Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Η θανατηφόρα κληρονομιά των πυρηνικών

Το σοβιετικό πυρηνικό έδαφος δοκιμών στο Καζακστάν είναι ένα από τα πολλά σημεία στον πλανήτη που διατηρούν υψηλά επίπεδα ραδιενέργειας μέχρι σήμερα.

Η ανατριχιαστική γενεαλογία του Φουκοσίμα

Η συνεχιζόμενη πυρηνική καταστροφή στη Φουκοσίμα της Ιαπωνίας δεν είναι παρά ο τελευταίος γόνος μιας μακράς γενεαλογίας σχετιζόμενων με την πυρηνική ενέργεια περιστατικών, που έχουν ήδη αφήσει πίσω τους ραδιενεργές ερήμους σε όλο το μήκος και πλάτος της υφηλίου και συχνά παραμένουν συγκεκαλυμμένα έπειτα από πολλές δεκαετίες. Μια ανατριχιαστική και περιεκτική αναφορά της ιστορίας της πυρηνικής ενέργειες από το 1945 ως σήμερα, αποκαλύπτει μια απογοητευτική εικόνα του πόσο επικίνδυνη είναι στην πραγματικότητα αυτή η τεχνολογία.

Σε μια ειδική του αναφορά στις 11 Απρίλη το περιοδικό «Der Spiegel» θέτει το ερώτημα: «Οι πάντες γνωρίζουν για το Τσερνομπίλ, το Three Mile Island και τώρα τη Φουκοσίμα. Έχουν ακούσει όμως για το Semipalatinsk, το Palomares και το Kyshtym;»


Στον πυρηνικό σταθμό του Three Mile Island, στο Χάρισμπουργκ της Πενσυλβάνια, στις 28 Μαρτίου του 1979, έμελλε να λάβει χώρα το σενάριο-εφιάλτης κάθε πυρηνικού φυσικού. Οι εργαζόμενοι στο δωμάτιο ελέγχου παρατήρησαν την αστοχία μιας αντλίας στο σύστημα ψύξης του αντιδραστήρα. Στη συνέχεια μια βαλβίδα παράκαμψης απέτυχε να κλείσει και το νερό ψύξης σταμάτησε να τροφοδοτεί τις γεννήτριες ατμού, γεγονός που οδήγησε στην επείγουσα απενεργοποίηση του αντιδραστήρα.

Δυο ώρες αργότερα το πάνω μέρος του πυρήνα του αντιδραστήρα δεν βρισκόταν πλέον καλυμμένο από το νερό ψύξης και οι ράβδοι του πυρηνικού καυσίμου άρχισαν να λιώνουν. Την τελευταία στιγμή ένας τεχνικός παρατήρησε το πρόβλημα και έκλεισε την βαλβίδα διαφυγής. Μια πλήρους έκτασης τήξη αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή.

Ακόμη κι έτσι η σειρά των γεγονότων είχε καταστροφικό αποτέλεσμα: Όχι μόνον απελευθερώθηκε ραδιενέργεια στην ατμόσφαιρα, αλλά μολυσμένο ψυκτικό υγρό διέρρευσε και στο διπλανό ποτάμι. Λίγο καιρό αργότερα, τα ποσοστά καρκίνου στον τοπικό πληθυσμό είχαν αυξηθεί δραματικά. Επιπλέον, μεγάλα μέρη του αντιδραστήρα όπως και του πυρηνικού σταθμού είχαν μολυνθεί.
Η επιχείρηση καθαρισμού στο Χάρισμπουργκ πήρε 14 χρόνια να ολοκληρωθεί και κόστισε περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Τα ερείπια του αντιδραστήρα είναι ραδιενεργά ακόμη και σήμερα.

Η περίπτωση αυτή είναι διδακτική. Ήταν το αποτέλεσμα μικροσκοπικών κατασκευαστικών σφαλμάτων και μιας μικρής δόσης ανθρώπινου λάθους. Και τώρα, καθώς ο κόσμος παρακολουθεί με φρίκη την εκτυλισσόμενη καταστροφή στη Φουκοσίμα, το ντιμπέιτ σχετικά με την ασφάλεια της πυρηνικής ενέργειας έχει αναθερμανθεί.

Η περιοχή γύρω από την Φουκοσίμα θα παραμείνει πιθανότατα μολυσμένη για δεκαετίες, αν όχι για αιώνες. Και πολλοί, για άλλη μια φορά, αναρωτιούνται αν τα οφέλη της πυρηνικής ενέργειας δικαιολογούν τους κινδύνους της. Πώς μπορεί οτιδήποτε να θεωρηθεί υπό έλεγχο όταν δύναται να μεταλλαχθεί σε αποκάλυψη τόσο γρήγορα;

Δυστυχώς όμως, καταστροφές όπως αυτές του Three Mile Island και της Φουκοσίμα δεν είναι τόσο σπάνιες όσο θα θέλαμε να ελπίζουμε. Έχουν συμβεί αρκετά πυρηνικά ατυχήματα που κατέληξαν σε σημαντικές ραδιενεργές διαρροές, απελευθερώσεις και εκρήξεις. Και η Ζώνη Αποκλεισμού του Τσερνομπίλ, με όλη την προσοχή που λαμβάνει, είναι μια από τις πολλές απαγορευμένες ραδιενεργές περιοχές στον πλανήτη. Μια ματιά σε μερικά από τα χειρότερα περιστατικά είναι αρκετή για να καταδείξει πόσο υψηλό είναι το πραγματικό κόστος της πυρηνικής ενέργειας και των πυρηνικών όπλων:

Στις 16 Ιουλίου 1945, στις 05:29:45 τοπική ώρα, η πυρηνική εποχή ξεκίνησε όταν η πρώτη ατομική βόμβα, αποκαλούμενη «The Gadget», εξερράγη στην περιοχή πυραυλικών δοκιμών Γουάτι Σάντς, στο Νιου Μέξικο. Μια παρόμοια συσκευή εξερράγη πάνω από το Ναγκασάκι μόλις μερικές εβδομάδες αργότερα. Η 18 κιλοτόνων βόμβα δημιούργησε ένα πυρηνικό μανιτάρι ύψους 12 χιλιομέτρων και η έκρηξη ακούστηκε σε απόσταση 320 χιλιομέτρων. Η άμμος στον τόπο της έκρηξης μετατράπηκε σε πράσινο, ραδιενεργό γυαλί, ο αποκαλούμενος «τρινιτίτης» (Trinitit).

Το 1952, η κρατήρας της έκρηξης καλύφθηκε και το μεγαλύτερο μέρος του «Τρινιτίτη» απομακρύνθηκε. Περισσότερο από 60 χρόνια έπειτα από την πυρηνική δοκιμή «Trinity» η ραδιενέργεια στον τόπο της δοκιμής παραμένει σε επίπεδα 10 φορές υψηλότερα από το φυσιολογικό.
Το χειρότερο πυρηνικό ατύχημα στον κόσμο έως τώρα συνέβη στις 26 Απριλίου 1986 στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ, κοντά στην πόλη Pripyat, στην τότε ΕΣΣΔ (Ουκρανία σήμερα).
Οι σοβιετικές αρχές προσπάθησαν να συγκαλύψουν το περιστατικό για όσο το δυνατόν περισσότερο. Το πρωινό έπειτα από την έκρηξη, ζητήθηκε από τους κατοίκους της περιοχής να παραμείνουν σε εσωτερικούς χώρους και να κρατήσουν τα παράθυρα κλειστά. Μια μέρα αργότερα όλοι οι 50.000 κάτοικοι της Pripyat εκκένωσαν την πόλη.

Στον τόπο του ατυχήματος, η ραδιενεργός έκθεση παραμένει 700 φορές υψηλότερη από τα επιτρεπτά επίπεδα και η Pripyat παραμένει ακατοίκητη.

Η Γερμανία δεν έχει υποστεί ακόμη πυρηνική καταστροφή πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, παρόλα τα πολυάριθμα περιστατικά στα γερμανικά πυρηνικά εργοστάσια. Το υπέδαφος όμως είναι μια άλλη ιστορία.

Από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα, μεγάλο μέρος των πυρηνικών αποβλήτων έχει καταλήξει στις εγκαταστάσεις απόθεσης του Asse, ένα αλατωρυχείο όπου τα ραδιενεργά απορρίμματα πρέπει να προστατευθούν για τα επόμενα 100.000 χρόνια.

Όμως, 40 χρόνια αργότερα, τεράστια προβλήματα στις εγκαταστάσεις έχουν εκδηλωθεί. Παρόλες τις διαβεβαιώσεις για το αντίθετο, 12.000 λίτρα νερού διαρρέουν κάθε μέρα μέσα στις εγκαταστάσεις, διαβρώνοντας τα βαρέλια και οδηγώντας στην απελευθέρωση ραδιενέργειας.

Είναι αδύνατον να πλησιάσεις αρκετά κοντά ώστε να ξεκινήσεις ένα πρόγραμμα καθαρισμού.
Κατά τη διάρκεια του αγώνα των στρατιωτικών εξοπλισμών του Ψυχρού Πολέμου, συνολικά 119 ατομικές βόμβες εξερράγησαν στην περιοχή δοκιμών της Νεβάδα, βορειοδυτικά του Λας Βέγκας. Η περιοχή, με μέγεθος όσο περίπου η περιοχή Σααρλαντ της Γερμανίας (όσο περίπου η Ηλεία), παροπλίστηκε τελικά το 1992.

Πενήντα δύο κτήρια στο Χάνφορντ παραμένουν μολυσμένα έως και σήμερα, και 240 τετραγωνικά μίλια είναι ακατάλληλα για κατοίκηση εξαιτίας της ραδιενέργειας που έχει διεισδύσει στο χώμα και στα υπόγεια ύδατα: ουράνιο, καίσιο, στρόντιο, πλουτώνιο και άλλα θανατηφόρα ραδιενεργά στοιχεία. Συνολικά, περισσότερα από 204.000 κυβικά μέτρα εξαιρετικά ραδιενεργών υπολειμμάτων παραμένουν στον τόπο. Σε μια περιοχή, περισσότερα από 216 εκατομμύρια λίτρα ραδιενεργών υγρών απορριμμάτων και ψυκτικών υγρών έχουν διαρρεύσει από τρύπιες δεξαμενές. Περισσότερες από 100.000 χρησιμοποιημένες ράβδοι καυσίμων – 2.300 τόνοι – βρίσκονται ακόμη μέσα σε λεκάνες με διαρροές, κοντά στον ποταμό Κολούμπια.

Τα υπολείμματα παρασύρθηκαν έως και την Καλιφόρνια. Οι άνθρωποι εκεί αναρωτιόντουσαν γιατί ξαφνικά αρρώστησαν. Έρευνες δείξανε τελικά ότι μερικά μωρά στο Χάνφορντ εκτέθηκαν σε διπλάσια ποσά ραδιενέργειας από τα παιδιά του Τσερνομπίλ.

Το Σεμιπαλάτινσκ του Κασακστάν, γνωστό πλέον ως Semey, φιλοξένησε το κύριο πεδίο πυρηνικών δοκιμών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Γύρω στις 506 πυρηνικές δοκιμές έλαβαν χώρα εκεί κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η κυβέρνηση του Καζακστάν ευελπιστούσε ότι η περιοχή θα γινόταν ξανά διαθέσιμη για αγροτική χρήση. Όμως μερικές περιοχές είναι ακόμη τόσο βαριά μολυσμένες με πλουτώνιο που έχουν καλυφθεί με τεράστιες ατσάλινες πλάκες, πάχους δυο μέτρων, ώστε να περιοριστεί η ραδιενέργεια.

Στις 6 Αυγούστου του 1945, το αμερικανικό βομβαρδιστικό Ενόλα Γκέι έριξε την ατομική βόμβα στην Χιροσίμα της Ιαπωνίας. Έως το 1946 εκτιμάται ότι μεταξύ 90.000 και 166.000 ανθρώπων πέθαναν από τις άμεσες επιπτώσεις. Στα επόμενα χρόνια αμέτρητοι άνθρωποι πέθαναν από τις επιδράσεις τη ραδιενέργειας. Η πλήρης έκταση των επιπτώσεων μελετάται έως και σήμερα.

Στις 18 Μαΐου του 1974, ένα νέο μέλος εισήλθε στην πυρηνική οικογένεια. Στην έρημο Thar του Rajasthan, κοντά στα σύνορα με το Πακιστάν, και με τεχνογνωσία που αποκτήθηκε από έναν αντιδραστήρα κατασκευασμένο από Καναδούς, η πρώτη Ινδική ατομική βόμβα – αποκαλούμενη « Ο γελαστός Βούδας» -- εξερράγη 107 μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Το 1998, η περιοχή χρησιμοποιήθηκε για πέντε επιπλέον δοκιμές ατομικών όπλων. Είναι άγνωστο κατά πόσον έχει διαρρεύσει ραδιενέργεια στην επιφάνεια – αξιωματούχοι έχουν κατά καιρούς ισχυριστεί ότι δεν έχει ανιχνευθεί καθόλου. Έως και σήμερα η Ινδία δεν έχει υπογράψει την Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών, όμως έχει υποσχεθεί να μην χτυπήσει ποτέ πρώτη με πυρηνικά όπλα.

Η Ανατολική Γερμανία αποθήκευε τα πυρηνικά της απόβλητα στις εγκαταστάσεις του Morsleben, στο κρατίδιο της Σαξονίας-Ανχαλτίας. Σύντομα έπειτα από την πτώση του τείχους του Βερολίνου, η Άνγκελα Μέρκελ, τότε υπουργός περιβάλλοντος, έδωσε την άδεια ώστε σημαντικές ποσότητες ραδιενεργών απορριμμάτων προερχόμενα από την πλούσια Δύση να εναποτεθούν στις αποθήκες του Morsleben. Επειδή οι εγκαταστάσεις έχουν χαρακτηριστεί σήμερα ως φέρουσες βαριές δομικές ζημιές, πρέπει να σταθεροποιηθούν με τεράστιο κόστος – γύρω στα δύο δισεκατομμύρια ευρώ απαιτούνται για το μόνιμο κλείσιμό τους.

Το πρώτο μεγάλο ατύχημα σε πυρηνικό εργοστάσιο – και το μεγαλύτερο έως το Τσερνομπίλ – έλαβε χώρα στο Γουίντσκέιλ, σήμερα Σέλαφιλντ, τον Οκτώβριο του 1957. Εκεί, δίπλα στην Ιρλανδική Θάλασσα, οι Βρετανοί είχαν κατασκευάσει βιαστικά έπειτα από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο δυο πυρηνικούς αντιδραστήρες για παραγωγή ενέργειας και για την κατασκευή πλουτώνιου για πολεμική χρήση.

Το 1955, 251 εργάτες εκτέθηκαν σε ραδιενέργεια στη διάρκεια εργασιών επισκευών. Τότε, στις 10 Οκτωβρίου 1957, ένας αντιδραστήρας άρχισε να φλέγεται. Κατά τη διάρκεια μιας απόπειρας να σβηστεί η φωτιά, ένα ραδιενεργό νέφος απελευθερώθηκε, ακολουθούμενο από άλλο ένα την επόμενη ημέρα. Η ραδιενέργεια έφτασε έως και την Ελβετία.

Οι αρχές προσπάθησαν να συγκαλύψουν το ατύχημα, αρχικά λέγοντας ότι έλαβε χώρα ένα περιστατικό, αλλά οι εμπλεκόμενοι εργάτες καθαρίστηκαν από τη ραδιενέργεια αφότου τρίφτηκαν με νερό και σαπούνι.

Σύμφωνα με τα επίσημα νούμερα, 33 άνθρωποι σκοτώθηκαν από τις επιπτώσεις της καταστροφής, ενώ περισσότεροι από 200 διαγνώσθηκαν με καρκίνο του θυροειδούς. Έως και σήμερα, 15 τόνοι κατεστραμμένων ράβδων καυσίμου βρίσκονται ακόμη αποθηκευμένες στις εγκαταστάσεις, όπως και ραδιενεργή στάχτη και λάσπη, απομεινάρια της φωτιάς. Ο αντιδραστήρας θα αποσυναρμολογηθεί κάποια στιγμή στο προσεχές μέλλον με την χρήση ενός ρομπότ, ειδικά κατασκευασμένου για αυτόν τον σκοπό. Συνολικά το εγχείρημα υπολογίζεται να κοστίσει γύρω στις 500 εκατομμύρια λίρες.

Η πρώτη Γαλλική ατομική βόμβα ονομαζόταν «Gerboise Bleue», από ένα άνθος της ερήμου, και εξερράγη το πρωινό της 13ης Φεβρουαρίου 1960, στην περιφέρεια Ρεγκάν της Αλγερίας, τότε αποικίας της Γαλλίας. Η Γαλλία μετέφερε τα πεδία δοκιμών της σε απομακρυσμένες περιοχές του νότιου Ειρηνικού αφότου η Αλγερία απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1962.

Ήταν μόλις το 2010, κατά την 50η επέτειο αυτής της πρώτης γαλλικής δοκιμής, που η γαλλική εφημερίδα Le Parisien δημοσίευσε μυστικά έγγραφα από το Γαλλικό Υπουργείο Άμυνας που αποκάλυπταν ότι 300 στρατιώτες εκτέθηκαν σκόπιμα στην ραδιενέργεια κατά τη διάρκεια της δοκιμής ώστε να δουν τι επιπτώσεις θα είχε αυτή στο ανθρώπινο σώμα.

Οι ομάδες θυμάτων της Αλγερίας παραπονούνται ότι η Γαλλία ποτέ δεν εκτέλεσε πρόγραμμα απολύμανσης στην περιφέρεια της Ρεγκάν και ισχυρίζονται ότι τα ποσοστά καρκίνου στην περιοχή είναι υψηλά και ότι τα παιδιά γεννιούνται συχνά με ανωμαλίες.

Τη δεκαετία του 1960, η Γαλλία μετέφερε όλες τις τις πυρηνικές δοκιμές στις ατόλες Μουρουρόα και Φανγκατάουφα, όπου και εκτέλεσε τελικά 41 ατμοσφαιρικές και 147 υπόγειες δοκιμές. Έπειτα από διαμαρτυρίες, με κύρια αυτή της κυβέρνησης της Νέας Ζηλανδίας, η περιοχή εγκαταλείφθηκε ως περιοχή πυρηνικών δοκιμών το 1996, όμως φρουρείται ακόμα από Γαλλικές δυνάμεις.

Υπάρχει ο φόβος ότι ρωγμές που έχουν ανακαλυφθεί στην ατόλη κάτω από την επιφάνεια του νερού μπορεί τελικά να επιτρέψουν στην υπόγεια ραδιενέργεια να διαφύγει.

Οι ΗΠΑ επίσης εκτέλεσαν 23 πυρηνικές δοκιμές στις ατόλες Μπικίνι στον νότιο Ειρηνικό, ξεκινώντας το 1946. Μια από τις εκρήξεις μόλυνε 23 μέλη του πληρώματος ενός Γιαπωνέζικου αλιευτικού σκάφους.

Γύρω στους 200 κατοίκους των νησιών μετεγκαταστάθηκαν, όμως αρκετοί επεστράφησαν το 1960 αφότου οι ΗΠΑ ανακήρυξαν τα νησιά ασφαλή για κατοίκηση. Απομακρύνθηκαν όμως ξανά όταν οι περιπτώσεις αποβολών βρεφών και προβληματικών γεννήσεων άρχισαν να συσσωρεύονται. Τα ψάρια από την λιμνοθάλασσα της ατόλης είναι ακόμη ακατάλληλα προς βρώση.

Το 1997, υψηλής τοξικότητας ουράνιο διέρρευσε από περίπου 2.000 βαρέλια πυρηνικών αποβλήτων στον πυρηνικό σταθμό Τοκάι στην Ιαπωνία, αφότου βρόχινο νερό διείσδυσε στις δεξαμενές όπου ήταν αποθηκευμένα, διαβρώνοντάς τα.

Τον Μάρτιο του 1997, 35 εργάτες μολύνθηκαν με ραδιενέργεια σε μια κοντινή εγκατάσταση επανεπεξεργασίας πυρηνικών αποβλήτων. Μόλις δυο χρόνια αργότερα μια εγκατάσταση επανεπεξεργασίας ουρανίου στην Τοκαϊμούρα, 80 εργάτες μολύνθηκαν και δύο πέθαναν κατά τη διάρκεια ενός ατυχήματος.

Στις 17 Ιανουαρίου 1966, ένα αμερικανικό βομβαρδιστικό Β-52 και ένα αεροσκάφος ανεφοδιασμού συγκρούστηκαν πάνω από τις Ισπανικές ακτές κοντά στην Αλμερία, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανεφοδιασμού. Το βομβαρδιστικό, που εκτελούσε μια περίπολο ρουτίνας, έφερε τέσσερις βόμβες υδρογόνου. Τρεις έπεσαν στο έδαφος κοντά στο χωριό Παλομάρες της Ανδαλουσίας, όπου χρειάστηκε μια επιχείρηση καθαρισμού διάρκειας οκτώ εβδομάδων από δυνάμεις των ΗΠΑ ώστε να απομακρυνθούν μερικές χιλιάδες τόνοι μολυσμένου χώματος και να μεταφερθούν στις ΗΠΑ για αποθήκευση.

Σαρανταπέντε χρόνια αργότερα, η περιοχή Παλομάρες ακόμη υποφέρει από τις επιπτώσεις του ατυχήματος. Εκτιμάται ότι γύρω στο μισό κιλό πλουτωνίου βρίσκεται ακόμη μέσα στο χώμα.
Ένα από τα χειρότερα πυρηνικά ατυχήματα έλαβε χώρα στις 29 Σεπτεμβρίου 1957, έγινε όμως δημοσίως γνωστό έπειτα από χρόνια. Εκείνη την ημέρα μια δεξαμενή που περιείχε 80 τόνους υψηλά ραδιενεργών υγρών αποβλήτων εξερράγη στο εργοστάσιο πλουτωνίου Μάγιακ στα νότια Ουράλια, 15 χιλιόμετρα ανατολικά της ρωσικής πόλης Kyshtym. Η έκρηξη δημιούργησε ένα ραδιενεργό νέφος μήκους περίπου 300 χιλιομέτρων και πλάτους 40, το οποίο ταξίδεψε βορειοδυτικά.

Περίπου 15.000 άνθρωποι εκκένωσαν την περιοχή και τα σπίτια μέσα σε ακτίνα 25 χιλιομέτρων κατεδαφίστηκαν.

Η παραγωγή πλουτωνίου στο εργοστάσιο, το οποίο επίσης παρήγαγε και το υλικό για την πρώτη ατομική βόμβα της Σοβιετικής Ένωσης, δεν σταμάτησε.

Έως τη δεκαετία του 1970 δεν είχαν διαρρεύσει πληροφορίες σχετικά με την καταστροφή στη Δύση. Ο αριθμός των θανάτων και οι λεπτομέρειες των επιπτώσεων σε βάθος χρόνου παραμένουν άγνωστες. Η περιοχή έκτασης 150 τετραγωνικών χιλιομέτρων πάνω στην οποία διασκορπίστηκε το ραδιενεργό νέφος παραμένει αποκλεισμένη έως και σήμερα και η είσοδος σε αυτήν είναι απαγορευμένη.


Δεν υπάρχουν σχόλια: