του Παντελή Μπουκάλα
Αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Παρασκευής 6 Μαϊου 2011.
Με τον καιρό, κάπoιες λέξεις μπορεί είτε ν’ αλλάξουν νόημα είτε από τις δύο ή και περισσότερες σημασίες που τους απέδιδε η αρχική τους χρήση, να διατηρήσουν μόνο τη μία. Κάπως έτσι ο «κάπηλος», που σήμαινε μια φορά κι έναν καιρό τον έμπορο, δίχως ηθικές αξιολογήσεις της δουλειάς του, άρχισε να δηλώνει και τον αθεμίτως εμπορευόμενο, για να καταλήξει στις μέρες μας να προσδιορίζει αποκλειστικά όποιον εμπορεύεται δόλια και, μεταφορικά, όποιον εκμεταλλεύεται ιδιοτελώς ιδέες και πράγματα.
Με τούτα κατά νου, μπορούμε να επέμβουμε αναδρομικά στο σώμα τής γλώσσας και να αλλάξουμε τη σημασία μιας λέξης που έτσι κι αλλιώς έπαψε να χρησιμοποιείται, όπως αναρίθμητες άλλες. Λέω για τη λέξη «βουλόμαχος», μια από τις πολλές που έπλασε ο επινοητικότατος Αριστοφάνης στην προσπάθειά του να κλείσει ποικίλες συμπεριφορές και αντιλήψεις μέσα σ’ ένα «όνομα», συνήθως πολυσύλλαβο ή μάλλον, αν επιτρέπεται, υπερπολυσύλλαβο. Στην «Ειρήνη», λοιπόν, ονόμασε «βουλόμαχο» τον μανιακό της έριδας, αυτόν που επιζητεί φανατικά τον καβγά, τη μάχη. Παίρνοντας το ελεύθερο από το φάντασμα τόσο του γλωσσοπλάστη Αριστοφάνη όσο και του γλωσσολόγου Σωσύρ, θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «βουλόμαχους» όσους μάχονται και πλήττουν τη Βουλή, όσους την προσβάλλουν και τη μειώνουν, ώστε να ταιριάξουμε την αρχαία λέξη με τα πράγματα του καιρού μας.
Κι εδώ είναι το ερώτημα: Ποιων η δράση συμφωνεί περισσότερο με την αυθαιρέτως αναβαπτισμένη λέξη: όσων επιτίθενται κατά της Βουλής με τα θυμωμένα ή και υβριστικά συνθήματά τους (τα οποία, μέσα στην κατεδαφιστική τους ορμή, δεν πολυνοιάζονται για διαφορές ανάμεσα σε χλωρά και ξερά) ή όσων, καίτοι μέλη του Κοινοβουλίου, το εκθέτουν με τη στάση τους στην πάνδημη κατακραυγή; Η απαίτηση πεντακοσίων συνταξιούχων βουλευτών να λάβουν «αναδρομικά» μερικές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ, αφαιρεί από τη Βουλή πολύ από το κύρος που της είχε απομείνει και πολλαπλασιάζει ευλόγως όσους την ελεεινολογούσαν. Γι’ αυτό, άλλωστε, οι νυν βουλευτές, παρωθημένοι από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, έσπευσαν να καυτηριάσουν τους πρώην συναδέλφους τους, ορισμένοι εκ των οποίων, αυτοδικαιολογούμενοι, εξήγησαν ότι είχαν προσφύγει στο Ελεγκτικό Συνέδριο προ κρίσεως, όταν δηλαδή «υπήρχαν λεφτά», άρα δεν πρέπει να τους κακίζουμε.
Αν οι ίδιοι και οι αρχές τους μένουν ικανοποιημένοι με τέτοιας στάθμης άλλοθι, κανείς δεν μπορεί να τους μεταπείσει με ηθικολογίες που απλώς τους φέρνουν στη δύσκολη θέση να μην μπορούν να κρύψουν το ειρωνικό χαμόγελό τους· κανείς δηλαδή δεν μπορεί να τους αποσπάσει από τη λατρεία του γενικευμένου βουλγαρικισμού στην οποία έχουν αφεθεί ηδονικά, πιστεύοντας και αυτοί ότι το νόμιμο είναι και ηθικό. Κι αν είσαι συντεχνία, δικαστική ή νομοθετική, έχεις τον τρόπο σου να εξασφαλίσεις τη «νομιμότητα».
Πηγή
Αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Παρασκευής 6 Μαϊου 2011.
Με τον καιρό, κάπoιες λέξεις μπορεί είτε ν’ αλλάξουν νόημα είτε από τις δύο ή και περισσότερες σημασίες που τους απέδιδε η αρχική τους χρήση, να διατηρήσουν μόνο τη μία. Κάπως έτσι ο «κάπηλος», που σήμαινε μια φορά κι έναν καιρό τον έμπορο, δίχως ηθικές αξιολογήσεις της δουλειάς του, άρχισε να δηλώνει και τον αθεμίτως εμπορευόμενο, για να καταλήξει στις μέρες μας να προσδιορίζει αποκλειστικά όποιον εμπορεύεται δόλια και, μεταφορικά, όποιον εκμεταλλεύεται ιδιοτελώς ιδέες και πράγματα.
Με τούτα κατά νου, μπορούμε να επέμβουμε αναδρομικά στο σώμα τής γλώσσας και να αλλάξουμε τη σημασία μιας λέξης που έτσι κι αλλιώς έπαψε να χρησιμοποιείται, όπως αναρίθμητες άλλες. Λέω για τη λέξη «βουλόμαχος», μια από τις πολλές που έπλασε ο επινοητικότατος Αριστοφάνης στην προσπάθειά του να κλείσει ποικίλες συμπεριφορές και αντιλήψεις μέσα σ’ ένα «όνομα», συνήθως πολυσύλλαβο ή μάλλον, αν επιτρέπεται, υπερπολυσύλλαβο. Στην «Ειρήνη», λοιπόν, ονόμασε «βουλόμαχο» τον μανιακό της έριδας, αυτόν που επιζητεί φανατικά τον καβγά, τη μάχη. Παίρνοντας το ελεύθερο από το φάντασμα τόσο του γλωσσοπλάστη Αριστοφάνη όσο και του γλωσσολόγου Σωσύρ, θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «βουλόμαχους» όσους μάχονται και πλήττουν τη Βουλή, όσους την προσβάλλουν και τη μειώνουν, ώστε να ταιριάξουμε την αρχαία λέξη με τα πράγματα του καιρού μας.
Κι εδώ είναι το ερώτημα: Ποιων η δράση συμφωνεί περισσότερο με την αυθαιρέτως αναβαπτισμένη λέξη: όσων επιτίθενται κατά της Βουλής με τα θυμωμένα ή και υβριστικά συνθήματά τους (τα οποία, μέσα στην κατεδαφιστική τους ορμή, δεν πολυνοιάζονται για διαφορές ανάμεσα σε χλωρά και ξερά) ή όσων, καίτοι μέλη του Κοινοβουλίου, το εκθέτουν με τη στάση τους στην πάνδημη κατακραυγή; Η απαίτηση πεντακοσίων συνταξιούχων βουλευτών να λάβουν «αναδρομικά» μερικές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ, αφαιρεί από τη Βουλή πολύ από το κύρος που της είχε απομείνει και πολλαπλασιάζει ευλόγως όσους την ελεεινολογούσαν. Γι’ αυτό, άλλωστε, οι νυν βουλευτές, παρωθημένοι από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, έσπευσαν να καυτηριάσουν τους πρώην συναδέλφους τους, ορισμένοι εκ των οποίων, αυτοδικαιολογούμενοι, εξήγησαν ότι είχαν προσφύγει στο Ελεγκτικό Συνέδριο προ κρίσεως, όταν δηλαδή «υπήρχαν λεφτά», άρα δεν πρέπει να τους κακίζουμε.
Αν οι ίδιοι και οι αρχές τους μένουν ικανοποιημένοι με τέτοιας στάθμης άλλοθι, κανείς δεν μπορεί να τους μεταπείσει με ηθικολογίες που απλώς τους φέρνουν στη δύσκολη θέση να μην μπορούν να κρύψουν το ειρωνικό χαμόγελό τους· κανείς δηλαδή δεν μπορεί να τους αποσπάσει από τη λατρεία του γενικευμένου βουλγαρικισμού στην οποία έχουν αφεθεί ηδονικά, πιστεύοντας και αυτοί ότι το νόμιμο είναι και ηθικό. Κι αν είσαι συντεχνία, δικαστική ή νομοθετική, έχεις τον τρόπο σου να εξασφαλίσεις τη «νομιμότητα».
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου