονέκτημα όταν δραστηριοποιούνταν μέσα σε πληθυσμούς που ήθελαν απεγνωσμένα μια οποιοδήποτε είδους τάξη εν μέσω της τρομακτικής ανασφάλειας του εμφυλίου πολέμου.

«Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, είχατε πολλές συγκρούσεις στις οποίες οι αντάρτες χωρίστηκαν από εθνικιστικές και κομμουνιστικές παρατάξεις. Πολύ συχνά, οι κομμουνιστικές παρατάξεις ήταν και πιο ριζοσπαστικές και πιο αδίστακτες», δήλωσε ο Καλύβας. «Τα ριζοσπαστικά κόμματα είναι συχνά πολύ πιο συγκεντρωτικά και πειθαρχημένα, κάτι που τα καθιστά πιο ικανά να ανταγωνίζονται με ομάδες μη ριζοσπαστικών ανταρτών. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζονται τους τοπικούς πληθυσμούς αποτελείται επίσης από ένα αποτελεσματικό μίγμα προπαγάνδας- στο οποίο τείνουν να είναι πιο επιδέξιοι- και από τη βίαιη καταστολή οποιασδήποτε αντίθεσης».

«Αυτή η στρατηγική», πρόσθεσε ο Καλύβας, «μπορεί συχνά να κυριαρχήσει σε έναν εμφύλιο πόλεμο και να οδηγήσει στην εξάλειψη κάθε επαναστατικού ανταγωνισμού».


Υπάρχουν ακόμα εθνικιστικές ένοπλες επαναστατικές παρατάξεις που λειτουργούν στη Συρία, όπως το Στρατιωτικό Συμβούλιο της Μανμπίτζ, μια ομάδα των υποστηριζόμενων από τις ΗΠΑ Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων, καθώς και αμέτρητοι ακτιβιστές της κοινωνίας των πολιτών και ομάδες που εργάζονται σε περιοχές που απελευθερώνονται από τον κυβερνητικό έλεγχο. Έξι χρόνια όμως μετά την έναρξη του πολέμου και τέσσερα χρόνια μετά τις επιθέσεις που περιγράφονται στο έγγραφο της NSA, το κλίμα του πολέμου έχει αλλάξει δραματικά. Πιασμένοι ανάμεσα στο σφυρί και το αμόνι των εξτρεμιστικών ομάδων από τη μια και του καθεστώτος από την άλλη, η εθνικιστική συριακή αντιπολίτευση έχει χάσει πλήρως στη σύγκρουσή της με το καθεστώς. Η αργή- και από ότι φαίνεται τελική- επικράτηση ήρθε σε μεγάλο βαθμό χάρη στην ξένη παρέμβαση του Ιράν και της Ρωσίας, αλλά και, κυρίως, μέσω των εσωτερικών διαιρέσεων των ανταρτών.

Σε ένα από τα βίντεο που έδειχνε δήθεν τους πυραύλους που έπεσαν στο Διεθνές Αεροδρόμιο της Δαμασκού, ένας επικεφαλής ανταρτών που θεωρείται μέλος του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, λέει στην κάμερα ότι η επίθεση ήταν «στη μνήμη της δεύτερης επετείου της Συριακής επανάστασης»- όπως ακριβώς είχε δηλώσει ο Σαουδάραβας πρίγκιπας. Λίγους μήνες μετά την παράτολμη επίθεση κατά της πρωτεύουσας της Συρίας, το καθεστώς προχώρησε σε μία από τις μεγαλύτερες αγριότητες του πολέμου: μια επίθεση χημικών όπλων στο προάστιο της Γκούτα της Δαμασκού που σκότωσε πάνω από 1.400 ανθρώπους, σύμφωνα με τις ΗΠΑ. Η χημική σφαγή και η σιωπηρή διεθνής αντίδραση σ’ αυτήν, αποθάρρυνε την αντιπολίτευση και βοήθησε στην κινητοποίηση μιας μακράς εκδίκησης από το καθεστώς που έδωσε τέλος στον πόλεμο, καθιστώντας το καθεστώς νικητή.

Αντί να είναι ένα προοίμιο μιας εκστρατείας για να πάρουν τη Δαμασκό, οι βομβαρδιστικές επιθέσεις του 2013 ήταν ένα ακόμα επεισόδιο σε μια μακρά, εξαντλητική προσπάθεια να ανατρέψουν τον Άσαντ με τη βία. Η άμεση ξένη ανάμιξη στην επίθεση δημιουργεί μια πιο έντονη εικόνα ενός πολέμου που είχε ήδη ξεκινήσει να φεύγει από τον τοπικό έλεγχο, με τις ξένες δυνάμεις να χειραγωγούν τους Σύριους και από τις δύο πλευρές. Ενώ οι ξένοι υπέγραφαν επιταγές, έστελναν όπλα και έριχναν πυραύλους στη Συρία, οι Σύριοι είναι αυτοί που σκοτώθηκαν, οδηγήθηκαν στην εξορία και είδαν τη χώρα τους διαλυμένη, σε μια σύγκρουση η οποία, παρά το γεγονός ότι ήταν λίγο πολύ ξεκάθαρη, συνεχίζει να μας εξοργίζει μέχρι και σήμερα.

 thepressproject.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: