Τα τελευταία χρόνια μένω σε σχετικά πλούσιες πόλεις της Βόρειας Αμερικής, και συναναστρέφομαι κυρίως ανθρώπους που δεν έχουν σοβαρές ανησυχίες για το επαγγελματικό τους μέλλον. Ακόμα και στη χειρότερη φάση της κρίσης, το πολύ, για όσους είναι τραπεζοστελέχη, να στερήθηκαν τα μπόνους τους για ένα-δύο χρόνια ή και να αναγκάστηκαν να μετακομίσουν προκειμένου να βρουν την παχυλά αμοιβόμενη εργασία που έψαχναν. Ταυτοχρόνως, παντού γύρω τα ερείπια του συστήματος, άστεγοι, μετανάστες με δυο και τρεις δουλειές, μειονότητες χωρίς καμία δουλειά, κολεγιόπαιδα με απαράδεκτη λυκειακή εκπαίδευση (τα δημόσια σχολεία στις αμερικάνικες πόλεις είναι κατά μέσο όρο χαμηλότατου επιπέδου), αποκλεισμένοι του αμερικανικού ονείρου που πλέον είναι και αυτό προνόμιο των λίγων, και με την κρίση ακόμα λιγότερων.
Οι γνωστοί μου είναι άνθρωποι πολιτικοποιημένοι, προοδευτικοί, αλλά η ζωή συνεχίζεται και νιώθεις καθημερινά πόσο δύσκολο είναι να ταρακουνηθεί αυτό το σύστημα που γίνεται όλο και πιο δυσκίνητο, με όλο και μικρότερη ταξική κινητικότητα. Ο Ομπάμα και ο Κρούγκμαν προσπαθούν να πείσουν ότι πρέπει να δοθούν λεφτά για σχολεία και υποδομές, αλλά οι τράπεζες και τα χρηματιστήρια έχουν αποθρασυνθεί ξανά και οι συντηρητικοί πολιτικοί (και των δύο κομμάτων) μπλοκάρουν πλέον κάθε μεγάλη αλλαγή. Η ευκαιρία χάθηκε όταν η κυβέρνηση είχε τον χρηματοοικονομικό τομέα στο χέρι, τότε που η κρίση απειλούσε να τα συντρίψει όλα.
Τα λέω αυτά διότι, όπως έντονα αισθανθήκαμε και στην Ελλάδα την περίοδο των παχυλών αγελάδων, είναι πολύ δύσκολο να γίνουν μεγάλες αλλαγές σε μία χώρα χωρίς μια κρίση, χωρίς την αίσθηση ότι στέκεσαι μπροστά στον γκρεμό. Είναι πολύ δύσκολο να πείσεις τον κόσμο ότι το καλύτερο για το μέλλον του δεν είναι το «business as usual», αλλά να βάλει μπροστά μερικούς συλλογικούς στόχους και να χτίσει για το μέλλον.
Ήρθε λοιπόν η κρίση και έβαλε μπροστά αυτό το μεγάλο «εμείς». Ένα «εμείς», βέβαια, πίσω από το οποίο αναγκάστηκαν να ταμπουρωθούν τα μεγάλα συμφέροντα διότι από μόνα τους ήταν καταδικασμένα να καταστραφούν. Ένα «εμείς» που επικαλείται μία ανύπαρκτη εθνική ενότητα, μία εθνική ενότητα που με την πρώτη ευκαιρία ξεχνιέται, π.χ. όταν τα ΜΜΕ ζητούν να εξαιρεθούν από τις έκτακτες εισφορές για την μείωση του ελλείμματος.
Ταυτοχρόνως όμως, το «εμείς» ήταν και είναι μονόδρομος για τον κόσμο της εργασίας, αλλά και τον κόσμο της υγιούς επιχειρηματικότητας (ποιος είναι ο «κόσμος της εργασίας» και ποια η «υγιής επιχειρηματικότητα» είναι μεγάλη συζήτηση, που δεν πρόκειται να κάνω· ο νοών νοείτω), που πρέπει να αγωνιστεί για να δώσει στο «εθνικό συμφέρον» το περιεχόμενο που του αρμόζει, και όχι αυτό που θέλουν να δώσουν τα λαμόγια και τα διαπλεκόμενα.
Είμαστε η χώρα της ευκολίας σε πολλά πράγματα, και εν προκειμένω έχουμε γεμίσει επαναστάτες που αγωνίζονται «ενάντια στο Μνημόνιο» (πάντα μάς λένε «ενάντια» σε τι αγωνίζονται, ποτέ δε μας λένε προς τι - ο στόχος της σοσιαλιστικής κοινωνίας δεν μπορεί, βεβαίως, να θεωρηθεί σοβαρή απάντηση), ανθρώπους που επιμένουν να συντηρούν την ηδονιστική τους σχέση με την πολιτική αγωνιζόμενοι κατά του άλφα ή του βήτα μέτρου της κυβέρνησης, π.χ. των μισθολογικών μειώσεων (δεν είμαι υπέρ, θα εξηγήσω παρακάτω), ενώ ταυτοχρόνως δεν έχουν κανένα πρόβλημα να ζητούν «αναδιάρθρωση του χρέους», έως και «έξοδο από το ευρώ», μέτρα που βεβαίως θα ρίξουν το επίπεδο ζωής και τους μισθούς κάτω από το ήμισυ από τη μία μέρα στην άλλη. Η μόνη συνεπής άποψη που βλέπω σε αυτήν την κατεύθυνση είναι αυτή που λέει ότι είναι καλύτερο να καταρρεύσουν όλα και να βγούμε από την κρίση όλοι εξαθλιωμένοι, μαζί και οι τράπεζες (ξεχνούν βέβαια ότι οι τραπεζίτες και πολλοί άλλοι έχουν τις προσωπικές τους περιουσίες στο εξωτερικό), παρά να τα καταφέρουμε κουτσά-στραβά και με το σύστημα ίδιο και χειρότερο. Συνεπής, αλλά εύκολη και λανθασμένη, γιατί δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι αν γίνουμε Αλβανία μετά θα μπορέσουμε να φτιάξουμε καλύτερες δομές από τις υπάρχουσες, και ότι δε θα γίνει η εξαθλίωση μέσο για ακόμα χειρότερη σκλαβιά από αυτήν του Μνημονίου.
Δεν είμαι οικονομολόγος, αλλά τα στοιχεία που συγκρίνουν την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας με αυτήν της Αργεντινής και άλλων χωρών που πτώχευσαν είναι πολύ πειστικά για το ακόλουθο: μόνη της η Ελλάδα δε θα μπορέσει να εξυπηρετήσει το χρέος της δανειζόμενη από τις αγορές κεφαλαίων. Γιατί όμως δεν έχουμε πτωχεύσει ακόμα, και πού προσβλέπουν η κυβέρνηση και τα μεγάλα συμφέροντα που τη στηρίζουν; Μα, προφανώς στη συνέχιση της ευρωπαϊκής στήριξης, είτε με τη μορφή των δανείων για πολλά ακόμα χρόνια, είτε με μία ήπια αναδιάρθρωση του χρέους υπό ευρωπαϊκή ομπρέλα, για να αποφευχθεί η κατάρρευση και ταυτοχρόνως να βελτιωθεί η θέση μας στις αγορές κεφαλαίων.
Δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορεί κανείς, από μία αριστερή οπτική γωνία, να μην προτιμάει αυτή τη λύση. Από μία κυνική δεξιά οπτική, θα μπορούσε κανείς να προσβλέπει στην κατάρρευση των πάντων για να μπουν τα μεγάλα κεφάλαια και να δημιουργήσουν έναν καπιταλισμό κορεάτικου τύπου, με μεγάλες επιχειρήσεις και πλήθος φθηνών εργατών που θα ζουν για να δουλεύουν. Μπορώ όμως να καταλάβω ψυχολογικά αυτές τις αριστερές αντιδράσεις, διότι είναι όντως ανυπόφορη η ιδέα ότι το ίδιο σύστημα και τα ίδια λαμόγια θα συνεχίζουν να κάνουν κουμάντο, έχοντας υποστεί απλώς γρατζουνιές, σε σχέση με το μάτωμα των μισθωτών. Και είναι ακόμα πιο κατανοητές ψυχολογικά, αν σκεφτεί κανείς ότι οι περισσότεροι αρνούνται τη συλλογική ευθύνη για την κρίση: το ανεβοκατέβασμα των ίδιων κυβερνήσεων, τη σιωπή μπροστά στην ανομία και στη σπατάλη, το συλλογικό εκμαυλισμό του δημοσίου τομέα.
Γίνεται όμως και καλύτερα: το ζητούμενο δεν είναι αναδιάρθρωση ή όχι του χρέους, ναι ή όχι στο Μνημόνιο. Το ζητούμενο είναι να αξιοποιήσουμε το επαναστατικό «εμείς» για να αλλάξουμε τη χώρα, όσο ακόμα έχουμε τα περιθώρια (διότι μετά τη χρεωκοπία δε θα τα έχουμε). Η Αριστερά, και γενικώς όσοι αναζητούν εναλλακτικές λύσεις, κακώς διακατέχεται από ηττοπάθεια σε σχέση με τις προοπτικές της κρίσης: διότι οι πολιτικές που (θα έπρεπε να) προτείνει είναι ταυτοχρόνως αυτές που θα βελτιστοποιήσουν το αποτέλεσμα από την άποψη της δημοσιονομικής προσαρμογής. Δεν εννοώ, βέβαια, τις 100.000 προσλήψεις στο δημόσιο, το «όχι σε όλα» ή ακόμα το «όχι στη λιτότητα». Εννοώ ένα επιθετικό πρόγραμμα λιτότητας, με έμφαση στην εγκαθίδρυση ενός κράτους δικαίου, και στην ανακατεύθυνση πόρων από τη μαζική κατανάλωση και τη δημόσια σπατάλη στις επενδύσεις για το μέλλον: να φτιάξουμε την εκπαίδευση, τις γεωργικές υποδομές που τόσα χρόνια αμελούσαμε καταπίνοντας τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, τον εναλλακτικό τουρισμό που θα αναδεικνύει και θα σέβεται τη φυσική και πολιτιστική κληρονομιά, τον πολιτιστικό πλούτο που η μοναδική μας θέση και παράδοση καλλιεργεί (και που συνήθως δεν περνάει ούτε από τις πόρτες των πανεπιστημίων). Εννοώ μία πολιτική που θα αμφισβητεί τα όρια του Μνημονίου, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι είναι πιο αποτελεσματική από αυτά. Καμία χώρα δεν πέτυχε ακολουθώντας κατά γράμμα τις έξωθεν οδηγίες, χωρίς να σχεδιάσει τον δικό της, εθνικό δρόμο - και η γειτονική Τουρκία είναι το καλύτερο παράδειγμα γι' αυτό. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος αμφισβήτησης του Μνημονίου - όχι αρνούμενοι το δημοσιονομικό πρόβλημα, αλλά πολεμώντας το με αλλαγές πιο βαθειές από αυτές που το ίδιο και οι κυρίαρχες τάξεις στην Ευρώπη επιτάσσουν. Και κατ' αυτόν τον τρόπο θα συνεχίσουμε να δημιουργούμε ένα κύμα αλλαγής στην Ευρώπη, κάτι που έπαψε να συμβαίνει μετά από την (τεράστιας πολιτικής σημασίας) ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στήριξης τον περασμένο Μάιο.
Αυτά, ενώ η κυβέρνηση γίνεται όλο και πιο απογοητευτική, με την αδυναμία της να τιμωρήσει οποιονδήποτε, την περαίωση, τα καζίνο στο Ελληνικό, την αναβολή του φόρου στις τηλεοπτικές διαφημίσεις, το διογκωμένο υπουργικό σχήμα, τις νέες μειώσεις για τους δημοσίους υπαλλήλους και τόσα άλλα που έρχονται. Ακόμα πιο απογοητευτική όμως είναι η Αριστερά (και ναι, ο κόσμος της, όπως τον παρακολουθώ από τα μπλογκς), που ακόμα αρνείται να μπει στο διάλογο και αποπροσανατολίζει τον κόσμο με πλαστά και εύκολα διλήμματα.
Πηγή : http://polyvotis.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου