Περιορίστηκαν περαιτέρω πέρυσι οι
καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών της χώρας, λόγω της οικονομικής κρίσης. Η
µέση µηνιαία δαπάνη ανήλθε στα 1.419,57 ευρώ, καταγράφοντας µείωση 2,8% ή 40,95
ευρώ σε σύγκριση µε το 2014.
Σε σχέση µε την προηγούμενη έρευνα (2014), η μεγαλύτερη μεταβολή δαπανών (μείωση 8,6%) παρατηρείται στα διαρκή αγαθά, ενώ ακολουθούν η δαπάνη για εκπαίδευση (μείωση 8,1%) και τα διάφορα αγαθά και υπηρεσίες (μείωση 5,3%). Συνολικά, έντεκα από τις δώδεκα κατηγορίες δαπανών παρουσιάζουν μείωση (µε τη μικρότερη της τάξης του 1,1% στην αναψυχή και τον πολιτισμό). Η μόνη κατηγορία για την οποία παρατηρείται αύξηση της μέσης μηνιαίας δαπάνης είναι η υγεία (1,2%).
Στις δαπάνες στα είδη διατροφής, σε σχέση µε την προηγούμενη έρευνα (2014) παρατηρείται μείωση (τρέχουσες τιμές), για καφέ, τσάι και κακάο (7%), μεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυμούς φρούτων και λαχανικών (5,3%), γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (5%), αλεύρι, ψωμί και δημητριακά (4,6%), κρέας (3,7%), ψάρια (2%) και φρούτα (0,6%), ενώ παρατηρείται αύξηση για τα λοιπά είδη διατροφής (24%). Το μεγάλο ποσοστό της μεταβολής στην τελευταία κατηγορία έχει προκύψει από τη συμπερίληψη αγαθών από τις λοιπές κατηγορίες ειδών διατροφής, όπως ζάχαρη, μαρμελάδες, μέλι κ.λπ. (5,9%), λαχανικά (0,7%) και λίπη και έλαια (0,6%).
Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν κατά µέσο όρο 1.189,50 ευρώ μηνιαίως, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 1.493,67 ευρώ.
Την περίοδο 2010- 2015 το μεγαλύτερο µέρος των δαπανών επί του συνολικού οικογενειακού προϋπολογισμού αφορά σε είδη διατροφής και κυμαίνεται από 18% το 2010 έως 20,7% το 2015 (Πίνακας 3). Την ίδια περίοδο, συνεχής είναι η μείωση των δαπανών για διαρκή αγαθά, ως ποσοστό επί του οικογενειακού προϋπολογισμού, από 6,7% το 2010 σε 4,7% το 2015, καθώς και των διαφόρων αγαθών και υπηρεσιών από 10,4% το 2010 σε 9% το 2015.
Από τα στοιχεία της έρευνας, προκύπτει επίσης ότι τα νοικοκυριά διαθέτουν:
Στον αντίποδα, ο κίνδυνος φτώχειας μειώθηκε στο
19,7% του πληθυσμού της χώρας (20,6% το 2014), όταν λαμβάνεται υπόψη μόνον η ισοδύναμη
δαπάνη µε τρόπο κτήσης την αγορά. Ο σχετικός δείκτης πέφτει στο 13,2% του πληθυσμού
(14% το 2014) όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα
από τον τρόπο κτήσης (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόµενα αγαθά,
αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, µη
κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.)
Σύμφωνα με την έρευνα οικογενειακών
προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ, το µμεγαλύτερο µμερίδιο των δαπανών του µέσου προϋπολογισμού
των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής (20,7%) και ακολουθούν η στέγαση
(13,3%) και οι µμεταφορές (12,8%), ενώ οι υπηρεσίες εκπαίδευσης αντιστοιχούν
στο μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,3%). Σε σχέση µε την προηγούμενη έρευνα (2014), η μεγαλύτερη μεταβολή δαπανών (μείωση 8,6%) παρατηρείται στα διαρκή αγαθά, ενώ ακολουθούν η δαπάνη για εκπαίδευση (μείωση 8,1%) και τα διάφορα αγαθά και υπηρεσίες (μείωση 5,3%). Συνολικά, έντεκα από τις δώδεκα κατηγορίες δαπανών παρουσιάζουν μείωση (µε τη μικρότερη της τάξης του 1,1% στην αναψυχή και τον πολιτισμό). Η μόνη κατηγορία για την οποία παρατηρείται αύξηση της μέσης μηνιαίας δαπάνης είναι η υγεία (1,2%).
Στις δαπάνες στα είδη διατροφής, σε σχέση µε την προηγούμενη έρευνα (2014) παρατηρείται μείωση (τρέχουσες τιμές), για καφέ, τσάι και κακάο (7%), μεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυμούς φρούτων και λαχανικών (5,3%), γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (5%), αλεύρι, ψωμί και δημητριακά (4,6%), κρέας (3,7%), ψάρια (2%) και φρούτα (0,6%), ενώ παρατηρείται αύξηση για τα λοιπά είδη διατροφής (24%). Το μεγάλο ποσοστό της μεταβολής στην τελευταία κατηγορία έχει προκύψει από τη συμπερίληψη αγαθών από τις λοιπές κατηγορίες ειδών διατροφής, όπως ζάχαρη, μαρμελάδες, μέλι κ.λπ. (5,9%), λαχανικά (0,7%) και λίπη και έλαια (0,6%).
Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν κατά µέσο όρο 1.189,50 ευρώ μηνιαίως, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 1.493,67 ευρώ.
Την περίοδο 2010- 2015 το μεγαλύτερο µέρος των δαπανών επί του συνολικού οικογενειακού προϋπολογισμού αφορά σε είδη διατροφής και κυμαίνεται από 18% το 2010 έως 20,7% το 2015 (Πίνακας 3). Την ίδια περίοδο, συνεχής είναι η μείωση των δαπανών για διαρκή αγαθά, ως ποσοστό επί του οικογενειακού προϋπολογισμού, από 6,7% το 2010 σε 4,7% το 2015, καθώς και των διαφόρων αγαθών και υπηρεσιών από 10,4% το 2010 σε 9% το 2015.
Από τα στοιχεία της έρευνας, προκύπτει επίσης ότι τα νοικοκυριά διαθέτουν:
·
Τηλεόραση έγχρωµη (99,6%)
·
Κινητό τηλέφωνο (90,1%)
·
Σταθερό τηλέφωνο (87,4%)
·
Επιβατηγό αυτοκίνητο ΙΧ (66%)
·
Προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή (65,5%)
·
Πλυντήριο πιάτων (36,5%)
·
Καταψύκτη (29,1%)
·
∆εύτερη κατοικία (16.6%) και
·
Κλειστό χώρο στάθµευσης (13,2%)
Τέλος,
χρησιµοποιούν την κεντρική θέρµανση ως κύρια πηγή θέρµανσης σε ποσοστό 39,8%.
Το µερίδιο της µέσης ισοδύναµης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιµές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσµού είναι 5,6 φορές µεγαλύτερο από το µερίδιο της µέσης ισοδύναµης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσµού (ίδια τιµή και για το 2014). Το µερίδιο της µέσης ισοδύναµης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 31,3% των δαπανών των νοικοκυριών της χώρας, ενώ το αντίστοιχο µερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 14,2%.
Εξετάζοντας τα καταναλωτικά πρότυπα στην Ευρώπη, σε Ελλάδα, Ιταλία και Βουλγαρία το σχετικά µεγαλύτερο µερίδιο των δαπανών (τρέχουσες τιµές) του µέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής. Τα πρότυπα διαφέρουν για τη ∆ανία, Ισπανία και Νορβηγία, όπου καταγράφονται ως υψηλότερες οι δαπάνες που αφορούν στη στέγαση, ενώ για τη Βρετανία οι δαπάνες στις µεταφορές.
Οι δαπάνες για εκπαίδευση κυµαίνονται από 0,2% του µέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών στη Νορβηγία έως 3,3% στην Ελλάδα. Παράλληλα, η Ελλάδα και η Βουλγαρία καταγράφουν τη µεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία, 7,5% και 6,5 % του µέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, αντίστοιχα.
Το µερίδιο της µέσης ισοδύναµης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιµές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσµού είναι 5,6 φορές µεγαλύτερο από το µερίδιο της µέσης ισοδύναµης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσµού (ίδια τιµή και για το 2014). Το µερίδιο της µέσης ισοδύναµης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 31,3% των δαπανών των νοικοκυριών της χώρας, ενώ το αντίστοιχο µερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 14,2%.
Εξετάζοντας τα καταναλωτικά πρότυπα στην Ευρώπη, σε Ελλάδα, Ιταλία και Βουλγαρία το σχετικά µεγαλύτερο µερίδιο των δαπανών (τρέχουσες τιµές) του µέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής. Τα πρότυπα διαφέρουν για τη ∆ανία, Ισπανία και Νορβηγία, όπου καταγράφονται ως υψηλότερες οι δαπάνες που αφορούν στη στέγαση, ενώ για τη Βρετανία οι δαπάνες στις µεταφορές.
Οι δαπάνες για εκπαίδευση κυµαίνονται από 0,2% του µέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών στη Νορβηγία έως 3,3% στην Ελλάδα. Παράλληλα, η Ελλάδα και η Βουλγαρία καταγράφουν τη µεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία, 7,5% και 6,5 % του µέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, αντίστοιχα.
news.in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου