της Ιωάννας Τσιβάκου
Οι διορθωτικοί μηχανισμοί που έχει επιβάλει μέσω του Μνημονίου η Τρόικα στην ελληνική οικονομία, καθώς έχουν δρομολογηθεί πάνω στη λογική του νεοφιλελευθερισμού, είναι μια ευκαιρία για να αναλογιστούμε εκ νέου τα προτάγματα του τελευταίου, και ιδίως εκείνες τις όψεις του που επιδρούν στη συγκρότηση της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Στα αριστερά πολιτικά κείμενα ο νεοφιλελευθερισμός εμφανίζεται ως επί το πλείστον ως πολιτική για την εξάρθρωση του κράτους πρόνοιας και την υποταγή τού θεμελιωμένου μεταπολεμικού κράτους δικαίου στα κελεύσματα της καπιταλιστικής αγοράς. Αυτή η γενικόλογη περιγραφή αποκρύπτει εσωτερικές λογικές του νεοφιλελευθερισμού που η αντίσταση σε αυτόν θα πρέπει επίμονα να αποκαλύπτει.
Όπως είχε διαπιστώσει ο Φουκώ κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970,[1] η επικρατούσα εκδοχή του αμερικανικού φιλελευθερισμού (βλ. Hayek, von Mises, Simons, Schultz κ.ά.) δεν αποσκοπεί σε υποχώρηση του κράτους, αλλά σε αλλαγή του ρόλου του. Το βασικό επιχείρημα για μια τέτοια αλλαγή δεν ερείδεται στην ανικανότητα του κράτους πρόνοιας να είναι οικονομικά αποτελεσματικό, αλλά στην αδυναμία του να επιτύχει τη θεμελίωση του φιλελεύθερου ιδεώδους, που δεν είναι άλλο παρά αυτό της ατομικής ελευθερίας. Στον κλασικό φιλελευθερισμό η ατομική ελευθερία εθεωρείτο φυσικό δικαίωμα, καθώς πίστευε πως ρίζωνε στην ίδια τη φύση του ανθρώπου. Ο νεοφιλελευθερισμός όμως πρεσβεύει πως αυτό δεν αληθεύει, γι’ αυτό, κατά τη γνώμη των ιδρυτών του, η πραγματοποίηση της ατομικής ελευθερίας, εννοουμένης ως ελευθερίας επιλογών, προϋποθέτει συνειδήσεις κατάλληλα προετοιμασμένες για την διεκδίκησή της. Η προετοιμασία, δε, και η οικοδόμηση ελεύθερης συνείδησης επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη ελεύθερων και ισότιμων συναλλαγών που μόνο η αγορά μπορεί να εξασφαλίζει.
Κατόπιν αυτού, είναι προφανές πως δεν επιδιώκεται η απόσυρση του κράτους αλλά η αναδιαμόρφωσή του με όπλο τον νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος δεν λειτουργεί ως μια απλή ιδεολογία, παρά ανάγεται σε στρατηγική εξουσίας. Στρατηγική ικανή να επιδρά στην ανθρώπινη προσωπικότητα και να την αναδιαπλάθει καθιστώντας την «αυτόνομη». Ο όρος της αυτονομίας υπονοεί εδώ πως ο άνθρωπος στο εξής δεν θα προσδοκά την εξελικτική του πορεία από εξωτερικούς παράγοντες, παρά από τον ίδιο του τον εαυτό. Ο ίδιος αναλαμβάνει την ευθύνη των προσωπικών του επιλογών, είτε αυτές αναφέρονται στην ιδιωτική είτε στη δημόσια σφαίρα. Εκπαιδευόμενος έτσι ώστε η συμπεριφορά του να έχει αφομοιώσει τον τρόπο του σκέπτεσθαι του εχέφρονος επιχειρηματία, το πρότυπο του νεοφιλελεύθερου ανθρώπου είναι κάποιος που αποφασίζει προσμετρώντας κόστη και οφέλη, τελώντας συνεχώς εν εγρηγόρσει εμπρός στους καιροφυλακτούντες κινδύνους των συγχρόνων πλουραλιστικών κοινωνιών.[2]
Ακριβώς επειδή ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι μόνο ένα είδος διακυβέρνησης αλλά και μια «τεχνολογία διαπλάσεως του εαυτού», χαρακτηρίζεται από τον Φουκώ ως βιοπολιτική, δηλαδή ως στρατηγική «βιοεξουσίας». Με τον τελευταίο όρο επισημαίνεται εκείνο το είδος της εξουσίας που ασκείται απευθείας πάνω στη ζωή, όχι με όρους υψηλής κυριαρχίας ή θεσμοποιημένης πειθαρχίας, αλλά με εκλεπτυσμένους μηχανισμούς που έχει επεξεργαστεί η σύγχρονη τεχνοεπιστήμη. Η πειθαρχική εξουσία επιβάλλεται απρόσωπα από τους κυρίαρχους θεσμούς, βάσει νομοταγών πρακτικών και ρυθμίσεων. Αφήνει ωστόσο ένα πεδίο εξωθεσμικό, όπου η ζωή των ατόμων δύναται να ανακαλύπτει διεξόδους από τις θεσμοποιημένες πρακτικές. Η «βιοπολιτική» όμως καταργεί τα όρια μεταξύ θεσμοθετημένης και μη θεσμοθετημένης σφαίρας, παρεμβαίνοντας σε όλο το φάσμα της ζωής, σωματικής και διανοητικής, μέσω στρατηγικών νουθεσίας, αγωγής, επιστημονικής πρόληψης.
Στην ελληνική κοινωνία έχουμε ήδη διαπιστώσει μορφές βιοεξουσίας σε κοινωνικές σχέσεις όπως αυτές ανάμεσα σε ασθενή και γιατρό, δάσκαλο και μαθητή, επιχειρηματία και εργαζόμενο. Σε όλες αυτές τις μορφές, η ασκούμενη βιοπολιτική έχει ως σκοπό την προφύλαξη, προσαρμογή και εθελοντική αποδοχή των προτροπών του ισχυρού από τον αδύνατο. Όμως το ίδιο το κράτος δεν είχε μέχρι πρόσφατα ακόμη επεξεργαστεί μορφές βιοπολιτικής, ήτοι άμεσης παρέμβασης στη ζωή των πολιτών του. Ο πολίτης του ελληνικού κράτους όχι μόνο διατηρούσε τα όρια ανάμεσα σε ιδιωτική και δημόσια σφαίρα, αλλά έκανε κάτι ακόμη χειρότερο για τον νεοφιλελευθερισμό: εμπότιζε με τη λογική της ιδιωτικής ζωής την δημόσια, ακυρώνοντας συχνά στην πράξη ορισμένα είδη πειθαρχικής εξουσίας. Χωρίς να παραγνωρίζεται ο εκφυλισμός μιας τέτοιας συμπεριφοράς που παρατηρήθηκε ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες λόγω ανυποληψίας του κράτους, εντούτοις αυτή η απειθαρχία συντήρησε θύλακες συναισθηματικής αντίστασης απέναντι σε ισοπεδωτικές «τεχνολογίες του εαυτού».
Στο παρόν άρθρο δεν θα γίνει εκτίμηση των αιτιών, ούτε των θετικών και αρνητικών όψεων και συμπτωμάτων της νεοελληνικής τρέχουσας συμπεριφοράς. Κι αυτό διότι το ενδιαφέρον εστιάζεται στο να δειχτεί ότι αυτή η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, και προφανώς η νοοτροπία που την εξέθρεψε, αποτελεί κεντρικό αντικείμενο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής του Μνημονίου. Η Τρόικα δεν ενδιαφέρεται μόνο, όπως ισχυρίζονται πολλοί, για την είσπραξη των δανείων της. Κατανοεί πως, ακόμη κι αν τα εισπράξει, νέα δάνεια θα δημιουργηθούν από μια κοινωνία που ενδιαφέρεται πρωτίστως για τον ιδιωτικό της βίο, ενώ αδιαφορεί για το κράτος, παρότι έχει εναποθέσει σε αυτό όλες τις ευθύνες για το μέλλον της. Γι’ αυτό και επιχειρεί με βίαια μέσα να οδηγήσει την ελληνική συνείδηση σε δρόμους που οι πειθήνιοι ευρωπαίοι πολίτες έχουν ήδη περπατήσει, με αποτελέσματα αμφισβητήσιμα μεν ως προς την οικονομία, αρνητικά δε ως προς το ατομικό ευ ζην.
Ενδεικτικά, δύναται κανείς να αναφέρει ορισμένα μέτρα ανήκοντα στην κατηγορία της βιοπολιτικής, τα οποία πρότεινε το Μνημόνιο και ήδη η κυβέρνηση εκτελεί: την αναθεώρηση του ασφαλιστικού, όπου η πρόνοια για το μέλλον επαφίεται πλέον, σε μεγάλο βαθμό, στο άτομο και όχι στην κοινωνία· την κατάργηση των κλειστών επαγγελμάτων, καθώς η επιχειρηματικότητα, δηλαδή η ευθύνη του ίδιου του επιχειρηματία για την κερδοφορία της επιχειρήσεώς του ανατίθεται αποκλειστικά στον ίδιο και όχι σε ευνοϊκές διατάξεις· την προτεραιότητα των επιχειρηματικών συμβάσεων έναντι των συλλογικών, γεγονός που αφήνει στην πρωτοβουλία και στη θέληση των συμβαλλομένων την διεκδίκηση και επίτευξη των προσωπικών τους επιδιώξεων, και ούτω καθ’ εξής. Όλες οι προαναφερθείσες περιπτώσεις προδιαγράφουν τις συνιστώσες ενός υποκειμένου που θα εσωτερικεύσει την ιδέα ότι είναι ο αποκλειστικά υπεύθυνος της μοίρας του και, επίσης, ότι η ευημερία του εξαρτάται από την πρόθυμη ευθυγράμμισή του με τα προαπαιτούμενα μιας παγκοσμίως απελευθερωμένης αγοράς. Σε μια τέτοια κοινωνία, οι ευπροσάρμοστοι και επιτήδειοι, οι ευφάνταστοι και δημιουργικοί ίσως αντέξουν. Οι αδύναμοι κοινωνικά, οι «αιθεροβάμονες», οι στοχαστικοί και «ποιητικοί», οι μειονεκτούντες φυσικά ή πνευματικά, θα περιθωριοποιηθούν.
Ίσως αναρωτηθεί κανείς: Μήπως ένας τέτοιος αναπροσανατολισμός του νεοελληνικού ατόμου είναι αναγκαίος για τη ζωή του στη σύγχρονη, τεχνολογικά διασυνδεδεμένη οικουμένη; Η απάντηση θα μπορούσε να είναι καταφατική εάν επρόκειτο για την απλή επιβίωσή του. Σίγουρα όμως είναι αρνητική, αν ληφθεί υπόψη η εξασφάλιση μιας καλής ποιότητας ζωής. Τι ποιότητα ζωής μπορεί να προσδοκά ένα ανέστιο και αιωρούμενο άτομο, ανασφαλές και έρμαιο της ακατάπαυστης ροής πληροφοριών που διαχέουν τα παγκόσμια κέντρα κυριαρχίας;
Εμπρός στον κατατεμαχισμό της προσωπικότητας, καλείται η αριστερή σκέψη να επαναθέσει στο προσκήνιο του προβληματισμού τον σχηματισμό ενός «εμείς» που δεν θα συντρίβει την ατομικότητα. Να διαλεχθεί για τη συγκρότηση πολιτικής προοπτικής που θα προάγει την ατομική ευθύνη και δημιουργικότητα στα πλαίσια μιας εθνικής συλλογικότητας ανοιχτής στην κάθε ετερότητα.[3] Αυτή η προοπτική αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής, διότι η συνεπής της επιδίωξη θα εκθεμελίωνε την ίδια τη βιοεξουσία. Πάνω σε αυτή την εκθεμελίωση καλούνται οι κυοφορούμενες αντιστάσεις να σχεδιάσουν τις στοχεύσεις τους, αφού προηγουμένως μελετήσουν τις μύχιες διακλαδώσεις της βιοεξουσίας.
Η Ιωάννα Τσιβάκου είναι ομ. καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου.
Αναδημοσίευση του άρθρου από το http://enthemata.wordpress.com/
[1] Foucault, M. (1979) «Govermentality» (ομιλία στο College de France, 1.2.1979), στο G. Burchell, C. Gordon, P. Miller (επιμ.), The Foucault Effect, Harvester Wheatsheaf, Hemel Hempstead, 1991.
[2] Για τη στάση του σύγχρονου ατόμου ενώπιον των τεχνολογικών ιδίως κινδύνων, βλ. Ι. Τσιβάκου, Εν κινδύνω: από την τεχνολογία στην ηθική, Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2010.
[3] Αναλυτικότερα, στο Ι. Τσιβάκου, ό.π.
ΠηγήΩστόσο, η αγορά, πάντα κατά τους οπαδούς του νεοφιλελευθερισμού, όπως και το ανθρώπινο ον, δεν είναι φύσει ελεύθερη, παρά απαιτείται μια κρατική πολιτική που να επιδιώκει, να σχεδιάζει και να διασφαλίζει τις προϋποθέσεις ελευθερίας της. Αυτό θα πρέπει να είναι το έργο του σύγχρονου κράτους. Εν συντομία, ο νεοφιλελευθερισμός δεν προτείνει την περιστολή του κράτους, αλλά τη σύσταση ενός κράτους που θα αντλεί τη νομιμοποίησή του από την οικονομική ορθολογικότητα της αγοράς. Κράτος και αγορά υποβαστάζονται και συνυπάρχουν αρμονικά στο βαθμό που το πρώτο στηρίζει την εγκυρότητά του στην καλή λειτουργία της δεύτερης, γι’ αυτό και το κράτος οδηγείται στον ενστερνισμό εκείνων των οικονομικών κανόνων που καθιστούν την αγορά αποτελεσματική και άξια να σφυρηλατεί υπό τη δική της λογική ελεύθερα και ισότιμα (όχι ίσα) υποκείμενα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου