του Σ. Ν. Καλύβα
Η γοητεία της οικονομικής επιστήμης έγκειται στην απλή απεικόνιση μιας σύνθετης πραγματικότητας. Τρία νούμερα, το έλλειμμα, το χρέος και το επιτόκιο του δανεισμού, συμπυκνώνουν με τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο τη θλιβερή κατάληξη μιας ολόκληρης εποχής.
Η προσφυγή της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης, δηλαδή η ουσιαστική παραδοχή της χρεοκοπίας, πιστοποιεί μια προφανή αντίφαση: αυτή που ορίζει το χάσμα ανάμεσα στα έσοδα του κράτους και τα έξοδά του. Πρόκειται για την κορυφή ενός παγόβουνου, στη βάση του οποίου εντοπίζονται επτά, τουλάχιστον, αντιφάσεις που στοιχειοθετούν τα αντίστοιχα θανάσιμα αμαρτήματα της μεταπολίτευσης.
Η αντίφαση ανάμεσα στην αληθινή και την εικονική πραγματικότητα. Η χρεοκοπία της χώρας δεν είναι μόνο κρίση οικονομικού ελλείμματος. Είναι κρίση αξιοπιστίας, δηλαδή κρίση ηθικού ελλείμματος. Τα στοιχεία που παρουσιάζαμε ήταν ψεύτικα και γιʼ αυτό δεν μας πιστεύει πλέον κανείς. Η αναξιοπιστία αποτελεί πιστή αντανάκλαση στο μακροοικονομικό επίπεδο εκατοντάδων καθημερινών πρακτικών ανομίας που διαπότισαν το σύνολο σχεδόν της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Ακόμα και στο χείλος του γκρεμού κυριαρχεί μια εγκληματική κουτοπονηριά: κάποιοι αρνούνται την πραγματικότητα, άλλοι ψελλίζουν απίθανες δικαιολογίες, κάποιοι τρίτοι εύχονται τη διεθνοποίηση της κρίσης μήπως και γλιτώσουμε μέσα στο γενικό χάος. Oλοι αυτοί μαζί επιρρίπτουν τις ευθύνες στους άλλους: «κλέφτες», κερδοσκόπους, αγορές, ξένους. Η μυωπία και η ανευθυνότητα είναι τα δίδυμα θεμέλια της αναξιοπιστίας.
Η αντίφαση ανάμεσα στην άντληση κρατικών πόρων και την απαίτηση κρατικών παροχών. Σε αγαστή συνεργασία με την πολιτική τάξη, η κοινωνία αντλούσε με απληστία κρατικούς πόρους, διαμέσου πρακτικών όπως η φοροδιαφυγή, η διαφθορά, η μεγέθυνση του Δημοσίου ή η προσοδοθηρία. Την ίδια ακριβώς στιγμή ασκούσε συνεχή και ασφυκτική πίεση στο κράτος για αύξηση της προστασίας, των υπηρεσιών και των παροχών. Κάθε φοβισμένη προσπάθεια συμμαζέματος του δημοσιονομικού χάους καυτηριαζόταν εν χορώ ως νεοφιλελεύθερη αναλγησία και έληγε προτού καν ξεκινήσει. Την ολοένα μεγαλύτερη τρύπα βούλωναν τα ευρωπαϊκά πακέτα και τα δανεικά, για τα οποία θεωρήσαμε πως δεν θα χρειαστεί να δώσουμε ποτέ λογαριασμό, ούτε καν στις επερχόμενες γενιές. Η σημερινή κρίση είναι το συσσωρευμένο αποτέλεσμα της τριακονταετούς ενσωμάτωσης του «πολιτικού κόστους» στη λήψη αποφάσεων.
Η αντίφαση ανάμεσα στην κατανάλωση και την παραγωγή. Η κοινωνία επιθυμούσε να καταναλώνει όλο και πιο πολύ, δουλεύοντας και παράγοντας όλο και πιο λίγο. Τον Απρίλιο του 2008, οι αναλυτές της Nielsen διαπίστωναν με έκπληξη πως οι Ελληνες ήταν παγκοσμίως πρώτοι στη ροπή κατανάλωσης πολυτελών αγαθών (και με σημαντική διαφορά, μάλιστα, από τους δεύτερους, το Χονγκ Κονγκ).
Αυτό το γενικευμένο «όραμα κονόμας και ευζωίας και ανόδου», που έγινε το «μέτρο ολονών μας», πήρε τα τελευταία χρόνια τη μορφή γιουρουσιού και, όπως ήταν φυσικό, συνοδεύθηκε από την απαξίωση της επίπονης και ανασφαλούς διαδικασίας δημιουργίας πλούτου, δηλαδή της επιχειρηματικότητας. Το δημοσιοϋπαλληλικό όνειρο αντικατέστησε το «ελληνικό δαιμόνιο», καθώς πρόσφερε άνετο και εγγυημένο διαβατήριο ευζωίας.
Η αντίφαση ανάμεσα στη φτώχεια του κράτους και τον πλούτο των κατοίκων του. Πάντοτε ξάφνιαζε τους ξένους επισκέπτες η σκανδαλώδης συνύπαρξη ιδιωτικού πλούτου και δημόσιας ένδειας: οι πολυτελείς βίλες στα νησιά με ανύπαρκτες υποδομές, τα ακριβά αυτοκίνητα στους άθλιους δρόμους, τα πολυτελή νυχτερινά κέντρα, κατάμεστα από τους καλοντυμένους τροφίμους των άθλιων πανεπιστημίων. Το σκανδαλώδες για τους ξένους φάνταζε φυσιολογικό στα μάτια πολλών Ελλήνων.
Η αντίφαση ανάμεσα στο τεράστιο κράτος και το αδύναμο κράτος. Το εύρος της δικαιοδοσίας του κράτους, ο αριθμός των υπαλλήλων του και ο προϋπολογισμός του περιγράφουν ένα εν δυνάμει ισχυρό κράτος. Ομως, ο διάχυτος ερασιτεχνισμός, η προϊούσα διαφθορά, η αδυναμία προστασίας της ίδιας του της περιουσίας και η ανοχή της κάθε μειοψηφίας που ανά πάσα στιγμή μπορούσε να κλείνει δρόμους και λιμάνια, σκιαγραφούν ένα ευνουχισμένο κράτος, όμηρο των κομμάτων και των οργανωμένων ομάδων.
Η αντίφαση ανάμεσα στον δημόσιο λόγο και την ιδιωτική πρακτική. Η πολιτική και πνευματική ηγεσία, αλλά και ένα σημαντικό κομμάτι της μεσαίας τάξης (αυτό που συχνά αποκαλούμε «γενιά της μεταπολίτευσης») είχε κατασκευάσει και επιβάλει έναν μεγαλόσχημο αλλά κενό λόγο με έμφαση στο δημόσιο συμφέρον, την ίδια στιγμή που ή ίδια τον απαξίωνε στην πράξη με τον τρόπο ζωής της αλλά και με την απροσχημάτιστη συμμετοχή της στο τεράστιο πελατειακό σύστημα. Το αποτέλεσμα ήταν η μαζική εμπέδωση ενός γενικευμένου κυνισμού που καλλιέργησαν με ιδιαίτερη επιτυχία τα ΜΜΕ. Η διγλωσσία δεν οδήγησε μόνο στη διάβρωση της κοινωνίας, αλλά ενίσχυσε αποφασιστικά τη βαθιά έλλειψη αυτογνωσίας που οδήγησε στην κρίση καθιστώντας αιρετικά τα απολύτως αυτονόητα.
Η αντίφαση ανάμεσα στον αριστερισμό στα λόγια και τον συντηρητισμό στην πράξη. Η ρίζα της σημερινής κρίσης είναι ιδεολογική. Αν η μεταπολίτευση είχε θυρεό, αυτός θα έπρεπε οπωσδήποτε να περιλαμβάνει τη θρυλική ρήση του Ανδρέα Παπανδρέου: «Κανένας θεσμός, μόνο ο λαός». Λίγες έννοιες έχουν εξευτελιστεί όσο η «προοδευτικότητα», που κατάντησε συνώνυμο της χειρότερης υποκρισίας. Ο αδιάλλακτος αγώνας για τη μεγέθυνση των πιο απίθανων κεκτημένων και την αναπαραγωγή της μετριότητας και της αναξιοκρατίας είχε σημαία του την πρόοδο. Δεν εξηγείται αλλιώς η διαιώνιση ακραίων και παράλογων πρακτικών, όπως π. χ. το πανεπιστημιακό άσυλο.
Η σημερινή κρίση είναι η εκκωφαντική επιστροφή μιας πραγματικότητας που επιβάλλει την επιτακτική άρση όλων αυτών των αντιφάσεων.
Η μεταπολίτευση υπήρξε μια περίοδος της ελληνικής ιστορίας που συνοδεύτηκε από πολλά θετικά στοιχεία. Καλλιέργησε, όμως, και μεγέθυνε ορισμένες από τις πιο αποκρουστικές πλευρές της κοινωνίας μας. Μπαίνουμε σε μια αβέβαιη περίοδο. Είναι βέβαιο πως η έξοδός μας απ αυτήν προϋποθέτει την άρση των αντιφάσεων και αυτή με τη σειρά της την εμπέδωση της αυτογνωσίας.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Yale.
Πηγή
Η γοητεία της οικονομικής επιστήμης έγκειται στην απλή απεικόνιση μιας σύνθετης πραγματικότητας. Τρία νούμερα, το έλλειμμα, το χρέος και το επιτόκιο του δανεισμού, συμπυκνώνουν με τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο τη θλιβερή κατάληξη μιας ολόκληρης εποχής.
Η προσφυγή της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης, δηλαδή η ουσιαστική παραδοχή της χρεοκοπίας, πιστοποιεί μια προφανή αντίφαση: αυτή που ορίζει το χάσμα ανάμεσα στα έσοδα του κράτους και τα έξοδά του. Πρόκειται για την κορυφή ενός παγόβουνου, στη βάση του οποίου εντοπίζονται επτά, τουλάχιστον, αντιφάσεις που στοιχειοθετούν τα αντίστοιχα θανάσιμα αμαρτήματα της μεταπολίτευσης.
Η αντίφαση ανάμεσα στην αληθινή και την εικονική πραγματικότητα. Η χρεοκοπία της χώρας δεν είναι μόνο κρίση οικονομικού ελλείμματος. Είναι κρίση αξιοπιστίας, δηλαδή κρίση ηθικού ελλείμματος. Τα στοιχεία που παρουσιάζαμε ήταν ψεύτικα και γιʼ αυτό δεν μας πιστεύει πλέον κανείς. Η αναξιοπιστία αποτελεί πιστή αντανάκλαση στο μακροοικονομικό επίπεδο εκατοντάδων καθημερινών πρακτικών ανομίας που διαπότισαν το σύνολο σχεδόν της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Ακόμα και στο χείλος του γκρεμού κυριαρχεί μια εγκληματική κουτοπονηριά: κάποιοι αρνούνται την πραγματικότητα, άλλοι ψελλίζουν απίθανες δικαιολογίες, κάποιοι τρίτοι εύχονται τη διεθνοποίηση της κρίσης μήπως και γλιτώσουμε μέσα στο γενικό χάος. Oλοι αυτοί μαζί επιρρίπτουν τις ευθύνες στους άλλους: «κλέφτες», κερδοσκόπους, αγορές, ξένους. Η μυωπία και η ανευθυνότητα είναι τα δίδυμα θεμέλια της αναξιοπιστίας.
Η αντίφαση ανάμεσα στην άντληση κρατικών πόρων και την απαίτηση κρατικών παροχών. Σε αγαστή συνεργασία με την πολιτική τάξη, η κοινωνία αντλούσε με απληστία κρατικούς πόρους, διαμέσου πρακτικών όπως η φοροδιαφυγή, η διαφθορά, η μεγέθυνση του Δημοσίου ή η προσοδοθηρία. Την ίδια ακριβώς στιγμή ασκούσε συνεχή και ασφυκτική πίεση στο κράτος για αύξηση της προστασίας, των υπηρεσιών και των παροχών. Κάθε φοβισμένη προσπάθεια συμμαζέματος του δημοσιονομικού χάους καυτηριαζόταν εν χορώ ως νεοφιλελεύθερη αναλγησία και έληγε προτού καν ξεκινήσει. Την ολοένα μεγαλύτερη τρύπα βούλωναν τα ευρωπαϊκά πακέτα και τα δανεικά, για τα οποία θεωρήσαμε πως δεν θα χρειαστεί να δώσουμε ποτέ λογαριασμό, ούτε καν στις επερχόμενες γενιές. Η σημερινή κρίση είναι το συσσωρευμένο αποτέλεσμα της τριακονταετούς ενσωμάτωσης του «πολιτικού κόστους» στη λήψη αποφάσεων.
Η αντίφαση ανάμεσα στην κατανάλωση και την παραγωγή. Η κοινωνία επιθυμούσε να καταναλώνει όλο και πιο πολύ, δουλεύοντας και παράγοντας όλο και πιο λίγο. Τον Απρίλιο του 2008, οι αναλυτές της Nielsen διαπίστωναν με έκπληξη πως οι Ελληνες ήταν παγκοσμίως πρώτοι στη ροπή κατανάλωσης πολυτελών αγαθών (και με σημαντική διαφορά, μάλιστα, από τους δεύτερους, το Χονγκ Κονγκ).
Αυτό το γενικευμένο «όραμα κονόμας και ευζωίας και ανόδου», που έγινε το «μέτρο ολονών μας», πήρε τα τελευταία χρόνια τη μορφή γιουρουσιού και, όπως ήταν φυσικό, συνοδεύθηκε από την απαξίωση της επίπονης και ανασφαλούς διαδικασίας δημιουργίας πλούτου, δηλαδή της επιχειρηματικότητας. Το δημοσιοϋπαλληλικό όνειρο αντικατέστησε το «ελληνικό δαιμόνιο», καθώς πρόσφερε άνετο και εγγυημένο διαβατήριο ευζωίας.
Η αντίφαση ανάμεσα στη φτώχεια του κράτους και τον πλούτο των κατοίκων του. Πάντοτε ξάφνιαζε τους ξένους επισκέπτες η σκανδαλώδης συνύπαρξη ιδιωτικού πλούτου και δημόσιας ένδειας: οι πολυτελείς βίλες στα νησιά με ανύπαρκτες υποδομές, τα ακριβά αυτοκίνητα στους άθλιους δρόμους, τα πολυτελή νυχτερινά κέντρα, κατάμεστα από τους καλοντυμένους τροφίμους των άθλιων πανεπιστημίων. Το σκανδαλώδες για τους ξένους φάνταζε φυσιολογικό στα μάτια πολλών Ελλήνων.
Η αντίφαση ανάμεσα στο τεράστιο κράτος και το αδύναμο κράτος. Το εύρος της δικαιοδοσίας του κράτους, ο αριθμός των υπαλλήλων του και ο προϋπολογισμός του περιγράφουν ένα εν δυνάμει ισχυρό κράτος. Ομως, ο διάχυτος ερασιτεχνισμός, η προϊούσα διαφθορά, η αδυναμία προστασίας της ίδιας του της περιουσίας και η ανοχή της κάθε μειοψηφίας που ανά πάσα στιγμή μπορούσε να κλείνει δρόμους και λιμάνια, σκιαγραφούν ένα ευνουχισμένο κράτος, όμηρο των κομμάτων και των οργανωμένων ομάδων.
Η αντίφαση ανάμεσα στον δημόσιο λόγο και την ιδιωτική πρακτική. Η πολιτική και πνευματική ηγεσία, αλλά και ένα σημαντικό κομμάτι της μεσαίας τάξης (αυτό που συχνά αποκαλούμε «γενιά της μεταπολίτευσης») είχε κατασκευάσει και επιβάλει έναν μεγαλόσχημο αλλά κενό λόγο με έμφαση στο δημόσιο συμφέρον, την ίδια στιγμή που ή ίδια τον απαξίωνε στην πράξη με τον τρόπο ζωής της αλλά και με την απροσχημάτιστη συμμετοχή της στο τεράστιο πελατειακό σύστημα. Το αποτέλεσμα ήταν η μαζική εμπέδωση ενός γενικευμένου κυνισμού που καλλιέργησαν με ιδιαίτερη επιτυχία τα ΜΜΕ. Η διγλωσσία δεν οδήγησε μόνο στη διάβρωση της κοινωνίας, αλλά ενίσχυσε αποφασιστικά τη βαθιά έλλειψη αυτογνωσίας που οδήγησε στην κρίση καθιστώντας αιρετικά τα απολύτως αυτονόητα.
Η αντίφαση ανάμεσα στον αριστερισμό στα λόγια και τον συντηρητισμό στην πράξη. Η ρίζα της σημερινής κρίσης είναι ιδεολογική. Αν η μεταπολίτευση είχε θυρεό, αυτός θα έπρεπε οπωσδήποτε να περιλαμβάνει τη θρυλική ρήση του Ανδρέα Παπανδρέου: «Κανένας θεσμός, μόνο ο λαός». Λίγες έννοιες έχουν εξευτελιστεί όσο η «προοδευτικότητα», που κατάντησε συνώνυμο της χειρότερης υποκρισίας. Ο αδιάλλακτος αγώνας για τη μεγέθυνση των πιο απίθανων κεκτημένων και την αναπαραγωγή της μετριότητας και της αναξιοκρατίας είχε σημαία του την πρόοδο. Δεν εξηγείται αλλιώς η διαιώνιση ακραίων και παράλογων πρακτικών, όπως π. χ. το πανεπιστημιακό άσυλο.
Η σημερινή κρίση είναι η εκκωφαντική επιστροφή μιας πραγματικότητας που επιβάλλει την επιτακτική άρση όλων αυτών των αντιφάσεων.
Η μεταπολίτευση υπήρξε μια περίοδος της ελληνικής ιστορίας που συνοδεύτηκε από πολλά θετικά στοιχεία. Καλλιέργησε, όμως, και μεγέθυνε ορισμένες από τις πιο αποκρουστικές πλευρές της κοινωνίας μας. Μπαίνουμε σε μια αβέβαιη περίοδο. Είναι βέβαιο πως η έξοδός μας απ αυτήν προϋποθέτει την άρση των αντιφάσεων και αυτή με τη σειρά της την εμπέδωση της αυτογνωσίας.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Yale.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου