Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

Τιμές: Γιατί δεν πέφτουν οι…άτιμες;

Προ ολίγων ημερών, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών δήλωσε πρακτικά ότι αδυνατεί να συμβάλει περαιτέρω στη μείωση των τιμών. Η συζήτηση βέβαια άνοιξε από το γεγονός ότι είμαστε ίσως η μοναδική χώρα στα χρονικά που με ύφεση της τάξεως του 7% σε ετήσια βάση βλέπει τον τιμάριθμο να διατηρεί ανοδική πορεία!

Ο πρόεδρος των βιομηχάνων είχε αρκετά επιχειρήματα να παραθέσει υπέρ της άποψής του: τις συνεχείς επιβαρύνσεις στην ενέργεια, το χαράτσι στα (παραγωγικά) ακίνητα, την αύξηση των φόρων και του ΦΠΑ, το αυξημένο κόστος δανεισμού, τη μείωση του χρόνου πληρωμής σε ξένους προμηθευτές και βεβαίως το γεγονός ότι οι περισσότερες πρώτες ύλες είναι εισαγόμενες και άρα δεν επηρεάζονται από την εντός των τειχών κρίση.

Δεν παρέλειψε δε να αναφέρει τα συνήθη (και απολύτως δικαιολογημένα) παράπονα του ΣΕΒ περί ρυθμιστικών και διοικητικών εμποδίων, χαμηλού επιπέδου υποδομών κ.λπ.

Ο ίδιος υποστήριξε μάλιστα -και δεν είναι η πρώτη φορά- ότι η συμπίεση του εργατικού κόστους δεν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα μείωσης στις τιμές. Κάτι που ισχύει, τουλάχιστον στους τομείς που είναι «εντάσεως κεφαλαίου».

Αυτά βεβαίως δεν αποτυπώνουν πλήρως την πραγματικότητα. Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν:

-Το μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς και τα συχνότατα «ολιγοπώλια» οδηγούν στον σχηματισμό «καρτέλ» που εν τέλει ελέγχουν την πορεία των τιμών στην αγορά, ιδίως όταν αυτά συνδέονται με το κύκλωμα της χονδρεμπορικής πώλησης.

-Το μικρό σχετικά μέγεθος των ελληνικών επιχειρηματικών μονάδων, είτε πρόκειται για βιομηχανίες είτε για καταστήματα λιανικής, δεν επιτρέπει «οικονομίες κλίμακας», επιβαρύνοντας το κόστος.

-Το κόστος επιβαρύνεται επίσης από τη συχνή έλλειψη επαρκούς οργάνωσης και ιδίως από την περιορισμένη κατά κανόνα χρήση σύγχρονων μεθόδων, που αξιοποιούν την τεχνολογία για την αύξηση της αποτελεσματικότητας.

-Τέλος, δυσμενής παράγοντας, ακόμη και σήμερα, είναι η μειωμένη καταναλωτική συνείδηση του Έλληνα, η οποία πάντως περιορίζεται ολοένα και περισσότερο από τις περιστάσεις.

Όλοι οι παραπάνω παράγοντες είναι ασφαλώς εις γνώσιν της τρόικας. Το αντίθετο θα ήταν παράλογο μετά από 2,5 χρόνια εμπειρίας στη χώρα μας. Κι όμως, η τρόικα από τη μία επιμένει ότι το «μοναδιαίο κόστος εργασίας» πρέπει να μειωθεί για να γίνει η Ελλάδα ανταγωνιστική κι από την άλλη ενθαρρύνει την αύξηση άλλων συντελεστών κόστους, όπως η ενέργεια...

Αυτή η φαινομενική διπλωπία της τρόικας έχει την εξήγησή της. Ο στόχος της είναι διπλός: Αφενός να μειωθεί το έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό κι αφετέρου να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων στο εξωτερικό. Στο πλαίσιο αυτό, για παράδειγμα, η αύξηση του ΦΠΑ (που επιβαρύνει την τιμή για τον καταναλωτή στην Ελλάδα) δεν ενδιαφέρει, στον βαθμό που αυξάνει τα έσοδα του κράτους. Τουναντίον, συμβάλλει στη μείωση της αγοραστικής «δύναμης» και άρα στον περιορισμό της «εσωτερικής κατανάλωσης».

Αλλά κι όπου συγκρούονται οι δύο στόχοι, όπως συμβαίνει π.χ. με τις επιβαρύνσεις στο κόστος ενέργειας, είναι σαφές ως τώρα ότι ο πρώτος στόχος (μείωση του ελλείμματος) υπερτερεί του δεύτερου (διεθνής ανταγωνιστικότητα), καθώς η ψαλίδα στο εμπορικό ισοζύγιο μειώνεται ούτως ή άλλως εξαιτίας της αναγκαστικής μείωσης εισαγωγών που επιφέρει ο περιορισμός της κατανάλωσης

Η «παρενέργεια» είναι ότι αυτός ο διπλός στόχος της μείωσης του κρατικού ελλείμματος και του εμπορικού ελλείμματος, με τη μεθοδολογία που ακολουθείται, συνθλίβει ανηλεώς το βιοτικό επίπεδο του μέσου Έλληνα.

«Το ζούμε και το καταλαβαίνουμε», θα πείτε. Ναι, θα απαντήσω, όμως δεν το έχουμε ζήσει ακόμη σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Αν δεν αλλάξουν οι προδιαγραφές του σχεδίου, έπεται σκληρότερη συνέχεια.

Δυστυχώς, η ανατροπή του σχεδίου «εσωτερικής υποτίμησης» που συνεχίζει να υλοποιείται προϋποθέτει πολύ περισσότερο χρόνο -άρα και χρήμα- για τη στήριξη της Ελλάδας. Και πολύ πιο σύνθετες διαδικασίες «προσαρμογής στα ευρωπαϊκά δεδομένα» από αυτές που ακολουθούνται ως σήμερα, με επενδύσεις στην παιδεία, την οργάνωση του κράτους, τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου κ.λπ.

Ίσως στο προσεχές διάστημα να υπάρξει κάποια μεταβολή των πολύ δυσμενών εξωτερικών συνθηκών, προς όφελος της κοινωνίας μας, καθώς σταδιακά αποτιμάται ορθότερα ο κίνδυνος γενικότερης αποσταθεροποίησης (οικονομικής και γεωπολιτικής) που θα μπορούσε να προκαλέσει μια «αποτυχία» στην Ελλάδα, με πρώτο βέβαια θύμα την ίδια τη χώρα.

Εκεί εναποθέτω πλέον σχεδόν όλες τις ελπίδες μου για τη διάσωση όχι μόνο των πιο αδύναμων οικονομικά στρωμάτων, αλλά και αυτών που γνωρίσαμε ως μέση «αστική» τάξη στη χώρα μας. 


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: