Κάμποσες χώρες, ανάμεσά τους και η
Ελλάδα, είχαν απαιτήσεις έναντι της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Το
συνολικό χρέος της ανερχόταν γύρω στα 30 δισ. μάρκα, χωρίς να υπολογίζονται οι
πολεμικές επανορθώσεις και αποζημιώσεις. Φαίνεται υπέρογκο; Αντιστοιχούσε μόλις
στο 23% του ΑΕΠ της.
Για τη Γερμανία του
1953, όμως, η λιτότητα και η αποπληρωμή χρεών δεν αποτελούσε επιλογή. Η
οικονομία χρειαζόταν χρήμα για ανοικοδόμηση.
Στις 27 Φεβρουαρίου του 1953
υπογράφεται στο Λονδίνο η συμφωνία για τη διαγραφή σχεδόν του 50% του χρέους,
για το υπόλοιπο προβλεπόταν μακροπρόθεσμη αναδιάρθρωσή του και στην εκκίνηση
ευνοϊκή περίοδος αποπληρωμής με καταβολή μόνο τόκων για το διάστημα 1953-1958.
Μια «λεπτομέρεια» που παραβλέπεται: η
συμφωνία δημιούργησε και τις προϋποθέσεις για να γίνει η Γερμανία εξαγωγική
δύναμη, διότι η εξυπηρέτηση του χρέους συνδεόταν με ρήτρα ανάπτυξης και δη
εμπορικού πλεονάσματος. Η σχέση μεταξύ της εξυπηρέτησης του χρέους και των
εσόδων από τις εξαγωγές δεν μπορούσε να υπερβαίνει το 5%. Οι δανειστές, λοιπόν,
είχαν συμφέρον να αγοράζουν γερμανικά προϊόντα για να πάρουν πίσω τα κουρεμένα
χρήματά τους.
Μια δεύτερη «λεπτομέρεια»: σε
περίπτωση διαφορών με τους πιστωτές, σε ορισμένες περιπτώσεις, «τα γερμανικά
δικαστήρια μπορούν να αρνηθούν την εκτέλεση απόφασης ενός αλλοδαπού δικαστηρίου
ή Αρχής διαιτησίας».
Αυτονόητο ότι οι συγκρίσεις δεν είναι
εύκολες, ότι οι εποχές έχουν αλλάξει και ότι ο «Ψυχρός Πόλεμος» στα βιβλία έχει
αράξει. Όμως, τι επιβεβαιώνεται από τη γερμανική εμπειρία του 1953; Πολιτικές
είναι οι αποφάσεις, τα τεχνοκρατικά είναι προφάσεις, τα οικονομικά θαύματα δεν
θεμελιώνονται σε πειράματα και δράματα.
Μπορεί να φανεί χρήσιμη αυτή η
εμπειρία; Ποιος θα το κρίνει; Όσοι θεωρούν ότι μπορείς να προβλέψεις τα
γεγονότα, μόνο αφού έχουν συμβεί ή ο χρόνος; Ας μην ξεχνάμε ότι πέρασαν οκτώ
χρόνια απ’ όταν σίγησαν τα όπλα για να δουλέψουν άλλα κόλπα.
.naftemporiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου