Του Νικόλα Μαντζαβίνου
Ποιοι είναι αυτοί οι σκοτεινοί καβαλάρηδες των μπλε τρίκυκλων, που βουτάνε σαν κεραμιδόγατοι στα σκουπίδια και ξεσκάβουν σαν χρυσοθήρες τους θησαυρούς; Ποιοι είναι αυτοί οι μελαμψοί και περήφανοι ρακοσυλλέκτες, που αραδιάζουν την πραμάτεια τους από τα χαράματα μπροστά στις γραμμές του τρένου απέναντι από το Γκάζι και –λίγο στα ελληνικά, λίγο στα τούρκικα– φωνάζουν δυνατά «πάρε κόσμε»;
«Τα ΜΜΕ μας αντιμετωπίζουν σαν γραφικούς» λέει στο tvxs.gr ο πρόεδρος του σωματείου ρακοσυλλεκτών «Ερμής», Σπύρος Μαγαλιός. «Το παζάρι δεν έχει ανάγκη από φιλάνθρωπους. Έχει ιστορία αιώνων και παράγει πολιτισμό από μόνο του».
Η αλήθεια είναι πως πηγαίνοντας στο στέκι των ρακοσυλλεκτών στη λεωφόρο Κωνσταντινουπόλεως, όπου μαζεύονται κάθε Τρίτη για το καθιερωμένο συμβούλιο, σκοπεύαμε να αναδείξουμε τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας μιας ευπαθούς κοινωνικής ομάδας. Τους διακόψαμε όμως πάνω που συζητούσαν για ένα έργο τέχνης από σκουπίδια που σκέφτονται να φτιάξουν και να δωρίσουν στο δήμο και για το ποια ομάδα μουσικών θα καλέσουν στην κοπή της πίτας.
«Κάθε Κυριακή, στο παζάρι γίνεται ένα εικαστικό δρώμενο, έρχονται καλλιτέχνες επώνυμοι ή μη» εξηγεί ο κ. Μαγαλιός, ένας άνθρωπος με εμφανή αγάπη για τον πολιτισμό, «θα το λέω μέχρι να πεθάνω, εμείς επιτελούμε και ένα λειτούργημα. Σκέψου πόσες μακέτες του Τσίλερ θα ήταν θαμμένες στις χωματερές του πολιτισμού μας».
Δηλώνει ιδιαίτερα συγκινημένος και περήφανος για ένα εξασέλιδο γράμμα που βρήκε κάποτε στα σκουπίδια, το οποίο είχε γράψει ένας δάσκαλος στη γιαγιά του και ουσιαστικά έκανε ρεπορτάζ από την πλατεία Κοραή κατά τα Δεκεμβριανά του ‘44. «Είχε εγκλωβιστεί σε κάποιο κτίριο της Ευριπίδου, έβλεπε από το παράθυρο τι γινόταν και το έγραφε».
Είχα συναντήσει κάποιον στην Εύβοια, που μου λέει «εσύ από το παζάρι δεν είσαι; Έλα να σε κεράσω έναν καφέ». Ήτανε γεράκος και μου έλεγε διάφορες ιστορίες ώσπου μου κάνει «εγώ από το παζάρι έγινα πλούσιος». Έμεινα άναυδος. Του λέω «καλά που είναι ο πλούτος και δεν το πήρα χαμπάρι» και μου απαντά «Θα είχα εγώ άλμπουμ του Ρενουάρ, του Πικάσο, θα είχα δίσκους κλασικής μουσικής, θα είχα εκείνο, θα είχα το άλλο; Με τη δουλειά που έκανα ίσα τα έβγαζα πέρα και το παζάρι μου πρόσφερε όλο αυτόν τον πλούτο».
Φυσικά, ο ρακοσυλλέκτης ως επάγγελμα δεν πρόκειται για κάποια μορφή ιστοριοδίφη που κάνει ανασκαφές από ενδιαφέρον: «Οι περισσότεροι από εμάς, είμαστε άνθρωποι κάποιας ηλικίας που χάσαμε τις δουλειές μας ή έχουμε δουλειές αλλά τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα και πρέπει να αυξήσουμε το εισόδημά μας. Είναι πενιχρά τα πράγματα».
Παράλληλα, η ελληνική κοινωνία δε βλέπει με το καλύτερο μάτι τους ανθρώπους αυτούς που ψαχουλεύουν τα σκουπίδια. «Υπάρχει ένας ιδιότυπος ρατσισμός απέναντι στους ρακοσυλλέκτες» επισημαίνει ο κ. Μαγαλιός, «η λέξη προκαλεί μια απέχθεια στον άλλον, δηλαδή όταν λες παλιατζής ακούγεται πολύ καλύτερο για ορισμένους».
Πάντως, η ρουτίνα του ρακοσυλλέκτη είναι ιδιαίτερη και μπορεί να περιλαμβάνει εκπλήξεις: «Η δουλειά μας είναι πέρα για πέρα αναρχοαυτόνομη, εννοιολογικά όχι πολιτικά. Ο κάθε ρακοσυλλέκτης βγαίνει το βράδυ, βγαίνει το πρωί, βγαίνει το μεσημέρι, έχει δημιουργήσει έναν κύκλο γνωριμιών. Κυρίως στις παλιές γειτονιές της Αθήνας, όπως είναι ο Κολωνός, ο Άγιος Παύλος, η Κυψέλη, τα Κάτω Πατήσια, υπάρχουν άνθρωποι που κληρονομούν κάποιο σπίτι, θέλουν να το αδειάσουν γρήγορα για να το νοικιάσουν και δε συνειδητοποιούν ότι μέσα βρίσκονται κειμήλια από τη Μικρά Ασία, από το αντάρτικο ή όπου αλλού».
Το παζάρι έχει αλλάξει αρκετά τα τελευταία χρόνια λόγω των οικονομικών εξελίξεων.
Πρώτον, περισσότεροι άνθρωποι έχουν αναγκαστεί να κάνουν αυτή τη δουλειά μιας και «η παγκοσμιοποίηση έφερε πολλούς ανθρώπους εδώ, τους οποίους τους λένε «παράνομους» και «λαθρομετανάστες», λες και οι άνθρωποι είναι λαθραίοι», όπως εξηγεί ο Σπύρος Μαγαλιός. «Τελοσπάντων, οι μετανάστες βρίσκουν το επάγγελμά μας σαν πρόχειρη λύση και έχουμε μοιραστεί την φτώχεια μας με αυτούς. Ορισμένοι έρχονται από μακρινούς πολιτισμούς και είναι πολύ στωικοί, ήρεμοι, καλοί άνθρωποι».
Δεύτερον, περισσότεροι άνθρωποι απευθύνονται στο παζάρι για να καλύψουν μερικές από τις βασικές τους ανάγκες και έτσι αλλάζουν σιγά σιγά και τα ευρήματα που βλέπει κανείς στους πάγκους: «Τώρα τελευταία, το παζάρι μας κάθε Κυριακή διαθέτει περισσότερα χρηστικά αντικείμενα, παρά συλλεκτικά ή αντικείμενα λατρείας ή ντοκουμέντα ιστορικά, διότι η φτώχεια που μαστίζει τον κόσμο τον εξωθεί στο να παίρνει μεταχειρισμένα πράγματα. Είναι και ο καταναλωτισμός, αφού πολλοί παίρνουν πράγματα και τα πετάνε, είναι λυπηρό, υπερκατανάλωση για το τίποτα».
Πηγή
Ποιοι είναι αυτοί οι σκοτεινοί καβαλάρηδες των μπλε τρίκυκλων, που βουτάνε σαν κεραμιδόγατοι στα σκουπίδια και ξεσκάβουν σαν χρυσοθήρες τους θησαυρούς; Ποιοι είναι αυτοί οι μελαμψοί και περήφανοι ρακοσυλλέκτες, που αραδιάζουν την πραμάτεια τους από τα χαράματα μπροστά στις γραμμές του τρένου απέναντι από το Γκάζι και –λίγο στα ελληνικά, λίγο στα τούρκικα– φωνάζουν δυνατά «πάρε κόσμε»;
«Τα ΜΜΕ μας αντιμετωπίζουν σαν γραφικούς» λέει στο tvxs.gr ο πρόεδρος του σωματείου ρακοσυλλεκτών «Ερμής», Σπύρος Μαγαλιός. «Το παζάρι δεν έχει ανάγκη από φιλάνθρωπους. Έχει ιστορία αιώνων και παράγει πολιτισμό από μόνο του».
Η αλήθεια είναι πως πηγαίνοντας στο στέκι των ρακοσυλλεκτών στη λεωφόρο Κωνσταντινουπόλεως, όπου μαζεύονται κάθε Τρίτη για το καθιερωμένο συμβούλιο, σκοπεύαμε να αναδείξουμε τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας μιας ευπαθούς κοινωνικής ομάδας. Τους διακόψαμε όμως πάνω που συζητούσαν για ένα έργο τέχνης από σκουπίδια που σκέφτονται να φτιάξουν και να δωρίσουν στο δήμο και για το ποια ομάδα μουσικών θα καλέσουν στην κοπή της πίτας.
«Κάθε Κυριακή, στο παζάρι γίνεται ένα εικαστικό δρώμενο, έρχονται καλλιτέχνες επώνυμοι ή μη» εξηγεί ο κ. Μαγαλιός, ένας άνθρωπος με εμφανή αγάπη για τον πολιτισμό, «θα το λέω μέχρι να πεθάνω, εμείς επιτελούμε και ένα λειτούργημα. Σκέψου πόσες μακέτες του Τσίλερ θα ήταν θαμμένες στις χωματερές του πολιτισμού μας».
Δηλώνει ιδιαίτερα συγκινημένος και περήφανος για ένα εξασέλιδο γράμμα που βρήκε κάποτε στα σκουπίδια, το οποίο είχε γράψει ένας δάσκαλος στη γιαγιά του και ουσιαστικά έκανε ρεπορτάζ από την πλατεία Κοραή κατά τα Δεκεμβριανά του ‘44. «Είχε εγκλωβιστεί σε κάποιο κτίριο της Ευριπίδου, έβλεπε από το παράθυρο τι γινόταν και το έγραφε».
Είχα συναντήσει κάποιον στην Εύβοια, που μου λέει «εσύ από το παζάρι δεν είσαι; Έλα να σε κεράσω έναν καφέ». Ήτανε γεράκος και μου έλεγε διάφορες ιστορίες ώσπου μου κάνει «εγώ από το παζάρι έγινα πλούσιος». Έμεινα άναυδος. Του λέω «καλά που είναι ο πλούτος και δεν το πήρα χαμπάρι» και μου απαντά «Θα είχα εγώ άλμπουμ του Ρενουάρ, του Πικάσο, θα είχα δίσκους κλασικής μουσικής, θα είχα εκείνο, θα είχα το άλλο; Με τη δουλειά που έκανα ίσα τα έβγαζα πέρα και το παζάρι μου πρόσφερε όλο αυτόν τον πλούτο».
Φυσικά, ο ρακοσυλλέκτης ως επάγγελμα δεν πρόκειται για κάποια μορφή ιστοριοδίφη που κάνει ανασκαφές από ενδιαφέρον: «Οι περισσότεροι από εμάς, είμαστε άνθρωποι κάποιας ηλικίας που χάσαμε τις δουλειές μας ή έχουμε δουλειές αλλά τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα και πρέπει να αυξήσουμε το εισόδημά μας. Είναι πενιχρά τα πράγματα».
Παράλληλα, η ελληνική κοινωνία δε βλέπει με το καλύτερο μάτι τους ανθρώπους αυτούς που ψαχουλεύουν τα σκουπίδια. «Υπάρχει ένας ιδιότυπος ρατσισμός απέναντι στους ρακοσυλλέκτες» επισημαίνει ο κ. Μαγαλιός, «η λέξη προκαλεί μια απέχθεια στον άλλον, δηλαδή όταν λες παλιατζής ακούγεται πολύ καλύτερο για ορισμένους».
Πάντως, η ρουτίνα του ρακοσυλλέκτη είναι ιδιαίτερη και μπορεί να περιλαμβάνει εκπλήξεις: «Η δουλειά μας είναι πέρα για πέρα αναρχοαυτόνομη, εννοιολογικά όχι πολιτικά. Ο κάθε ρακοσυλλέκτης βγαίνει το βράδυ, βγαίνει το πρωί, βγαίνει το μεσημέρι, έχει δημιουργήσει έναν κύκλο γνωριμιών. Κυρίως στις παλιές γειτονιές της Αθήνας, όπως είναι ο Κολωνός, ο Άγιος Παύλος, η Κυψέλη, τα Κάτω Πατήσια, υπάρχουν άνθρωποι που κληρονομούν κάποιο σπίτι, θέλουν να το αδειάσουν γρήγορα για να το νοικιάσουν και δε συνειδητοποιούν ότι μέσα βρίσκονται κειμήλια από τη Μικρά Ασία, από το αντάρτικο ή όπου αλλού».
Το παζάρι έχει αλλάξει αρκετά τα τελευταία χρόνια λόγω των οικονομικών εξελίξεων.
Πρώτον, περισσότεροι άνθρωποι έχουν αναγκαστεί να κάνουν αυτή τη δουλειά μιας και «η παγκοσμιοποίηση έφερε πολλούς ανθρώπους εδώ, τους οποίους τους λένε «παράνομους» και «λαθρομετανάστες», λες και οι άνθρωποι είναι λαθραίοι», όπως εξηγεί ο Σπύρος Μαγαλιός. «Τελοσπάντων, οι μετανάστες βρίσκουν το επάγγελμά μας σαν πρόχειρη λύση και έχουμε μοιραστεί την φτώχεια μας με αυτούς. Ορισμένοι έρχονται από μακρινούς πολιτισμούς και είναι πολύ στωικοί, ήρεμοι, καλοί άνθρωποι».
Δεύτερον, περισσότεροι άνθρωποι απευθύνονται στο παζάρι για να καλύψουν μερικές από τις βασικές τους ανάγκες και έτσι αλλάζουν σιγά σιγά και τα ευρήματα που βλέπει κανείς στους πάγκους: «Τώρα τελευταία, το παζάρι μας κάθε Κυριακή διαθέτει περισσότερα χρηστικά αντικείμενα, παρά συλλεκτικά ή αντικείμενα λατρείας ή ντοκουμέντα ιστορικά, διότι η φτώχεια που μαστίζει τον κόσμο τον εξωθεί στο να παίρνει μεταχειρισμένα πράγματα. Είναι και ο καταναλωτισμός, αφού πολλοί παίρνουν πράγματα και τα πετάνε, είναι λυπηρό, υπερκατανάλωση για το τίποτα».
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου