Επιτακτικές για τις ελληνικές τράπεζες θα αποδειχθούν οι πωλήσεις προβληματικών δανείων χωρίς εξαιρέσεις, καθώς το μήνυμα των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών είναι ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας υπάρχει για να υπηρετεί την πραγματική Οικονομία.
Στην υφιστάμενη κατάστασή τους, με μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ύψους 107 δις. ευρώ και με επί χρόνια φθίνουσα πιστωτική επέκταση, οι τράπεζες δεν έχουν ρόλο ύπαρξης ούτε για την κοινωνία και την Οικονομία, ούτε για τους μετόχους τους. Και η πρόσφατη ανακεφαλαιοποίησή τους θα αποδειχτεί κενή περιεχομένου εφόσον οι τράπεζες δεν μπορέσουν να μπουν σε έναν ενάρετο κύκλο.
Η πραγματικότητα αυτή, αν και έχει γίνει αντιληπτή, εντούτοις φαίνεται να υποαξιολογείται στην πράξη ή τουλάχιστον να θεωρείται πως έχει χρονικά περιθώρια για να αντιμετωπιστεί. Η υποαξιολόγηση του προβλήματος των "κόκκινων" δανείων και του διαθέσιμου χρόνου για την αντιμετώπισή του είναι ενδεικτική όταν π.χ. θεωρείται ότι μπορεί να υπάρξουν εξαιρέσεις – πλην των απολύτως αδύναμων οφειλετών - από τις πωλήσεις δανείων ή όταν οι τράπεζες περιμένουν νομοθετική κάλυψη για να βάλουν υπογραφές σε ρυθμίσεις μεγάλων επιχειρηματικών "κόκκινων" δανείων (μόνη ευθύνη που μπορεί να στοιχειοθετηθεί είναι για αποδεδειγμένο δόλο ή βαριά αμέλεια, κάτι που προβλέπεται ήδη).
Και στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις καταναλώνεται πολύτιμος χρόνος που στοιχίζει στη χρηματοδότηση της Οικονομίας και έχει βαρύ κόστος για την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας.
Για τις ίδιες τις τράπεζες, η τολμηρή δράση στο μέτωπο των προβληματικών τους χαρτοφυλακίων, θα βοηθήσει στη μείωση των προβλέψεων και στην επιστροφή τους στην κερδοφορία. Μόνο το 2015 οι τράπεζες δέσμευσαν περίπου 13 δις. ευρώ σε προβλέψεις έναντι μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ οι συσσωρευμένες προβλέψεις τους πλησιάζουν τα 60 δις. ευρώ. Για φέτος ο στόχος τους είναι να μην σχηματίσουν καμία πρόσθετη πρόβλεψη και να μειώσουν το ποσό των δεσμευμένων προβλέψεων στα 3,5 – 4 δις. ευρώ.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, οι ελληνικές τράπεζες θα αναγκαστούν να ακολουθήσουν τη στρατηγική δραστικής απομόχλευσης που παρατηρείται σε όλη την Ευρώπη.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Deloitte, το 2016 η συνολική αξία των πωλήσεων μη στρατηγικών και μη εξυπηρετούμενων χαρτοφυλακίων δανείων πανευρωπαϊκά θα αγγίξει τα 130 δισ. ευρώ.
Οι πωλήσεις αυτών των στοιχείων ενεργητικού απέφεραν το ποσό των 104,3 δισ. ευρώ το 2015 και περισσότερα από 300 δισ. ευρώ το διάστημα από το 2013 έως και το 2015.
Στην Ευρώπη, όπως διαπιστώνει η Deloitte, αρχίζει να διαφαίνεται μια παρατεταμένη στροφή των συναλλαγών από τις πωλήσεις χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων, κυρίως με καλύμματα εμπορικά ακίνητα, προς τις πωλήσεις εξυπηρετούμενων αλλά μη στρατηγικών στεγαστικών δανείων, καθώς και δανείων προς μικρομεσαίες.
Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν η πιο δραστήρια αγορά, με βάση την αξία συναλλαγών, δανειακών χαρτοφυλακίων το 2015, με τις πωλήσεις να ξεπερνούν τα 38 δισ. στερλίνες. Στο Ηνωμένο Βασίλειο το ενδιαφέρον της αγοράς στράφηκε ταχέως από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στα εξυπηρετούμενα μη στρατηγικά δάνεια. Αναμένεται ότι και το 2016 η εν λόγω αγορά θα διατηρήσει την 1η θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με βάση την αξία συναλλαγών.
Αναφορικά με την συναλλακτική δραστηριότητα, η αγορά δανειακών χαρτοφυλακίων της Ιρλανδίας παρουσιάζει ενδείξεις επιβράδυνσης, ενώ αντίθετα αυξάνεται η δραστηριότητα στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Κεντρική, Νότια & Ανατολική Ευρώπη.
Η Deloitte εκτιμά ότι η αύξηση της αξίας των συναλλαγών θα επέλθει κυρίως λόγω της αύξησης της εμπιστοσύνης των επενδυτών, των αυξημένων εποπτικών υποχρεώσεων και των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις τράπεζες (Βασιλεία III, Solvency II και IFRS 9), καθώς και της στρατηγικής για επικέντρωση των τραπεζών στις κύριες δραστηριότητές τους.
Επιτακτικές για τις ελληνικές τράπεζες θα αποδειχθούν οι πωλήσεις προβληματικών δανείων χωρίς εξαιρέσεις, καθώς το μήνυμα των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών είναι ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας υπάρχει για να υπηρετεί την πραγματική Οικονομία.
Στην υφιστάμενη κατάστασή τους, με μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ύψους 107 δις. ευρώ και με επί χρόνια φθίνουσα πιστωτική επέκταση, οι τράπεζες δεν έχουν ρόλο ύπαρξης ούτε για την κοινωνία και την Οικονομία, ούτε για τους μετόχους τους. Και η πρόσφατη ανακεφαλαιοποίησή τους θα αποδειχτεί κενή περιεχομένου εφόσον οι τράπεζες δεν μπορέσουν να μπουν σε έναν ενάρετο κύκλο.
Η πραγματικότητα αυτή, αν και έχει γίνει αντιληπτή, εντούτοις φαίνεται να υποαξιολογείται στην πράξη ή τουλάχιστον να θεωρείται πως έχει χρονικά περιθώρια για να αντιμετωπιστεί. Η υποαξιολόγηση του προβλήματος των "κόκκινων" δανείων και του διαθέσιμου χρόνου για την αντιμετώπισή του είναι ενδεικτική όταν π.χ. θεωρείται ότι μπορεί να υπάρξουν εξαιρέσεις – πλην των απολύτως αδύναμων οφειλετών - από τις πωλήσεις δανείων ή όταν οι τράπεζες περιμένουν νομοθετική κάλυψη για να βάλουν υπογραφές σε ρυθμίσεις μεγάλων επιχειρηματικών "κόκκινων" δανείων (μόνη ευθύνη που μπορεί να στοιχειοθετηθεί είναι για αποδεδειγμένο δόλο ή βαριά αμέλεια, κάτι που προβλέπεται ήδη).
Και στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις καταναλώνεται πολύτιμος χρόνος που στοιχίζει στη χρηματοδότηση της Οικονομίας και έχει βαρύ κόστος για την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας.
Για τις ίδιες τις τράπεζες, η τολμηρή δράση στο μέτωπο των προβληματικών τους χαρτοφυλακίων, θα βοηθήσει στη μείωση των προβλέψεων και στην επιστροφή τους στην κερδοφορία. Μόνο το 2015 οι τράπεζες δέσμευσαν περίπου 13 δις. ευρώ σε προβλέψεις έναντι μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ οι συσσωρευμένες προβλέψεις τους πλησιάζουν τα 60 δις. ευρώ. Για φέτος ο στόχος τους είναι να μην σχηματίσουν καμία πρόσθετη πρόβλεψη και να μειώσουν το ποσό των δεσμευμένων προβλέψεων στα 3,5 – 4 δις. ευρώ.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, οι ελληνικές τράπεζες θα αναγκαστούν να ακολουθήσουν τη στρατηγική δραστικής απομόχλευσης που παρατηρείται σε όλη την Ευρώπη.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Deloitte, το 2016 η συνολική αξία των πωλήσεων μη στρατηγικών και μη εξυπηρετούμενων χαρτοφυλακίων δανείων πανευρωπαϊκά θα αγγίξει τα 130 δισ. ευρώ.
Οι πωλήσεις αυτών των στοιχείων ενεργητικού απέφεραν το ποσό των 104,3 δισ. ευρώ το 2015 και περισσότερα από 300 δισ. ευρώ το διάστημα από το 2013 έως και το 2015.
Στην Ευρώπη, όπως διαπιστώνει η Deloitte, αρχίζει να διαφαίνεται μια παρατεταμένη στροφή των συναλλαγών από τις πωλήσεις χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων, κυρίως με καλύμματα εμπορικά ακίνητα, προς τις πωλήσεις εξυπηρετούμενων αλλά μη στρατηγικών στεγαστικών δανείων, καθώς και δανείων προς μικρομεσαίες.
Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν η πιο δραστήρια αγορά, με βάση την αξία συναλλαγών, δανειακών χαρτοφυλακίων το 2015, με τις πωλήσεις να ξεπερνούν τα 38 δισ. στερλίνες. Στο Ηνωμένο Βασίλειο το ενδιαφέρον της αγοράς στράφηκε ταχέως από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στα εξυπηρετούμενα μη στρατηγικά δάνεια. Αναμένεται ότι και το 2016 η εν λόγω αγορά θα διατηρήσει την 1η θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με βάση την αξία συναλλαγών.
Αναφορικά με την συναλλακτική δραστηριότητα, η αγορά δανειακών χαρτοφυλακίων της Ιρλανδίας παρουσιάζει ενδείξεις επιβράδυνσης, ενώ αντίθετα αυξάνεται η δραστηριότητα στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Κεντρική, Νότια & Ανατολική Ευρώπη.
Η Deloitte εκτιμά ότι η αύξηση της αξίας των συναλλαγών θα επέλθει κυρίως λόγω της αύξησης της εμπιστοσύνης των επενδυτών, των αυξημένων εποπτικών υποχρεώσεων και των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις τράπεζες (Βασιλεία III, Solvency II και IFRS 9), καθώς και της στρατηγικής για επικέντρωση των τραπεζών στις κύριες δραστηριότητές τους.
www.capital.gr
Στην υφιστάμενη κατάστασή τους, με μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ύψους 107 δις. ευρώ και με επί χρόνια φθίνουσα πιστωτική επέκταση, οι τράπεζες δεν έχουν ρόλο ύπαρξης ούτε για την κοινωνία και την Οικονομία, ούτε για τους μετόχους τους. Και η πρόσφατη ανακεφαλαιοποίησή τους θα αποδειχτεί κενή περιεχομένου εφόσον οι τράπεζες δεν μπορέσουν να μπουν σε έναν ενάρετο κύκλο.
Η πραγματικότητα αυτή, αν και έχει γίνει αντιληπτή, εντούτοις φαίνεται να υποαξιολογείται στην πράξη ή τουλάχιστον να θεωρείται πως έχει χρονικά περιθώρια για να αντιμετωπιστεί. Η υποαξιολόγηση του προβλήματος των "κόκκινων" δανείων και του διαθέσιμου χρόνου για την αντιμετώπισή του είναι ενδεικτική όταν π.χ. θεωρείται ότι μπορεί να υπάρξουν εξαιρέσεις – πλην των απολύτως αδύναμων οφειλετών - από τις πωλήσεις δανείων ή όταν οι τράπεζες περιμένουν νομοθετική κάλυψη για να βάλουν υπογραφές σε ρυθμίσεις μεγάλων επιχειρηματικών "κόκκινων" δανείων (μόνη ευθύνη που μπορεί να στοιχειοθετηθεί είναι για αποδεδειγμένο δόλο ή βαριά αμέλεια, κάτι που προβλέπεται ήδη).
Και στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις καταναλώνεται πολύτιμος χρόνος που στοιχίζει στη χρηματοδότηση της Οικονομίας και έχει βαρύ κόστος για την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας.
Για τις ίδιες τις τράπεζες, η τολμηρή δράση στο μέτωπο των προβληματικών τους χαρτοφυλακίων, θα βοηθήσει στη μείωση των προβλέψεων και στην επιστροφή τους στην κερδοφορία. Μόνο το 2015 οι τράπεζες δέσμευσαν περίπου 13 δις. ευρώ σε προβλέψεις έναντι μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ οι συσσωρευμένες προβλέψεις τους πλησιάζουν τα 60 δις. ευρώ. Για φέτος ο στόχος τους είναι να μην σχηματίσουν καμία πρόσθετη πρόβλεψη και να μειώσουν το ποσό των δεσμευμένων προβλέψεων στα 3,5 – 4 δις. ευρώ.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, οι ελληνικές τράπεζες θα αναγκαστούν να ακολουθήσουν τη στρατηγική δραστικής απομόχλευσης που παρατηρείται σε όλη την Ευρώπη.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Deloitte, το 2016 η συνολική αξία των πωλήσεων μη στρατηγικών και μη εξυπηρετούμενων χαρτοφυλακίων δανείων πανευρωπαϊκά θα αγγίξει τα 130 δισ. ευρώ.
Οι πωλήσεις αυτών των στοιχείων ενεργητικού απέφεραν το ποσό των 104,3 δισ. ευρώ το 2015 και περισσότερα από 300 δισ. ευρώ το διάστημα από το 2013 έως και το 2015.
Στην Ευρώπη, όπως διαπιστώνει η Deloitte, αρχίζει να διαφαίνεται μια παρατεταμένη στροφή των συναλλαγών από τις πωλήσεις χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων, κυρίως με καλύμματα εμπορικά ακίνητα, προς τις πωλήσεις εξυπηρετούμενων αλλά μη στρατηγικών στεγαστικών δανείων, καθώς και δανείων προς μικρομεσαίες.
Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν η πιο δραστήρια αγορά, με βάση την αξία συναλλαγών, δανειακών χαρτοφυλακίων το 2015, με τις πωλήσεις να ξεπερνούν τα 38 δισ. στερλίνες. Στο Ηνωμένο Βασίλειο το ενδιαφέρον της αγοράς στράφηκε ταχέως από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στα εξυπηρετούμενα μη στρατηγικά δάνεια. Αναμένεται ότι και το 2016 η εν λόγω αγορά θα διατηρήσει την 1η θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με βάση την αξία συναλλαγών.
Αναφορικά με την συναλλακτική δραστηριότητα, η αγορά δανειακών χαρτοφυλακίων της Ιρλανδίας παρουσιάζει ενδείξεις επιβράδυνσης, ενώ αντίθετα αυξάνεται η δραστηριότητα στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Κεντρική, Νότια & Ανατολική Ευρώπη.
Η Deloitte εκτιμά ότι η αύξηση της αξίας των συναλλαγών θα επέλθει κυρίως λόγω της αύξησης της εμπιστοσύνης των επενδυτών, των αυξημένων εποπτικών υποχρεώσεων και των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις τράπεζες (Βασιλεία III, Solvency II και IFRS 9), καθώς και της στρατηγικής για επικέντρωση των τραπεζών στις κύριες δραστηριότητές τους.
Επιτακτικές για τις ελληνικές τράπεζες θα αποδειχθούν οι πωλήσεις προβληματικών δανείων χωρίς εξαιρέσεις, καθώς το μήνυμα των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών είναι ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας υπάρχει για να υπηρετεί την πραγματική Οικονομία.
Στην υφιστάμενη κατάστασή τους, με μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ύψους 107 δις. ευρώ και με επί χρόνια φθίνουσα πιστωτική επέκταση, οι τράπεζες δεν έχουν ρόλο ύπαρξης ούτε για την κοινωνία και την Οικονομία, ούτε για τους μετόχους τους. Και η πρόσφατη ανακεφαλαιοποίησή τους θα αποδειχτεί κενή περιεχομένου εφόσον οι τράπεζες δεν μπορέσουν να μπουν σε έναν ενάρετο κύκλο.
Η πραγματικότητα αυτή, αν και έχει γίνει αντιληπτή, εντούτοις φαίνεται να υποαξιολογείται στην πράξη ή τουλάχιστον να θεωρείται πως έχει χρονικά περιθώρια για να αντιμετωπιστεί. Η υποαξιολόγηση του προβλήματος των "κόκκινων" δανείων και του διαθέσιμου χρόνου για την αντιμετώπισή του είναι ενδεικτική όταν π.χ. θεωρείται ότι μπορεί να υπάρξουν εξαιρέσεις – πλην των απολύτως αδύναμων οφειλετών - από τις πωλήσεις δανείων ή όταν οι τράπεζες περιμένουν νομοθετική κάλυψη για να βάλουν υπογραφές σε ρυθμίσεις μεγάλων επιχειρηματικών "κόκκινων" δανείων (μόνη ευθύνη που μπορεί να στοιχειοθετηθεί είναι για αποδεδειγμένο δόλο ή βαριά αμέλεια, κάτι που προβλέπεται ήδη).
Και στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις καταναλώνεται πολύτιμος χρόνος που στοιχίζει στη χρηματοδότηση της Οικονομίας και έχει βαρύ κόστος για την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας.
Για τις ίδιες τις τράπεζες, η τολμηρή δράση στο μέτωπο των προβληματικών τους χαρτοφυλακίων, θα βοηθήσει στη μείωση των προβλέψεων και στην επιστροφή τους στην κερδοφορία. Μόνο το 2015 οι τράπεζες δέσμευσαν περίπου 13 δις. ευρώ σε προβλέψεις έναντι μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ οι συσσωρευμένες προβλέψεις τους πλησιάζουν τα 60 δις. ευρώ. Για φέτος ο στόχος τους είναι να μην σχηματίσουν καμία πρόσθετη πρόβλεψη και να μειώσουν το ποσό των δεσμευμένων προβλέψεων στα 3,5 – 4 δις. ευρώ.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, οι ελληνικές τράπεζες θα αναγκαστούν να ακολουθήσουν τη στρατηγική δραστικής απομόχλευσης που παρατηρείται σε όλη την Ευρώπη.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Deloitte, το 2016 η συνολική αξία των πωλήσεων μη στρατηγικών και μη εξυπηρετούμενων χαρτοφυλακίων δανείων πανευρωπαϊκά θα αγγίξει τα 130 δισ. ευρώ.
Οι πωλήσεις αυτών των στοιχείων ενεργητικού απέφεραν το ποσό των 104,3 δισ. ευρώ το 2015 και περισσότερα από 300 δισ. ευρώ το διάστημα από το 2013 έως και το 2015.
Στην Ευρώπη, όπως διαπιστώνει η Deloitte, αρχίζει να διαφαίνεται μια παρατεταμένη στροφή των συναλλαγών από τις πωλήσεις χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων, κυρίως με καλύμματα εμπορικά ακίνητα, προς τις πωλήσεις εξυπηρετούμενων αλλά μη στρατηγικών στεγαστικών δανείων, καθώς και δανείων προς μικρομεσαίες.
Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν η πιο δραστήρια αγορά, με βάση την αξία συναλλαγών, δανειακών χαρτοφυλακίων το 2015, με τις πωλήσεις να ξεπερνούν τα 38 δισ. στερλίνες. Στο Ηνωμένο Βασίλειο το ενδιαφέρον της αγοράς στράφηκε ταχέως από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στα εξυπηρετούμενα μη στρατηγικά δάνεια. Αναμένεται ότι και το 2016 η εν λόγω αγορά θα διατηρήσει την 1η θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με βάση την αξία συναλλαγών.
Αναφορικά με την συναλλακτική δραστηριότητα, η αγορά δανειακών χαρτοφυλακίων της Ιρλανδίας παρουσιάζει ενδείξεις επιβράδυνσης, ενώ αντίθετα αυξάνεται η δραστηριότητα στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Κεντρική, Νότια & Ανατολική Ευρώπη.
Η Deloitte εκτιμά ότι η αύξηση της αξίας των συναλλαγών θα επέλθει κυρίως λόγω της αύξησης της εμπιστοσύνης των επενδυτών, των αυξημένων εποπτικών υποχρεώσεων και των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις τράπεζες (Βασιλεία III, Solvency II και IFRS 9), καθώς και της στρατηγικής για επικέντρωση των τραπεζών στις κύριες δραστηριότητές τους.
www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου