1. Τά «Γαλβανικά»
Ή αφορμή γιά νά αρχίσουν τά επεισόδια ήταν εντελώς ασήμαντη· ξεκίνησε από ένα καθαρά τυπικό αίτημα γιά νά εξελιχτεί σέ μιά προσωπική διαμάχη μεταξύ τού καθηγητή Ίουλ. Γαλβάνη (άπ’ όπου καί τά επεισόδια χαρακτηρίστηκαν σαν «Γαλβανικά») και των φοιτητών του της Ιατρικής, τούς οποίους υπέβαλλε εντελώς αδικαιολόγητα σέ υπερβολικές θυσίες καί οικονομικές επιβαρύνσεις, καθυστερώντας νά τούς εξετάσει καί νά τούς δώσει τό απολυτήριο τους. Οί φοιτητές προκειμένου νά λυθεί ένα τόσο δύσκολο πρόβλημα, έκλέξανε μιά επιτροπή γιά νά συναντηθεί μαζί του καί νά τού εκθέσει τά προβλήματα τους, άλλά όταν, στίς 16 Νοεμβρίου 1896, ή επιτροπή επιχείρησε νά εκπληρώσει τήν αποστολή της, έτυχε μιας σκαιής συμπεριφοράς άπό μέρους τού καθηγητή, ή οποία εξελίχτηκε σέ άπρεπη, μέ τόν καθηγητή Γαλβάνη νά λέει τά έξης: «…Είσθε ανάξιοι νά κατέχητε τάς φοιτητικός έδρας καί ατιμάζετε τήν Ελλάδα καί τό Έλληνικόν Πανεπιστήμιον». Μετά τήν ατιμωτική αυτή φράση τού καθηγητή, οί φοιτητές, όλοι μαζί, γεμάτοι οργή, τού απάντησαν: «Είσθε έσεϊς ανάξιος νά κατέχητε τήν καθηγητικήν έδραν τού Εθνικού Πανεπιστημίου» καί αποχώρησαν όλοι άπό τήν αίθουσα τής χειρουργικής, σ’ ένδειξη διαμαρτυρίας.
Τήν ίδια μέρα στίς 4 μ.μ. όλοι οί φοιτητές τής Ιατρικής συγκεντρώθηκαν καί έκλέξανε μιά επιτροπή 46 ατόμων, πού αντιπροσώπευε 500 καί ή οποία έπρεπε νά πάρει τά κατάλληλα μέτρα μέχρι νά δικαιωθούν οί φοιτητές. Πράγματι, ή επιτροπή αυτή τήν ϊδια μέρα έγραψε ένα ψήφισμα πού απευθυνόταν πρός τό Υπουργείο καί τόν Πρύτανη τού Πανεπιστημίου καί στό όποιο ζητούσαν τήν απόλυση τού καθηγητή. Τήν επομένη συγκεντρώθηκαν όλοι οί φοιτητές τής Ιατρικής καί αφού ενέκριναν καί υπόγραψαν τό ψήφισμα, τό έστειλαν. Ταυτόχρονα κήρυξαν γενική απεργία καί οί βοηθοί τού Γαλβάνη, πού αρνήθηκαν νά συνεργαστούν μαζί του. Τή δέ επόμενη μέρα οί φοιτητές συγκεντρώθηκαν στά Προπύλαια καί έπεισαν καί τούς συναδέλφους τους τών άλλων σχολών νά πάρουν μέρος στή γενική απεργία, άφού ή υβριστική συμπεριφορά τού Γαλβάνη στρεφόταν εναντίον δλου τού φοιτητόκοσμου, όπως καί έγινε.
Τό στενό περιβάλλον τού Γαλβάνη τότε άρχισε νά υπόσχεται διάφορα σέ όσους άπό τούς φοιτητές θά έπήγαιναν στίς ακροάσεις του, άλλά τό μόνο πού πέτυχαν ήταν νά ξυλοκοπηθούν οί λίγοι φοιτητές πού πήγαν, συμπατριώτες τού Γαλβάνη από τή Ζάκυνθο. Τό Υπουργείο στό μεταξύ απάντησε ότι δέν θεωρούσε δτι προσβλήθηκαν οί φοιτητές από τά λόγια του Γαλβάνη καί απείλησε ότι άν δέν πήγαιναν οί της Ιατρικής στίς ακροάσεις θά τούς απέκλειε τό ίδιο τό Υπουργείο. Φυσικό ηταν ότι ή απάντηση αυτή ερέθισε τούς φοιτητές, οί όποιοι πήγαν στό Πανεπιστήμιο καί συμφώνησαν μέ τούς υπόλοιπους νά κλείσουν εκείνοι πρώτοι τό Ιδρυμα. Όταν μάλιστα επεχείρησε νά μπει στίς αίθουσες ό Γαλβάνης, τόν γιουχάρανε, έγινε επεισόδιο μεταξύ μπράβων του καί φοιτητών, επενέβη ή αστυνομία καί έγιναν συμπλοκές.
Μετά τά επεισόδια αυτά τό Υπουργείο διέταξε νά κλείσουν ή Ιατρική Σχολή καί τό Νοσοκομείο καί νά τιμωρηθούν οί πρωταίτιοι. Ό δέ Πρύτανης Χρηστομάνος ζήτησε νά παραιτηθεί ή επιτροπή τών φοιτητών γιατί οί αρχές τή θεωρούσαν υπαίτια γιά τίς ταραχές. Πράγματι ή επιτροπή παραιτήθηκε, εκλέχτηκε νέα καί τά μέλη κλήθηκαν σέ μυστική συνεδρίαση, τούς παρακολουθούσε δμως ή αστυνομία, τό βράδυ της 20ής Νοεμβρίου 1896, στό ζυθοπωλεΐο τοΰ Μέτς. Στή μυστική συνάντηση, όπου παραβρέθηκαν 80 περίπου φοιτητές, αφού οργανώθηκε επιτροπή αγώνα, γιατί διέβλεπαν ότι τά πράγματα θά οξύνονταν, αποφάσισαν
α) νά εμμείνουν στό αίτημα τους,
β) νά οπλιστούν όλοι αφού έβλεπαν ότι ή αστυνομία τούς ενοχλούσε καί σέ περίπτωση είσόδου της αστυνομίας στους πανεπιστημιακούς χώρους νά της αντισταθούν ένοπλα,
γ) νά συσπειρώσουν δλους τούς φοιτητές γύρω από τόν αγώνα τους,
δ) νά επαναλάβουν τή διαμαρτυρία τους πρός τόν Πρύτανη καί τό Υπουργείο καί
ε) όταν χρειαζόταν νά συγκαλείται ή επιτροπή τους, αυτό θά γινόταν μέ κωδικά μηνύματα μέσω τών εφημερίδων.
Όλα αυτά άρχισαν νά υλοποιούνται άπό τήν επόμενη μέρα. Στό μεταξύ φοιτητές οπαδοί τοΰ Γαλβάνη, πού προσπάθησαν κατά διαστήματα νά επηρεάσουν τούς άλλους ώστε νά παραβρεθούν στίς ακροάσεις του, πέτυχαν, αντίθετα, νά ανάψουν τά αίματα καί νά γίνουν συμπλοκές στίς όποιες συχνά έπαίρνε μέρος καί ή αστυνομία. Σέ λίγο έφτασαν οί γιορτές της Πρωτοχρονιάς, τό Πανεπιστήμιο έκλεισε, αφήνοντας τό θέμα ανοικτό, δμως, γιά τό νέο έτος. Καί πράγματι μέ τήν έναρξη τοΰ νέου έτους μετά άπό προτροπή της Κυβέρνησης ή αστυνομία διατάχτηκε νά μπει στό Πανεπιστήμιο καί νά αναγκάσει τούς φοιτητές νά πάνε στίς ακροάσεις τοΰ Γαλβάνη. Ό ίδιος ό διευθυντής της αστυνομίας, ό γνωστός Μπαϊρακτάρης, ανάγκασε δύο φοιτητές, τραβώντας τους, νά μπουν μέσα. Αυτοί αρνήθηκαν καί τότε τούς συνέλαβαν καί τούς οδήγησαν πρός τίς κλούβες (αμάξια τότε ίππήλατα), ενώ οί αστυνομικοί μέ χωροφύλακες επεχείρησαν νά μπουν στήν αίθουσα τής Νομικής άπ’ όπου διωχθήκανε, ένώ άρχισε μεγάλη συμπλοκή μπροστά στό Άνατομεϊο. Βλέποντας νά συλλαμβάνονται οί συνάδελφοι τους, άπό τούς οποίους ό ένας ήταν αναίσθητος καί γεμάτος αίματα, όλοι μαζί οί φοιτητές έπεσαν πάνω στους αστυνομικούς χτυπώντας τους μέ πέτρες καί ρόπαλα, αυτοί βγάλανε τά σπαθιά τους καί άρχισαν νά χτυπάνε στό ψαχνό· ταυτόχρονα όσοι φοιτητές είχαν πιστόλια άρχισαν νά πυροβολούν τούς αστυνομικούς πού άντιπυροβόλησαν καί μεγάλη μάχη έγινε μπροστά στίς κλούβες στήν προσπάθεια τών φοιτητών νά πάρουν πίσω τούς συναδέλφους τους. Πάνω στή συμπλοκή δυό αστυνομικοί χάνουν τά ξίφη τους καί λαβώνονται ένώ αρκετοί άλλοι λαβωμένοι υπάρχουν καί άπό τίς δύο πλευρές. Αμέσως έρχεται ενίσχυση τής αστυνομίας καί τά επεισόδια παίρνουν μεγάλη έκταση. Σ’ όλες τίς σχολές τοΰ Πανεπιστημίου γίνονται συμπλοκές, ένώ ανταλλαγές πυροβολισμών γίνονται μπροστά στά Προπύλαια καί στό Νοσοκομείο στή Σόλωνος. Ό δέ Μπαϊρακτάρης μαζί μέ άλλους πού επεχείρησαν νά εκβιάσουν τήν ανατολική πύλη τοΰ Ιδρύματος βρέθηκαν μπροστά στά στόμια τών περιστρόφων τών φοιτητών καί αναγκάστηκαν νά οπισθοχωρήσουν. Τελικά οί συμπλοκές σταμάτησαν μέ τήν επέμβαση τών καθηγητών, τοΰ εισαγγελέα, τοΰ φρούραρχου τής πόλης καί τοΰ Πρύτανη τοΰ Πανεπιστημίου. Υπήρχαν πολλοί λαβωμένοι ελαφριά καί δυό σοβαρά· ένας αστυνόμος άπό σφαίρα καί άπό ξίφος ό φοιτητής Φιλολογίας Παναγιωτόπουλος.
2. Ή κατάληψη του Πανεπιστημίου
Τά επεισόδια αυτά απέδειξαν ότι ό καθηγητής Γαλβάνης είχε ερείσματα πολιτικά, τά όποια τόν βοηθούσαν καί όταν τήν επόμενη μέρα οί φοιτητές πήγαν στόν πρωθυπουργό Θεόδωρο Δεληγιάννη γιά νά διαμαρτυρηθούν, αυτός τούς απάντησε ότι είχαν άδικο καί έπρεπε νά επιστρέψουν στό Πανεπιστήμιο, ένώ οί φοιτητές ζήτησαν τώρα καί τήν ποινική δίωξη τοΰ Γαλβάνη, σάν ηθικού αυτουργού των επεισοδίων. Κατόπιν ή επιτροπή πήγε νά συναντήσει τούς υπόλοιπους φοιτητές καί αφού τούς ενημέρωσε αποφάσισαν νά αντισταθούν μέχρι τέλους, νά ζητήσουν τήν παραίτηση τοΰ Πρύτανη καί έκαναν έρανο γιά νά συγκεντρώσουν χρήματα καί νά τυπώσουν σέ φυλλάδιο τά αιτήματα τους ώστε νά ενημερωθεί ό κόσμος σωστά. Ή επόμενη ενέργεια ηταν νά πάνε στό σπίτι τού Πρύτανη, πού τόν υποχρέωσαν νά παραιτηθεί αφού ή αστυνομία είχε καταπατήσει τό πανεπιστημιακό άσυλο καί, τέλος, αποφάσισαν νά κάνουν τήν πρώτη στήν ιστορία τού φοιτητικού κινήματος κατάληψη. Επειδή είχαν πληροφορίες δτι ή Κυβέρνηση γιά νά εμποδίσει τίς συναθροίσεις θά τοποθετούσε φρουρά στό Πανεπιστήμιο, αποφάσισαν νά τήν προλάβουν· έτσι, 200 φοιτητές κατέλαβαν τό Πανεπιστήμιο ένοπλοι, όσοι μπορούσαν φυσικά, καί μείνανε μέσα μέχρι τήν πολιορκία του, όπως θά δούμε. Ακόμα κυκλοφόρησαν τό παράρτημα τό «Πανεπιστήμιο», στό όποιο, άφοΰ εξιστορούσαν τά πάντα, καλούσαν τό λαό σέ συγκέντρωση στά Προπύλαια τήν επόμενη μέρα.
Τά πρωτόφαντα αυτά γεγονότα, δηλ. ή κατάληψη τοΰ κτιρίου άπό ένοπλους καί ή διανομή τοΰ φυλλαδίου, σέ 10.000 αντίτυπα δημιούργησαν μεγάλη εντύπωση στό κοινό, τήν οποία επέτειναν τά δημοσιεύματα τών εφημερίδων. Πλήθος κόσμου πήγαινε στό Πανεπιστήμιο γιά νά συζητήσει, νά συμβουλέψει ή νά συγχαρεί τούς φοιτητές. Στή συγκέντρωση εκείνης της ημέρας, συγκέντρωση ηλεκτρισμένη, όπου οί φοιτητές ανάπτυξαν τά αίτήματά τους, είπαν στόν κόσμο καί τούς γονείς τους πού είχαν πάει εκεί, τά έξης:
«”Αν θέλετε νά έχετε τέκνα άνευ τιμής, άν νομίζετε δτι άτιμάζομεν τό Ίδρυμα τούτο, τότε περιττόν νά λεγόμεθα τρόφιμοι αυτού, άς κλείση δέ προτιμότερον όπως μή επεκτείνεται ή ατιμία καί πρός τούς προγενέστερους! Ημείς όμως τ’ άναντία φρονούντες, άπεφασίσαμεν νά συνταφώμεν μετ’ αύτοΰ. Δηλοΰμεν δέ προσέτι, ότι, ούτε κυβέρνησις, ούτε άλλη τις μεγαλύτερα δύναμις, αν ύπάρχη έν τω κράτει, θά μας έκβιάση· καί είς δέ άστυφύλαξ, αν τολμήση νά πατήση τόν περίβολον, ή τό πεζοδρόμιον τοΰ Πανεπιστημίου, θά φονευθή».
Έτσι ένα καθαρά εκπαιδευτικό θέμα πήρε μορφή κοινωνική καί πολιτική. Άπό τό σημείο αυτό καί μετά τά «Γαλβανικά» θά πάψουν νά είναι μιά εσωτερική σύγκρουση μεταξύ της έδρας καί τού φοιτητικού κόσμου, άλλά θά γίνουν σύγκρουση τοΰ τελευταίου μέ τό κατεστημένο. Καί είναι ίδιαίτερα αξιοσημείωτη ή διαπίστωση τών φοιτητών, στή συγκέντρωση εκείνης της νύχτας μεταξύ τους, πού δήλωσαν ότι
«οί εχθροί της Ελλάδος, οί πραγματικοί καί αληθείς, ύπάρχουσιν έν αύτη τη Ελλάδι, έν όσω δέ δέν έξοντωθώσιν ούτοι ή τουλάχιστον άν τούτο δέν γίνη, δέν καταστώσι διά παντός τρόπου ανίκανοι πρός έξακολούθησιν τού καταχθονίου σχεδίου των, είναι αδύνατον νά προοδεύσω-μεν ώς Έθνος…».
Ή κατάσταση ηταν σοβαρή καί ακόμα σοβαρότερη έγινε όταν στάλθηκε στόν Γαλβάνη επιτροπή, πού τοΰ έδωσε μιά έγγραφη πρόταση τών φοιτητών στήν οποία υπήρχαν οί όροι κάτω άπό τούς όποιους οί φοιτητές δεχόντουσαν νά λήξει τό θέμα καί νά επανέλθουν στή σχολή τους. Όμως μόλις ό καθηγητής πήρε στά χέρια του τό σημείωμα καί άρχισε νά τό διαβάζει, αμέσως τό πέταξε χάμω καί τούς είπε ότι έδώ καί μερικές ήμερες όλη ή Ιατρική Σχολή βρίσκεται σέ νευρική υπερένταση, δηλ. ότι τρελάθηκε· κάτι παρόμοιο ανταπάντησαν οί φοιτητές καί τά πράγματα έφτασαν σέ αδιέξοδο.
Ή κυβέρνηση του Θ. Δεληγιάννη βλέποντας ότι τό πράγμα έπαιρνε διαστάσεις πού δεν είχε υπολογίσει, κατέφυγε στή βία. Εκδόθηκαν 80 εντάλματα σύλληψης φοιτητών, όσα καί τά μέλη της επιτροπής τους, γιά τούς οποίους στά κρατητήρια άρχισαν τά βασανιστήρια καί οί ξυλοδαρμοί. Οί φοιτητές Κολομβάκης καί Φανός (ό Φανός είχε πολεμήσει μέ τό σώμα τών Ελλήνων γαριβαλδινών στό Δομοκό σάν έφεδρος) ρίχτηκαν στίς φυλακές του Παλαιού Στρατώνα, όπου υπέστησαν πολλούς βασανισμούς. Τρόμος κυριάρχησε στους φοιτητές καί αποφάσισαν νά βγαίνουν έξω κατά ομάδες καί οπλισμένοι ώστε νά μπορούν ν’ αντισταθούν. Ταυτόχρονα οί εφημερίδες μέ διάφορα δημοσιεύματα τους άρχιζαν νά κατηγορούν τήν κυβέρνηση, ό κόσμος ξεσηκωνόταν καί ή κατάσταση επιδεινώθηκε. ‘Ήδη υπήρχαν καί τά υπόλοιπα, πιό σοβαρά, εσωτερικά γεγονότα, κυρίως ή τότε εξέγερση τής Κρήτης, καί ή Εθνική Εταιρεία καλούσε τό λαό στά όπλα γιά τά εθνικά δίκαια. Έτσι ή κυβέρνηση άντί νά παύσει τόν Γαλβάνη, προτίμησε νά δώσει τή λύση πού ήθελε· αποφάσισε νά καταλάβει τό Πανεπιστήμιο μέ τή βία, φονεύοντας ακόμα καί φοιτητές, άν χρειαζόταν.
3. Ή πολιορκία τοΰ Πανεπιστημίου
Τήν απόφαση αυτή έμαθε ή επιτροπή τών φοιτητών καί μυστικά ειδοποίησε τούς άλλους νά συγκεντρωθούν στό Πανεπιστήμιο, φέρνοντας καί όσα όπλα μπορούσαν νά βρουν. Έτσι ενώ στό Ίδρυμα συγκεντρώνονται καί ετοιμάζονται οί φοιτητές, τά γύρω αστυνομικά τμήματα ενισχύονται καί στους μπρος δρόμους αρχίζουν περιπολίες ίππέων καί ευζώνων. Στίς 2 μ.μ. τήν επομένη όλοι οί δρόμοι γύρω άπό τό Ιδρυμα καταλαμβάνονται άπό αστυφύλακες, ένώ μπροστά στά Προπύλαια καί τήν Ακαδημία παίρνει θέση μιά ΐλη ίππικοΰ, ένώ δυό λόχοι ευζώνων τοποθετήθηκαν στά διπλανά κτίρια, τή Βιβλιοθήκη καί τήν Ακαδημία. Τά νέα διέτρεξαν τήν πόλη σάν αστραπή καί μαζί καί οί φήμες όπως λ.χ. ότι οί φοιτητές θ’ ανατίναζαν τό Πανεπιστήμιο μέ δυναμίτη κλπ. Οί δυνάμεις αυτές είχαν κλείσει ασφυκτικά γύρω γύρω τό Πανεπιστήμιο καί δέν άφηναν κανένα νά πλησιάσει. Παράλληλα καλούσαν τούς φοιτητές νά βγουν καί ότι κανείς δέν θά τούς πειράξει. Πράγματι αρκετοί έφυγαν, άλλά τελικά έμειναν 150 περίπου αποφασισμένοι μέ τά όπλα στό χέρι νά σκοτωθούν. Ένας άπ’ αυτούς βρήκε τή σημαία τοΰ Ιδρύματος καί ανεβαίνοντας πάνω στό αέτωμα τήν ανάρτησε μέσα στους αλαλαγμούς τοΰ πλήθους πού είχε γίνει ασφυκτικό.
Αμέσως οί φοιτητές κάνουν σύσκεψη, διορίζουν γενικό αρχηγό τόν Σπυρ. Τασιόπουλο, φοιτητή τής Ιατρικής καί πρώην έφεδρο καί οργανώνουν τήν άμυνα τοΰ κτιρίου, βάζουν σκοπούς, περιπόλους, σκοπευτές ανεβαίνουν στό αέτωμα, ένώ οί πιό πολλοί παίρνουν θέση στά προπύλαια πού ηταν καί τό πιό ευάλωτο σημείο γιά έφοδο. Τό σκοτάδι σιγά σιγά έπεφτε, πολύς κόσμος, άπό τό πολύ κρύο, άρχισε νά φεύγει ένώ γύρω άπό τό Ιδρυμα έμειναν τά στρατιωτικά σώματα σιωπηλά. Είχε διαταχθεί άπό τήν κυβέρνηση νά κοπεί ή παροχή τοΰ ηλεκτρικού στό Ίδρυμα, τό όποιο ηταν κατασκότεινο μέ τήν πόλη γύρω-γύρω φωταγωγημένη. Οί φοιτητές όμως κάπου βρήκαν λαμπάδες άπό διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις, τίς άναψαν καί έτσι τό Πανεπιστήμιο έμοιαζε σάν νά ζωντάνεψε ξαφνικά.
Οί φοιτητές έκαναν συμβούλιο καί ήλεγξαν τά όπλα τους· οί περισσότεροι άπό τούς 150 είχαν πιστόλια, μερικοί δέ καί μαχαίρια. Πολύ λίγοι ηταν άοπλοι. Ένώ σκεφτόντουσαν ότι ή άμυνα τους ηταν λειψή κάποιος είπε ότι πιθανό κάτω στά στό Πανεπιστήμιο καί νά διασπάσει τόν κλοιό καί νά λύσει την πολιορκία του μέ τή βία καί ή δεύτερη ηταν ταυτόχρονα μέ τόν ξεσηκωμό τοΰ λαού καί ενώ αυτός θά βάδιζε πρός τό Ίδρυμα, από κοντινές συνοικίες νά ορμούσαν 150 φοιτητές καλά οπλισμένοι, οί όποιοι θά έκαναν έφοδο πρός τούς πολιορκητές καί θά τούς διασπούσαν προσπαθώντας παράλληλα νά ενωθούν μέ τούς μέσα. Έτσι τή νύκτα εκείνη πολλές συσκέψεις γινόντουσαν καί όλοι περίμεναν μέ αγωνία τό ξημέρωμα.
Μέ τό χάραμα ή πόλη έμοιαζε νά είναι σάν πολιορκημένη. Σιγά-σιγά ό κόσμος, πληροφορημένος από τίς εφημερίδες καί τίς διάφορες φήμες τά καθέκαστα, άρχισε νά συγκεντρώνεται γύρω άπό τήν Όμόνοια καί περίμενε τούς αρχηγούς τών φοιτητών νά μπουν επικεφαλής τής πορείας. Όλη ή φρουρά τής πόλης βρισκόταν στό πόδι μέ τά όπλα της έτοιμα, οί αξιωματικοί είχαν διαταχτεί νά είναι σέ ετοιμότητα καί αυτός ακόμη ό Διάδοχος, σάν αρχηγός τοΰ Γου αρχηγείου, πού έδρευε στήν Αθήνα, βρισκόταν στό πόδι, έτοιμος νά επέμβει όταν τά πράγματα θά έπαιρναν άσχημη καί επικίνδυνη τροπή.
Στίς 9.30 οί φοιτητές ξεκινούν γιά νά ηγηθούν τής πορείας, ένώ ή κυβέρνηση, παίζοντας τό τελευταίο χαρτί της, έστειλε τόν αρχηγό τής αστυνομίας Μπαϊρακτάρη καί τό φρούραχο Στράτο πρός τούς φοιτητές στό Πανεπιστήμιο καί τούς διέταξε νά εκκενώσουν σέ πέντε λεπτά τό Ίδρυμα – οί φοιτητές αρνούνται, μερικοί επιχειρούν νά αιχμαλωτίσουν τόν Μπαϊρακτάρη, άλλά εμποδίζονται άπό άλλους πιό συνετούς, οί στρατιώτες διατάσσονται έφ’ όπλου λόγχη καί προχωρούν σιγά-σιγά πρός τά Προπύλαια, ένώ ένας ανθυπολοχαγός τοΰ Πυροβολικού κρατά μιά αντλία καί ετοιμάζεται νά τή στρίψει πάνω στους φοιτητές.
«…άστραπηδόν περί τούς 30 φοιτηταί ευρισκόμενοι πρό τών Προπυλαίων είσπηδώμεν ασκεπείς μέ τά περίστροφα καί δυναμίτιδας ανά χείρας καί τασσόμεθα κύκλω τοΰ περιβόλου έτοιμοι νά πυροβολήσωμεν πλέον έάν έβλέπω-μεν τόν στρατόν πατώντα έπί τοΰ προαυλίου·»,
ένώ τρεις κάννες όπλων σημαδεύουν τόν αξιωματικό μέ τήν αντλία.
Εκείνη τή στιγμή, λίγο πρίν τή σύγκρουση, εμφανίζονται ό φρούραρχος καί μερικοί καθηγητές καί προσπαθούν νά ηρεμήσουν τά πράγματα, αναγκάζοντας τούς στρατιώτες νά οπισθοχωρήσουν λίγο. Ή ενέργεια αυτή αποσόβησε πραγματικά τήν επαπειλούμενη αιματοχυσία πού θά γινόταν κάτω άπό ανεξέλεγκτες συνθήκες, γιατί ήδη ή λαοθάλασσα τής Όμόνοιας είχε ανέβει πρός τά πάνω καί είχε κατακλύσει τήν περιοχή. Ή κυβέρνηση, στήν οποία είχε πλέον ξεσπάσει κρίση, βλέποντας ότι δίχως αίματοχυσία δέν θά μπορούσε νά βγάλει τούς φοιτητές καί νά καταλάβει τό Πανεπιστήμιο, ετοιμαζόταν νά παραιτηθεί όταν έφτασε στό υπουργικό συμβούλιο ό καθηγητής Μιστριώτης — ήρωας πολλών μελλοντικών οπισθοδρομικών επεισοδίων — πού δήλωσε ότι ηρθε σ’ επαφή μέ τούς φοιτητές καί συνεννοήθηκε μαζί τους ώστε νά εμποδίσουν τό συλλαλητήριο καί τά έκτροπα πού θά ακολουθούσαν. Τό υπουργικό συμβούλιο έδωσε τότε εντολή στόν Μιστριώτη νά πάει στους φοιτητές καί νά τούς ανακοινώσει ότι ή κυβέρνηση, μπροστά στά δίκαια αιτήματα τους, υποχωρεί, αποδέχεται αυτά, όπως λ.χ. τήν παύση τοΰ Γαλβάνη, καί δίνει στους φοιτητές τέλεια αμνηστία γιά όσα είχαν γίνει. Όλα αυτά τά μετέφερε ό καθηγητής στους έγκλειστους φοιτητές, οί όποιοι τοΰ απάντησαν ότι θά αποφάσιζαν σέ μιά ώρα καί τούτο γιατί ήθελαν νά δούν τί θά γίνει μέ τό συλλαλητήριο. Φαίνεται όμως ότι κάποιοι φοιτητές, άπό τούς έγκλειστους, είχαν προσυνεννοηθεί μέ τόν Μιστριώτη, καί ένώ αυτός ειχε ήδη πάει στό Πανεπιστήμιο καί συζητοΰσε μέ τούς εκεί φοιτητές, οί άλλοι έφθασαν στό χώρο τής συγκέντρωσης, προτού ή τελευταία φτάσει στά Προπύλαια καί ανάγγειλαν στόν κόσμο ότι έπρεπε νά σταματήσει τήν πορεία γιατί ή κυβέρνηση ειχε υποχωρήσει καί έπρεπε νά περιμένουν τούς πολιορκημένους φοιτητές πού θά έφταναν σέ λίγο.
Τό γεγονός αυτό στάθηκε ίκανό νά αποδυναμώσει τήν πορεία καί λίγο-λίγο ό κόσμος άρχισε νά διαλύεται- δέν φαίνονταν όμως νά έρχονται οί πολιορκημένοι φοιτητές καί οί σύντροφοι τους σέ λίγο πληροφορήθηκαν τη δολιότητα ή υστεροβουλία αυτών πού εϊχαν συμφωνήσει μέ τόν Μιστριώτη, καί τό πράγμα άρχισε πάλι νά οξύνεται· είπαν στόν κόσμο πού παρέμενε τί είχε συμβεί καί όλοι μαζί αποφάσισαν νά πάνε νά διαλύσουν τόν κλοιό τών στρατιωτών μέ τό ζόρι. Οί κλεισμένοι μέσα, στό μεταξύ, μή βλέποντας νά φτάνει ό κόσμος πού περίμεναν κι ούτε νά γίνετα καμιά άλλη ενέργεια άρχισαν νά ανησυχούν φοβούμενοι γιά προβοκάτσια· έβλεπαν δέ ότι ή στρατιωτική ζώνη καί οί αστυνόμοι πού πολιορκούσαν τό Πανεπιστήμιο παρέμεναν στή θέση τους καί αυτό τούς δημιουργούσε αμφιβολίες γιά τήν πιστότητα τών προτάσεων της κυβέρνησης, πού τούς είχε διαβιβάσει ό καθηγητής Μιστριώτης. Έτσι ετοιμάστηκαν νά τίς απορρίψουν, όταν έφτασαν ταυτόχρονα διάφοροι καθηγητές, ό φρούραχος Στράτος καί ό μητροπολίτης Προκόπιος καί όλοι μαζί προσπάθησαν νά τούς πείσουν ότι οί προτάσεις της κυβέρνησης ηταν αληθινές. Οί φοιτητές ζήτησαν πρίν άπ’ όλα νά διαλυθούν καί νά απομακρυνθούν τά στρατιωτικά σώματα καί ή αστυνομία καί συμφώνησαν νά βγουν άπό τό Πανεπιστήμιο καί νά κατευθυνθούν πρός τήν πλατεία τού Κολωνακίου, όπου θά διαλύονταν. Πράγματι, τά σώματα ασφαλείας καί ό στρατός αποσύρθηκαν καί οί φοιτητές βγαίνοντας έν σώματι, άνά τετράδες, άπό τό Πανεπιστήμιο, κατευθύνθηκαν στή γνωστή πλατεία όπου τούς περίμενε πλήθος κόσμου, φίλοι, συγγενείς, συμφοιτητές κλπ. Έκεΐ άφοΰ ακούστηκαν διάφοροι λόγοι, ανάλογοι μέ τό πνεύμα της στιγμής, ό καθηγητής Μιστριώτης επαίνεσε τό φοιτητικό κόσμο γιά τήν ηρωική καί παραδειγματική στάση του, καταδίκασε τόν καθηγητή Γαλβάνη γιά τήν άπρεπη συμπεριφορά του καί τόνισε ότι ό αγώνας τών φοιτητών έληξε κυρίως γιατί οί τελευταίοι είχαν συναισθανθεί τήν κρισιμότητα τών εθνικών γεγονότων καί δέν σκόπευαν νά οδηγήσουν τήν διαμαρτυρία τους σέ επίπεδο εσωτερικής αναταραχής.
4. Ή κρισιμότητα τών εθνικών γεγονότων
Ή κυβέρνηση τού Δεληγιάννη όμως φέρθηκε ύπουλα, άφού αμέσως μετά τήν έξοδο τών φοιτητών αναίρεσε όσα είχαν συμφωνηθεί μεταξύ της καί τών ϊδιων καί καταστρατήγησε τίς υποσχέσεις πού είχαν δώσει όλοι οί επίσημοι πρός τούς φοιτητές. Έτσι τό ϊδιο εκείνο βράδυ έγινε γνωστό ότι ή κυβέρνηση αποφάσισε νά κυνηγήσει ποινικά όλους τούς πρωταίτιους τών επεισοδίων, ζήτησε καί πήρε τά κλειδιά τού Πανεπιστημίου στό όποιο εγκατέστησε φρουρά, ώστε νά μήν είναι δυνατό νά ξανακαταληφθεΐ τό Ιδρυμα καί νά αποτελέσει φοιτητικό οχυρό. Εκδόθηκαν πράγματι γύρω στά 90 εντάλματα, άλλά οί ύποπτοι είχαν ειδοποιηθεί έγκαιρα καί δέν πιάστηκε κανένας. Τό επόμενο πρωί έγιναν γνωστά όλα αυτά καί προκάλεσαν τήν οργή τού κόσμου, ιδιαίτερα όταν αποκαλύφθηκε ότι τά κλειδιά τού Πανεπιστημίου δέν τά παραχώρησαν οί καθηγητές, άλλά είχε γίνει βίαιη κατάληψη καί καταπάτηση τού πνευματικού ιδρύματος.
Οί φοιτητές συγκεντρώθηκαν κρυφά στή λέσχη τους καί έκεΐ πήραν απόφαση νά κυκλοφορούν οπλισμένοι γιά νά μήν πιαστούν, ταυτόχρονα δέ έσύνταξαν ένα υπόμνημα «Πρός τήν Βουλήν τών Ελλήνων», τό όποιο καί έδωσαν στό προεδρείο τής Βουλής. Κατόπιν πήγαν νά διαμαρτυρηθούν στόν εισαγγελέα γιά τήν έκδοση τών 90 ενταλμάτων καί τέλος συσκέφθηκαν, γύρω στό μεσημέρι τής 4ης Ιανουαρίου γιά τό ποιά πορεία θά ακολουθούσαν. Εκείνο τό απόγευμα όμως τά γεγονότα τούς πρόλαβαν· στή Βουλή έγινε συζήτηση γιά τό Κρητικό ζήτημα μέσα σέ μιά ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα καί τελικά ή κυβέρνηση κάτω άπό τήν πίεση τής αντιπολίτευσης πήρε τήν απόφαση νά στείλει στόλο στήν Κρήτη καί νά βοηθήσει τόν κρητικό λαό πού είχε ξεσηκωθεί. Ηταν μιά απόφαση μέ μεγάλη Ιστορική βαρύτητα.
«Ούτως εχόντων των πραγμάτων τήν έπομένην άπας ό ελληνικός λαός διά ακράτητου ενθουσιασμού έχαιρέτιζε τήν νέαν κυβερνητικήν ένέργειαν καί δρασιν· οί δέ φοιτηταί άνελθόντες εν τη Λέσχη μιά φωνή άπεφασίσαμεν νά άναβάλωμεν τάς περί Ικανοποιήσεως ημών ενεργείας, καί μή παρεμβάλωμεν εμπόδια εις τήν κυβέρνησαν άποφασίσασαν τέλος εμπράκτως νά έπέμβη υπέρ των δούλων αδελφών· τή προτάσει δέ τινών άπεφασίσαμεν νά σχηματισθή πάραυτα σώμα φοιτητικόν, όπως κατέλθωμεν εις Κρήτην καί συναγωνισθώμεν παρά τό πλευρόν τών αδελφών Κρητών, διά βοής δέ εξελέγη μία επιτροπή ήτις κατώρθωσεν αυθημερόν νά άναλάβη τήν άποστολήν του σώματος ή “Εταιρία ό Ελληνισμός”, άνοιχθέντος πρός τούτο καταλόγου».
“Ετσι τελείωσε ή πρώτη ένοπλη αντίσταση τών φοιτητών πού μπορεί νά χαρακτηριστεί σάν μιά πρώτη μορφή τοΰ «Πολυτεχνείου» καί γενικά δλων τών αγώνων, όπου θά λάβουν μέρος φοιτητές, άπό τό 1940 καί μετά.
Μέσα στή θύελλα τών εθνικών ανακατατάξεων ξανασυστήθηκε ή Φοιτητική ή Πανεπιστημιακή Φάλαγγα καί κατέβηκε νά πολεμήσει στήν Κρήτη, όπου καί αποδεκατίστηκε, γεγονός πού οδήγησε καί στή διάλυση της.
allotriosi.wordpress.com
Πηγή
Ή αφορμή γιά νά αρχίσουν τά επεισόδια ήταν εντελώς ασήμαντη· ξεκίνησε από ένα καθαρά τυπικό αίτημα γιά νά εξελιχτεί σέ μιά προσωπική διαμάχη μεταξύ τού καθηγητή Ίουλ. Γαλβάνη (άπ’ όπου καί τά επεισόδια χαρακτηρίστηκαν σαν «Γαλβανικά») και των φοιτητών του της Ιατρικής, τούς οποίους υπέβαλλε εντελώς αδικαιολόγητα σέ υπερβολικές θυσίες καί οικονομικές επιβαρύνσεις, καθυστερώντας νά τούς εξετάσει καί νά τούς δώσει τό απολυτήριο τους. Οί φοιτητές προκειμένου νά λυθεί ένα τόσο δύσκολο πρόβλημα, έκλέξανε μιά επιτροπή γιά νά συναντηθεί μαζί του καί νά τού εκθέσει τά προβλήματα τους, άλλά όταν, στίς 16 Νοεμβρίου 1896, ή επιτροπή επιχείρησε νά εκπληρώσει τήν αποστολή της, έτυχε μιας σκαιής συμπεριφοράς άπό μέρους τού καθηγητή, ή οποία εξελίχτηκε σέ άπρεπη, μέ τόν καθηγητή Γαλβάνη νά λέει τά έξης: «…Είσθε ανάξιοι νά κατέχητε τάς φοιτητικός έδρας καί ατιμάζετε τήν Ελλάδα καί τό Έλληνικόν Πανεπιστήμιον». Μετά τήν ατιμωτική αυτή φράση τού καθηγητή, οί φοιτητές, όλοι μαζί, γεμάτοι οργή, τού απάντησαν: «Είσθε έσεϊς ανάξιος νά κατέχητε τήν καθηγητικήν έδραν τού Εθνικού Πανεπιστημίου» καί αποχώρησαν όλοι άπό τήν αίθουσα τής χειρουργικής, σ’ ένδειξη διαμαρτυρίας.
Τήν ίδια μέρα στίς 4 μ.μ. όλοι οί φοιτητές τής Ιατρικής συγκεντρώθηκαν καί έκλέξανε μιά επιτροπή 46 ατόμων, πού αντιπροσώπευε 500 καί ή οποία έπρεπε νά πάρει τά κατάλληλα μέτρα μέχρι νά δικαιωθούν οί φοιτητές. Πράγματι, ή επιτροπή αυτή τήν ϊδια μέρα έγραψε ένα ψήφισμα πού απευθυνόταν πρός τό Υπουργείο καί τόν Πρύτανη τού Πανεπιστημίου καί στό όποιο ζητούσαν τήν απόλυση τού καθηγητή. Τήν επομένη συγκεντρώθηκαν όλοι οί φοιτητές τής Ιατρικής καί αφού ενέκριναν καί υπόγραψαν τό ψήφισμα, τό έστειλαν. Ταυτόχρονα κήρυξαν γενική απεργία καί οί βοηθοί τού Γαλβάνη, πού αρνήθηκαν νά συνεργαστούν μαζί του. Τή δέ επόμενη μέρα οί φοιτητές συγκεντρώθηκαν στά Προπύλαια καί έπεισαν καί τούς συναδέλφους τους τών άλλων σχολών νά πάρουν μέρος στή γενική απεργία, άφού ή υβριστική συμπεριφορά τού Γαλβάνη στρεφόταν εναντίον δλου τού φοιτητόκοσμου, όπως καί έγινε.
Τό στενό περιβάλλον τού Γαλβάνη τότε άρχισε νά υπόσχεται διάφορα σέ όσους άπό τούς φοιτητές θά έπήγαιναν στίς ακροάσεις του, άλλά τό μόνο πού πέτυχαν ήταν νά ξυλοκοπηθούν οί λίγοι φοιτητές πού πήγαν, συμπατριώτες τού Γαλβάνη από τή Ζάκυνθο. Τό Υπουργείο στό μεταξύ απάντησε ότι δέν θεωρούσε δτι προσβλήθηκαν οί φοιτητές από τά λόγια του Γαλβάνη καί απείλησε ότι άν δέν πήγαιναν οί της Ιατρικής στίς ακροάσεις θά τούς απέκλειε τό ίδιο τό Υπουργείο. Φυσικό ηταν ότι ή απάντηση αυτή ερέθισε τούς φοιτητές, οί όποιοι πήγαν στό Πανεπιστήμιο καί συμφώνησαν μέ τούς υπόλοιπους νά κλείσουν εκείνοι πρώτοι τό Ιδρυμα. Όταν μάλιστα επεχείρησε νά μπει στίς αίθουσες ό Γαλβάνης, τόν γιουχάρανε, έγινε επεισόδιο μεταξύ μπράβων του καί φοιτητών, επενέβη ή αστυνομία καί έγιναν συμπλοκές.
Μετά τά επεισόδια αυτά τό Υπουργείο διέταξε νά κλείσουν ή Ιατρική Σχολή καί τό Νοσοκομείο καί νά τιμωρηθούν οί πρωταίτιοι. Ό δέ Πρύτανης Χρηστομάνος ζήτησε νά παραιτηθεί ή επιτροπή τών φοιτητών γιατί οί αρχές τή θεωρούσαν υπαίτια γιά τίς ταραχές. Πράγματι ή επιτροπή παραιτήθηκε, εκλέχτηκε νέα καί τά μέλη κλήθηκαν σέ μυστική συνεδρίαση, τούς παρακολουθούσε δμως ή αστυνομία, τό βράδυ της 20ής Νοεμβρίου 1896, στό ζυθοπωλεΐο τοΰ Μέτς. Στή μυστική συνάντηση, όπου παραβρέθηκαν 80 περίπου φοιτητές, αφού οργανώθηκε επιτροπή αγώνα, γιατί διέβλεπαν ότι τά πράγματα θά οξύνονταν, αποφάσισαν
α) νά εμμείνουν στό αίτημα τους,
β) νά οπλιστούν όλοι αφού έβλεπαν ότι ή αστυνομία τούς ενοχλούσε καί σέ περίπτωση είσόδου της αστυνομίας στους πανεπιστημιακούς χώρους νά της αντισταθούν ένοπλα,
γ) νά συσπειρώσουν δλους τούς φοιτητές γύρω από τόν αγώνα τους,
δ) νά επαναλάβουν τή διαμαρτυρία τους πρός τόν Πρύτανη καί τό Υπουργείο καί
ε) όταν χρειαζόταν νά συγκαλείται ή επιτροπή τους, αυτό θά γινόταν μέ κωδικά μηνύματα μέσω τών εφημερίδων.
Όλα αυτά άρχισαν νά υλοποιούνται άπό τήν επόμενη μέρα. Στό μεταξύ φοιτητές οπαδοί τοΰ Γαλβάνη, πού προσπάθησαν κατά διαστήματα νά επηρεάσουν τούς άλλους ώστε νά παραβρεθούν στίς ακροάσεις του, πέτυχαν, αντίθετα, νά ανάψουν τά αίματα καί νά γίνουν συμπλοκές στίς όποιες συχνά έπαίρνε μέρος καί ή αστυνομία. Σέ λίγο έφτασαν οί γιορτές της Πρωτοχρονιάς, τό Πανεπιστήμιο έκλεισε, αφήνοντας τό θέμα ανοικτό, δμως, γιά τό νέο έτος. Καί πράγματι μέ τήν έναρξη τοΰ νέου έτους μετά άπό προτροπή της Κυβέρνησης ή αστυνομία διατάχτηκε νά μπει στό Πανεπιστήμιο καί νά αναγκάσει τούς φοιτητές νά πάνε στίς ακροάσεις τοΰ Γαλβάνη. Ό ίδιος ό διευθυντής της αστυνομίας, ό γνωστός Μπαϊρακτάρης, ανάγκασε δύο φοιτητές, τραβώντας τους, νά μπουν μέσα. Αυτοί αρνήθηκαν καί τότε τούς συνέλαβαν καί τούς οδήγησαν πρός τίς κλούβες (αμάξια τότε ίππήλατα), ενώ οί αστυνομικοί μέ χωροφύλακες επεχείρησαν νά μπουν στήν αίθουσα τής Νομικής άπ’ όπου διωχθήκανε, ένώ άρχισε μεγάλη συμπλοκή μπροστά στό Άνατομεϊο. Βλέποντας νά συλλαμβάνονται οί συνάδελφοι τους, άπό τούς οποίους ό ένας ήταν αναίσθητος καί γεμάτος αίματα, όλοι μαζί οί φοιτητές έπεσαν πάνω στους αστυνομικούς χτυπώντας τους μέ πέτρες καί ρόπαλα, αυτοί βγάλανε τά σπαθιά τους καί άρχισαν νά χτυπάνε στό ψαχνό· ταυτόχρονα όσοι φοιτητές είχαν πιστόλια άρχισαν νά πυροβολούν τούς αστυνομικούς πού άντιπυροβόλησαν καί μεγάλη μάχη έγινε μπροστά στίς κλούβες στήν προσπάθεια τών φοιτητών νά πάρουν πίσω τούς συναδέλφους τους. Πάνω στή συμπλοκή δυό αστυνομικοί χάνουν τά ξίφη τους καί λαβώνονται ένώ αρκετοί άλλοι λαβωμένοι υπάρχουν καί άπό τίς δύο πλευρές. Αμέσως έρχεται ενίσχυση τής αστυνομίας καί τά επεισόδια παίρνουν μεγάλη έκταση. Σ’ όλες τίς σχολές τοΰ Πανεπιστημίου γίνονται συμπλοκές, ένώ ανταλλαγές πυροβολισμών γίνονται μπροστά στά Προπύλαια καί στό Νοσοκομείο στή Σόλωνος. Ό δέ Μπαϊρακτάρης μαζί μέ άλλους πού επεχείρησαν νά εκβιάσουν τήν ανατολική πύλη τοΰ Ιδρύματος βρέθηκαν μπροστά στά στόμια τών περιστρόφων τών φοιτητών καί αναγκάστηκαν νά οπισθοχωρήσουν. Τελικά οί συμπλοκές σταμάτησαν μέ τήν επέμβαση τών καθηγητών, τοΰ εισαγγελέα, τοΰ φρούραρχου τής πόλης καί τοΰ Πρύτανη τοΰ Πανεπιστημίου. Υπήρχαν πολλοί λαβωμένοι ελαφριά καί δυό σοβαρά· ένας αστυνόμος άπό σφαίρα καί άπό ξίφος ό φοιτητής Φιλολογίας Παναγιωτόπουλος.
2. Ή κατάληψη του Πανεπιστημίου
Τά επεισόδια αυτά απέδειξαν ότι ό καθηγητής Γαλβάνης είχε ερείσματα πολιτικά, τά όποια τόν βοηθούσαν καί όταν τήν επόμενη μέρα οί φοιτητές πήγαν στόν πρωθυπουργό Θεόδωρο Δεληγιάννη γιά νά διαμαρτυρηθούν, αυτός τούς απάντησε ότι είχαν άδικο καί έπρεπε νά επιστρέψουν στό Πανεπιστήμιο, ένώ οί φοιτητές ζήτησαν τώρα καί τήν ποινική δίωξη τοΰ Γαλβάνη, σάν ηθικού αυτουργού των επεισοδίων. Κατόπιν ή επιτροπή πήγε νά συναντήσει τούς υπόλοιπους φοιτητές καί αφού τούς ενημέρωσε αποφάσισαν νά αντισταθούν μέχρι τέλους, νά ζητήσουν τήν παραίτηση τοΰ Πρύτανη καί έκαναν έρανο γιά νά συγκεντρώσουν χρήματα καί νά τυπώσουν σέ φυλλάδιο τά αιτήματα τους ώστε νά ενημερωθεί ό κόσμος σωστά. Ή επόμενη ενέργεια ηταν νά πάνε στό σπίτι τού Πρύτανη, πού τόν υποχρέωσαν νά παραιτηθεί αφού ή αστυνομία είχε καταπατήσει τό πανεπιστημιακό άσυλο καί, τέλος, αποφάσισαν νά κάνουν τήν πρώτη στήν ιστορία τού φοιτητικού κινήματος κατάληψη. Επειδή είχαν πληροφορίες δτι ή Κυβέρνηση γιά νά εμποδίσει τίς συναθροίσεις θά τοποθετούσε φρουρά στό Πανεπιστήμιο, αποφάσισαν νά τήν προλάβουν· έτσι, 200 φοιτητές κατέλαβαν τό Πανεπιστήμιο ένοπλοι, όσοι μπορούσαν φυσικά, καί μείνανε μέσα μέχρι τήν πολιορκία του, όπως θά δούμε. Ακόμα κυκλοφόρησαν τό παράρτημα τό «Πανεπιστήμιο», στό όποιο, άφοΰ εξιστορούσαν τά πάντα, καλούσαν τό λαό σέ συγκέντρωση στά Προπύλαια τήν επόμενη μέρα.
Τά πρωτόφαντα αυτά γεγονότα, δηλ. ή κατάληψη τοΰ κτιρίου άπό ένοπλους καί ή διανομή τοΰ φυλλαδίου, σέ 10.000 αντίτυπα δημιούργησαν μεγάλη εντύπωση στό κοινό, τήν οποία επέτειναν τά δημοσιεύματα τών εφημερίδων. Πλήθος κόσμου πήγαινε στό Πανεπιστήμιο γιά νά συζητήσει, νά συμβουλέψει ή νά συγχαρεί τούς φοιτητές. Στή συγκέντρωση εκείνης της ημέρας, συγκέντρωση ηλεκτρισμένη, όπου οί φοιτητές ανάπτυξαν τά αίτήματά τους, είπαν στόν κόσμο καί τούς γονείς τους πού είχαν πάει εκεί, τά έξης:
«”Αν θέλετε νά έχετε τέκνα άνευ τιμής, άν νομίζετε δτι άτιμάζομεν τό Ίδρυμα τούτο, τότε περιττόν νά λεγόμεθα τρόφιμοι αυτού, άς κλείση δέ προτιμότερον όπως μή επεκτείνεται ή ατιμία καί πρός τούς προγενέστερους! Ημείς όμως τ’ άναντία φρονούντες, άπεφασίσαμεν νά συνταφώμεν μετ’ αύτοΰ. Δηλοΰμεν δέ προσέτι, ότι, ούτε κυβέρνησις, ούτε άλλη τις μεγαλύτερα δύναμις, αν ύπάρχη έν τω κράτει, θά μας έκβιάση· καί είς δέ άστυφύλαξ, αν τολμήση νά πατήση τόν περίβολον, ή τό πεζοδρόμιον τοΰ Πανεπιστημίου, θά φονευθή».
Έτσι ένα καθαρά εκπαιδευτικό θέμα πήρε μορφή κοινωνική καί πολιτική. Άπό τό σημείο αυτό καί μετά τά «Γαλβανικά» θά πάψουν νά είναι μιά εσωτερική σύγκρουση μεταξύ της έδρας καί τού φοιτητικού κόσμου, άλλά θά γίνουν σύγκρουση τοΰ τελευταίου μέ τό κατεστημένο. Καί είναι ίδιαίτερα αξιοσημείωτη ή διαπίστωση τών φοιτητών, στή συγκέντρωση εκείνης της νύχτας μεταξύ τους, πού δήλωσαν ότι
«οί εχθροί της Ελλάδος, οί πραγματικοί καί αληθείς, ύπάρχουσιν έν αύτη τη Ελλάδι, έν όσω δέ δέν έξοντωθώσιν ούτοι ή τουλάχιστον άν τούτο δέν γίνη, δέν καταστώσι διά παντός τρόπου ανίκανοι πρός έξακολούθησιν τού καταχθονίου σχεδίου των, είναι αδύνατον νά προοδεύσω-μεν ώς Έθνος…».
Ή κατάσταση ηταν σοβαρή καί ακόμα σοβαρότερη έγινε όταν στάλθηκε στόν Γαλβάνη επιτροπή, πού τοΰ έδωσε μιά έγγραφη πρόταση τών φοιτητών στήν οποία υπήρχαν οί όροι κάτω άπό τούς όποιους οί φοιτητές δεχόντουσαν νά λήξει τό θέμα καί νά επανέλθουν στή σχολή τους. Όμως μόλις ό καθηγητής πήρε στά χέρια του τό σημείωμα καί άρχισε νά τό διαβάζει, αμέσως τό πέταξε χάμω καί τούς είπε ότι έδώ καί μερικές ήμερες όλη ή Ιατρική Σχολή βρίσκεται σέ νευρική υπερένταση, δηλ. ότι τρελάθηκε· κάτι παρόμοιο ανταπάντησαν οί φοιτητές καί τά πράγματα έφτασαν σέ αδιέξοδο.
Ή κυβέρνηση του Θ. Δεληγιάννη βλέποντας ότι τό πράγμα έπαιρνε διαστάσεις πού δεν είχε υπολογίσει, κατέφυγε στή βία. Εκδόθηκαν 80 εντάλματα σύλληψης φοιτητών, όσα καί τά μέλη της επιτροπής τους, γιά τούς οποίους στά κρατητήρια άρχισαν τά βασανιστήρια καί οί ξυλοδαρμοί. Οί φοιτητές Κολομβάκης καί Φανός (ό Φανός είχε πολεμήσει μέ τό σώμα τών Ελλήνων γαριβαλδινών στό Δομοκό σάν έφεδρος) ρίχτηκαν στίς φυλακές του Παλαιού Στρατώνα, όπου υπέστησαν πολλούς βασανισμούς. Τρόμος κυριάρχησε στους φοιτητές καί αποφάσισαν νά βγαίνουν έξω κατά ομάδες καί οπλισμένοι ώστε νά μπορούν ν’ αντισταθούν. Ταυτόχρονα οί εφημερίδες μέ διάφορα δημοσιεύματα τους άρχιζαν νά κατηγορούν τήν κυβέρνηση, ό κόσμος ξεσηκωνόταν καί ή κατάσταση επιδεινώθηκε. ‘Ήδη υπήρχαν καί τά υπόλοιπα, πιό σοβαρά, εσωτερικά γεγονότα, κυρίως ή τότε εξέγερση τής Κρήτης, καί ή Εθνική Εταιρεία καλούσε τό λαό στά όπλα γιά τά εθνικά δίκαια. Έτσι ή κυβέρνηση άντί νά παύσει τόν Γαλβάνη, προτίμησε νά δώσει τή λύση πού ήθελε· αποφάσισε νά καταλάβει τό Πανεπιστήμιο μέ τή βία, φονεύοντας ακόμα καί φοιτητές, άν χρειαζόταν.
3. Ή πολιορκία τοΰ Πανεπιστημίου
Τήν απόφαση αυτή έμαθε ή επιτροπή τών φοιτητών καί μυστικά ειδοποίησε τούς άλλους νά συγκεντρωθούν στό Πανεπιστήμιο, φέρνοντας καί όσα όπλα μπορούσαν νά βρουν. Έτσι ενώ στό Ίδρυμα συγκεντρώνονται καί ετοιμάζονται οί φοιτητές, τά γύρω αστυνομικά τμήματα ενισχύονται καί στους μπρος δρόμους αρχίζουν περιπολίες ίππέων καί ευζώνων. Στίς 2 μ.μ. τήν επομένη όλοι οί δρόμοι γύρω άπό τό Ιδρυμα καταλαμβάνονται άπό αστυφύλακες, ένώ μπροστά στά Προπύλαια καί τήν Ακαδημία παίρνει θέση μιά ΐλη ίππικοΰ, ένώ δυό λόχοι ευζώνων τοποθετήθηκαν στά διπλανά κτίρια, τή Βιβλιοθήκη καί τήν Ακαδημία. Τά νέα διέτρεξαν τήν πόλη σάν αστραπή καί μαζί καί οί φήμες όπως λ.χ. ότι οί φοιτητές θ’ ανατίναζαν τό Πανεπιστήμιο μέ δυναμίτη κλπ. Οί δυνάμεις αυτές είχαν κλείσει ασφυκτικά γύρω γύρω τό Πανεπιστήμιο καί δέν άφηναν κανένα νά πλησιάσει. Παράλληλα καλούσαν τούς φοιτητές νά βγουν καί ότι κανείς δέν θά τούς πειράξει. Πράγματι αρκετοί έφυγαν, άλλά τελικά έμειναν 150 περίπου αποφασισμένοι μέ τά όπλα στό χέρι νά σκοτωθούν. Ένας άπ’ αυτούς βρήκε τή σημαία τοΰ Ιδρύματος καί ανεβαίνοντας πάνω στό αέτωμα τήν ανάρτησε μέσα στους αλαλαγμούς τοΰ πλήθους πού είχε γίνει ασφυκτικό.
Αμέσως οί φοιτητές κάνουν σύσκεψη, διορίζουν γενικό αρχηγό τόν Σπυρ. Τασιόπουλο, φοιτητή τής Ιατρικής καί πρώην έφεδρο καί οργανώνουν τήν άμυνα τοΰ κτιρίου, βάζουν σκοπούς, περιπόλους, σκοπευτές ανεβαίνουν στό αέτωμα, ένώ οί πιό πολλοί παίρνουν θέση στά προπύλαια πού ηταν καί τό πιό ευάλωτο σημείο γιά έφοδο. Τό σκοτάδι σιγά σιγά έπεφτε, πολύς κόσμος, άπό τό πολύ κρύο, άρχισε νά φεύγει ένώ γύρω άπό τό Ιδρυμα έμειναν τά στρατιωτικά σώματα σιωπηλά. Είχε διαταχθεί άπό τήν κυβέρνηση νά κοπεί ή παροχή τοΰ ηλεκτρικού στό Ίδρυμα, τό όποιο ηταν κατασκότεινο μέ τήν πόλη γύρω-γύρω φωταγωγημένη. Οί φοιτητές όμως κάπου βρήκαν λαμπάδες άπό διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις, τίς άναψαν καί έτσι τό Πανεπιστήμιο έμοιαζε σάν νά ζωντάνεψε ξαφνικά.
Οί φοιτητές έκαναν συμβούλιο καί ήλεγξαν τά όπλα τους· οί περισσότεροι άπό τούς 150 είχαν πιστόλια, μερικοί δέ καί μαχαίρια. Πολύ λίγοι ηταν άοπλοι. Ένώ σκεφτόντουσαν ότι ή άμυνα τους ηταν λειψή κάποιος είπε ότι πιθανό κάτω στά στό Πανεπιστήμιο καί νά διασπάσει τόν κλοιό καί νά λύσει την πολιορκία του μέ τή βία καί ή δεύτερη ηταν ταυτόχρονα μέ τόν ξεσηκωμό τοΰ λαού καί ενώ αυτός θά βάδιζε πρός τό Ίδρυμα, από κοντινές συνοικίες νά ορμούσαν 150 φοιτητές καλά οπλισμένοι, οί όποιοι θά έκαναν έφοδο πρός τούς πολιορκητές καί θά τούς διασπούσαν προσπαθώντας παράλληλα νά ενωθούν μέ τούς μέσα. Έτσι τή νύκτα εκείνη πολλές συσκέψεις γινόντουσαν καί όλοι περίμεναν μέ αγωνία τό ξημέρωμα.
Μέ τό χάραμα ή πόλη έμοιαζε νά είναι σάν πολιορκημένη. Σιγά-σιγά ό κόσμος, πληροφορημένος από τίς εφημερίδες καί τίς διάφορες φήμες τά καθέκαστα, άρχισε νά συγκεντρώνεται γύρω άπό τήν Όμόνοια καί περίμενε τούς αρχηγούς τών φοιτητών νά μπουν επικεφαλής τής πορείας. Όλη ή φρουρά τής πόλης βρισκόταν στό πόδι μέ τά όπλα της έτοιμα, οί αξιωματικοί είχαν διαταχτεί νά είναι σέ ετοιμότητα καί αυτός ακόμη ό Διάδοχος, σάν αρχηγός τοΰ Γου αρχηγείου, πού έδρευε στήν Αθήνα, βρισκόταν στό πόδι, έτοιμος νά επέμβει όταν τά πράγματα θά έπαιρναν άσχημη καί επικίνδυνη τροπή.
Στίς 9.30 οί φοιτητές ξεκινούν γιά νά ηγηθούν τής πορείας, ένώ ή κυβέρνηση, παίζοντας τό τελευταίο χαρτί της, έστειλε τόν αρχηγό τής αστυνομίας Μπαϊρακτάρη καί τό φρούραχο Στράτο πρός τούς φοιτητές στό Πανεπιστήμιο καί τούς διέταξε νά εκκενώσουν σέ πέντε λεπτά τό Ίδρυμα – οί φοιτητές αρνούνται, μερικοί επιχειρούν νά αιχμαλωτίσουν τόν Μπαϊρακτάρη, άλλά εμποδίζονται άπό άλλους πιό συνετούς, οί στρατιώτες διατάσσονται έφ’ όπλου λόγχη καί προχωρούν σιγά-σιγά πρός τά Προπύλαια, ένώ ένας ανθυπολοχαγός τοΰ Πυροβολικού κρατά μιά αντλία καί ετοιμάζεται νά τή στρίψει πάνω στους φοιτητές.
«…άστραπηδόν περί τούς 30 φοιτηταί ευρισκόμενοι πρό τών Προπυλαίων είσπηδώμεν ασκεπείς μέ τά περίστροφα καί δυναμίτιδας ανά χείρας καί τασσόμεθα κύκλω τοΰ περιβόλου έτοιμοι νά πυροβολήσωμεν πλέον έάν έβλέπω-μεν τόν στρατόν πατώντα έπί τοΰ προαυλίου·»,
ένώ τρεις κάννες όπλων σημαδεύουν τόν αξιωματικό μέ τήν αντλία.
Εκείνη τή στιγμή, λίγο πρίν τή σύγκρουση, εμφανίζονται ό φρούραρχος καί μερικοί καθηγητές καί προσπαθούν νά ηρεμήσουν τά πράγματα, αναγκάζοντας τούς στρατιώτες νά οπισθοχωρήσουν λίγο. Ή ενέργεια αυτή αποσόβησε πραγματικά τήν επαπειλούμενη αιματοχυσία πού θά γινόταν κάτω άπό ανεξέλεγκτες συνθήκες, γιατί ήδη ή λαοθάλασσα τής Όμόνοιας είχε ανέβει πρός τά πάνω καί είχε κατακλύσει τήν περιοχή. Ή κυβέρνηση, στήν οποία είχε πλέον ξεσπάσει κρίση, βλέποντας ότι δίχως αίματοχυσία δέν θά μπορούσε νά βγάλει τούς φοιτητές καί νά καταλάβει τό Πανεπιστήμιο, ετοιμαζόταν νά παραιτηθεί όταν έφτασε στό υπουργικό συμβούλιο ό καθηγητής Μιστριώτης — ήρωας πολλών μελλοντικών οπισθοδρομικών επεισοδίων — πού δήλωσε ότι ηρθε σ’ επαφή μέ τούς φοιτητές καί συνεννοήθηκε μαζί τους ώστε νά εμποδίσουν τό συλλαλητήριο καί τά έκτροπα πού θά ακολουθούσαν. Τό υπουργικό συμβούλιο έδωσε τότε εντολή στόν Μιστριώτη νά πάει στους φοιτητές καί νά τούς ανακοινώσει ότι ή κυβέρνηση, μπροστά στά δίκαια αιτήματα τους, υποχωρεί, αποδέχεται αυτά, όπως λ.χ. τήν παύση τοΰ Γαλβάνη, καί δίνει στους φοιτητές τέλεια αμνηστία γιά όσα είχαν γίνει. Όλα αυτά τά μετέφερε ό καθηγητής στους έγκλειστους φοιτητές, οί όποιοι τοΰ απάντησαν ότι θά αποφάσιζαν σέ μιά ώρα καί τούτο γιατί ήθελαν νά δούν τί θά γίνει μέ τό συλλαλητήριο. Φαίνεται όμως ότι κάποιοι φοιτητές, άπό τούς έγκλειστους, είχαν προσυνεννοηθεί μέ τόν Μιστριώτη, καί ένώ αυτός ειχε ήδη πάει στό Πανεπιστήμιο καί συζητοΰσε μέ τούς εκεί φοιτητές, οί άλλοι έφθασαν στό χώρο τής συγκέντρωσης, προτού ή τελευταία φτάσει στά Προπύλαια καί ανάγγειλαν στόν κόσμο ότι έπρεπε νά σταματήσει τήν πορεία γιατί ή κυβέρνηση ειχε υποχωρήσει καί έπρεπε νά περιμένουν τούς πολιορκημένους φοιτητές πού θά έφταναν σέ λίγο.
Τό γεγονός αυτό στάθηκε ίκανό νά αποδυναμώσει τήν πορεία καί λίγο-λίγο ό κόσμος άρχισε νά διαλύεται- δέν φαίνονταν όμως νά έρχονται οί πολιορκημένοι φοιτητές καί οί σύντροφοι τους σέ λίγο πληροφορήθηκαν τη δολιότητα ή υστεροβουλία αυτών πού εϊχαν συμφωνήσει μέ τόν Μιστριώτη, καί τό πράγμα άρχισε πάλι νά οξύνεται· είπαν στόν κόσμο πού παρέμενε τί είχε συμβεί καί όλοι μαζί αποφάσισαν νά πάνε νά διαλύσουν τόν κλοιό τών στρατιωτών μέ τό ζόρι. Οί κλεισμένοι μέσα, στό μεταξύ, μή βλέποντας νά φτάνει ό κόσμος πού περίμεναν κι ούτε νά γίνετα καμιά άλλη ενέργεια άρχισαν νά ανησυχούν φοβούμενοι γιά προβοκάτσια· έβλεπαν δέ ότι ή στρατιωτική ζώνη καί οί αστυνόμοι πού πολιορκούσαν τό Πανεπιστήμιο παρέμεναν στή θέση τους καί αυτό τούς δημιουργούσε αμφιβολίες γιά τήν πιστότητα τών προτάσεων της κυβέρνησης, πού τούς είχε διαβιβάσει ό καθηγητής Μιστριώτης. Έτσι ετοιμάστηκαν νά τίς απορρίψουν, όταν έφτασαν ταυτόχρονα διάφοροι καθηγητές, ό φρούραχος Στράτος καί ό μητροπολίτης Προκόπιος καί όλοι μαζί προσπάθησαν νά τούς πείσουν ότι οί προτάσεις της κυβέρνησης ηταν αληθινές. Οί φοιτητές ζήτησαν πρίν άπ’ όλα νά διαλυθούν καί νά απομακρυνθούν τά στρατιωτικά σώματα καί ή αστυνομία καί συμφώνησαν νά βγουν άπό τό Πανεπιστήμιο καί νά κατευθυνθούν πρός τήν πλατεία τού Κολωνακίου, όπου θά διαλύονταν. Πράγματι, τά σώματα ασφαλείας καί ό στρατός αποσύρθηκαν καί οί φοιτητές βγαίνοντας έν σώματι, άνά τετράδες, άπό τό Πανεπιστήμιο, κατευθύνθηκαν στή γνωστή πλατεία όπου τούς περίμενε πλήθος κόσμου, φίλοι, συγγενείς, συμφοιτητές κλπ. Έκεΐ άφοΰ ακούστηκαν διάφοροι λόγοι, ανάλογοι μέ τό πνεύμα της στιγμής, ό καθηγητής Μιστριώτης επαίνεσε τό φοιτητικό κόσμο γιά τήν ηρωική καί παραδειγματική στάση του, καταδίκασε τόν καθηγητή Γαλβάνη γιά τήν άπρεπη συμπεριφορά του καί τόνισε ότι ό αγώνας τών φοιτητών έληξε κυρίως γιατί οί τελευταίοι είχαν συναισθανθεί τήν κρισιμότητα τών εθνικών γεγονότων καί δέν σκόπευαν νά οδηγήσουν τήν διαμαρτυρία τους σέ επίπεδο εσωτερικής αναταραχής.
4. Ή κρισιμότητα τών εθνικών γεγονότων
Ή κυβέρνηση τού Δεληγιάννη όμως φέρθηκε ύπουλα, άφού αμέσως μετά τήν έξοδο τών φοιτητών αναίρεσε όσα είχαν συμφωνηθεί μεταξύ της καί τών ϊδιων καί καταστρατήγησε τίς υποσχέσεις πού είχαν δώσει όλοι οί επίσημοι πρός τούς φοιτητές. Έτσι τό ϊδιο εκείνο βράδυ έγινε γνωστό ότι ή κυβέρνηση αποφάσισε νά κυνηγήσει ποινικά όλους τούς πρωταίτιους τών επεισοδίων, ζήτησε καί πήρε τά κλειδιά τού Πανεπιστημίου στό όποιο εγκατέστησε φρουρά, ώστε νά μήν είναι δυνατό νά ξανακαταληφθεΐ τό Ιδρυμα καί νά αποτελέσει φοιτητικό οχυρό. Εκδόθηκαν πράγματι γύρω στά 90 εντάλματα, άλλά οί ύποπτοι είχαν ειδοποιηθεί έγκαιρα καί δέν πιάστηκε κανένας. Τό επόμενο πρωί έγιναν γνωστά όλα αυτά καί προκάλεσαν τήν οργή τού κόσμου, ιδιαίτερα όταν αποκαλύφθηκε ότι τά κλειδιά τού Πανεπιστημίου δέν τά παραχώρησαν οί καθηγητές, άλλά είχε γίνει βίαιη κατάληψη καί καταπάτηση τού πνευματικού ιδρύματος.
Οί φοιτητές συγκεντρώθηκαν κρυφά στή λέσχη τους καί έκεΐ πήραν απόφαση νά κυκλοφορούν οπλισμένοι γιά νά μήν πιαστούν, ταυτόχρονα δέ έσύνταξαν ένα υπόμνημα «Πρός τήν Βουλήν τών Ελλήνων», τό όποιο καί έδωσαν στό προεδρείο τής Βουλής. Κατόπιν πήγαν νά διαμαρτυρηθούν στόν εισαγγελέα γιά τήν έκδοση τών 90 ενταλμάτων καί τέλος συσκέφθηκαν, γύρω στό μεσημέρι τής 4ης Ιανουαρίου γιά τό ποιά πορεία θά ακολουθούσαν. Εκείνο τό απόγευμα όμως τά γεγονότα τούς πρόλαβαν· στή Βουλή έγινε συζήτηση γιά τό Κρητικό ζήτημα μέσα σέ μιά ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα καί τελικά ή κυβέρνηση κάτω άπό τήν πίεση τής αντιπολίτευσης πήρε τήν απόφαση νά στείλει στόλο στήν Κρήτη καί νά βοηθήσει τόν κρητικό λαό πού είχε ξεσηκωθεί. Ηταν μιά απόφαση μέ μεγάλη Ιστορική βαρύτητα.
«Ούτως εχόντων των πραγμάτων τήν έπομένην άπας ό ελληνικός λαός διά ακράτητου ενθουσιασμού έχαιρέτιζε τήν νέαν κυβερνητικήν ένέργειαν καί δρασιν· οί δέ φοιτηταί άνελθόντες εν τη Λέσχη μιά φωνή άπεφασίσαμεν νά άναβάλωμεν τάς περί Ικανοποιήσεως ημών ενεργείας, καί μή παρεμβάλωμεν εμπόδια εις τήν κυβέρνησαν άποφασίσασαν τέλος εμπράκτως νά έπέμβη υπέρ των δούλων αδελφών· τή προτάσει δέ τινών άπεφασίσαμεν νά σχηματισθή πάραυτα σώμα φοιτητικόν, όπως κατέλθωμεν εις Κρήτην καί συναγωνισθώμεν παρά τό πλευρόν τών αδελφών Κρητών, διά βοής δέ εξελέγη μία επιτροπή ήτις κατώρθωσεν αυθημερόν νά άναλάβη τήν άποστολήν του σώματος ή “Εταιρία ό Ελληνισμός”, άνοιχθέντος πρός τούτο καταλόγου».
“Ετσι τελείωσε ή πρώτη ένοπλη αντίσταση τών φοιτητών πού μπορεί νά χαρακτηριστεί σάν μιά πρώτη μορφή τοΰ «Πολυτεχνείου» καί γενικά δλων τών αγώνων, όπου θά λάβουν μέρος φοιτητές, άπό τό 1940 καί μετά.
Μέσα στή θύελλα τών εθνικών ανακατατάξεων ξανασυστήθηκε ή Φοιτητική ή Πανεπιστημιακή Φάλαγγα καί κατέβηκε νά πολεμήσει στήν Κρήτη, όπου καί αποδεκατίστηκε, γεγονός πού οδήγησε καί στή διάλυση της.
allotriosi.wordpress.com
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου