Από το Μαρικάκι
Ίσως και να είναι πλέον κοινοτυπία να επισημάνει κανείς ότι ο «διάλογος» στον οποίο προσκαλεί κάθε φορά η κυβέρνηση όλους όσοι θίγονται από τα αλλεπάλληλα νομοσχέδια ιδιωτικοποίησης των δημόσιων αγαθών είναι κάργα «επικοινωνιακός», «προσχηματικός», «βιτρίνα», «εμπαιγμός», «ανύπαρκτος», όπως θέλετε πείτε τον. Για τους περισσότερους ο μύθος του «διαλόγου» έχει διαλυθεί πλέον, μετά και τα τελευταία καραγκιοζιλίκια της κυβέρνησης.
«Διάλογος» πριν τα νομοσχέδια, «διάλογος» μετά την ψηφισή τους, «διάλογος» εν όψει της εφαρμογής τους, «διάλογος» στα κανάλια, «διάλογος» πριν την επόμενη δόση και το Μνημόνιο Νο45. «Διάλογος» από δω, «διάλογος» από εκεί, «διάλογος» παραπέρα...Και δεν ξεχνά η κυβέρνηση να μας θυμίζει ότι δεν κάνει διάλογο ό,τι κι ό,τι αλλά πέρα για πέρα «δημοκρατικό» (τι να κάνει, πλεονάζει στην προσπάθεια να διαλύσει την υποψία εκβιασμού, στον οποίο έχει πατέντα): πώς λέμε όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος»; Τόσο διάλογος!
Πώς εξηγείται όμως το γεγονός ότι εδώ και μήνες που σέρνεται αυτός ο ατέρμονος «διάλογος», η κοινωνία έχει βρεθεί μπροστά σε δεκάδες τετελεσμένα, τα οποία απορρέουν από το βασικό τετελεσμένο, αυτό της εκποίησης ολόκληρης της χώρας, από τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα απάντων ημών των ιθαγενών έως το σύνολο της δημόσιας γης και περιουσίας;
Οι σχεδιασμοί που υλοποιεί η κυβέρνηση κι επί των οποίων υποτίθεται ότι κάνει «διάλογο» και διαβουλεύεται (άλλο που εδώ και ενάμισι χρόνο έχει καταλύσει τη σημασία λέξεων και εννοιών, όπως «διάλογος», «δημοκρατία», «κοινή λογική», «διαφάνεια», «διαφθορά», κ.λπ..) έχουν αποδειχτεί ξανά και ξανά προειλημμένες αποφάσεις, συνομολογημένες με ή επιβεβλημένες από την τρόικα. Άλλωστε φέρουν το ανεξίτηλο των υπογραφών της 3ης Μαϊου.
Και παρόλο που, «το πολύ το κυρ ελέησον το βαριέται και ο παπάς» είναι απορίας άξιον πως οι «κύριοι» και «κυρίες» της κυβέρνησης δεν έχουν κουραστεί να πλασάρουν ως «διάλογο» τον αυταρχισμό τους και τον αταλάντευτο νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό τους. Ως «αταλάντευτος», προφανώς δεν επιδέχεται συμβιβασμών (άρα προς τι ο διάλογος;) και ο κόσμος το ‘χει βούκινο ότι ο κεϋνσιανισμός μας τελείωσε.
Η «ανταλλαγή απόψεων» είναι συνθήκη τελειωμένη εδώ και χρόνια και πλέον διεξάγεται ανοιχτά πόλεμος με επιτιθέμενο την κυβέρνηση και τα συμφέροντα που στηρίζει. Οι «διάλογοι» δεν είναι παρά τσάι και συμπάθεια μεταξύ ομοϊδεατών και σ’ αυτή την αντίληψη φαίνεται να έχει στρατευθεί και η ίδια η Βουλή η οποία, αν και υπό το παρόν Σύνταγμα εκπροσωπεί – ακόμα - ολόκληρο τον ελληνικό λαό και όχι μόνο το σκληρό πυρήνα της «αστικής» τάξης, διοργανώνει ημερίδες αμιγώς νεοφιλελεύθερου περιεχομένου. Όπως η προγραμματισμένη για χθες ημερίδα του Ιδρύματος της Βουλής με θέμα «Η Πολιτική Οικονομία της Ευρωζώνης».
Ο Τσίπρας με επιστολή του ενημερώνει τον Πρόεδρο της Βουλής ότι αρνείται την πρόσκληση σε μια εκδήλωση όπου «καλείται να μιλήσει ο Γενικός Διευθυντής του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, αλλά ουδείς από το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ», ενώ, «μεταξύ των πέντε συνολικά ομιλητών, είναι ένας πρόεδρος και ένας οικονομικός σύμβουλος κερδοσκοπικών τραπεζών, που φέρουν τεράστια ευθύνη για τη κρίση που εξουθενώνει τον ελληνικό λαό».
Το ερώτημα βέβαια είναι γιατί να ξοδεύουν οι άνθρωποι χρόνο και - δικό μας – χρήμα σε μια ημερίδα που κανείς δεν θα πρέπει να πείσει κανέναν αφού όλοι είναι από την ίδια πλευρά του δρόμου; Από την άλλη, ακόμα και μια πιο «αναλογική» σύνθεση μιας θεσμικής εκδήλωσης θα την νομιμοποιούσε στη συνείδηση ενός αριστερού πολιτικού ή μήπως θα αποτελούσε απλώς επίφαση πολυφωνίας, σε μια στιγμή όπου η κυβέρνηση έχει ρίξει τίτλους τέλους στο έργο που λέγεται «πολιτισμένος διάλογος». Πολλώ δε μάλλον που έχει ανοίξει πυρ απέναντι στην κοινωνία η οποία έχει ήδη μετατραπεί σε πεδίο μάχης και αγώνων και κάθε μέρα στήνει καινούρια οδοφράγματα...
Πηγή
Ίσως και να είναι πλέον κοινοτυπία να επισημάνει κανείς ότι ο «διάλογος» στον οποίο προσκαλεί κάθε φορά η κυβέρνηση όλους όσοι θίγονται από τα αλλεπάλληλα νομοσχέδια ιδιωτικοποίησης των δημόσιων αγαθών είναι κάργα «επικοινωνιακός», «προσχηματικός», «βιτρίνα», «εμπαιγμός», «ανύπαρκτος», όπως θέλετε πείτε τον. Για τους περισσότερους ο μύθος του «διαλόγου» έχει διαλυθεί πλέον, μετά και τα τελευταία καραγκιοζιλίκια της κυβέρνησης.
«Διάλογος» πριν τα νομοσχέδια, «διάλογος» μετά την ψηφισή τους, «διάλογος» εν όψει της εφαρμογής τους, «διάλογος» στα κανάλια, «διάλογος» πριν την επόμενη δόση και το Μνημόνιο Νο45. «Διάλογος» από δω, «διάλογος» από εκεί, «διάλογος» παραπέρα...Και δεν ξεχνά η κυβέρνηση να μας θυμίζει ότι δεν κάνει διάλογο ό,τι κι ό,τι αλλά πέρα για πέρα «δημοκρατικό» (τι να κάνει, πλεονάζει στην προσπάθεια να διαλύσει την υποψία εκβιασμού, στον οποίο έχει πατέντα): πώς λέμε όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος»; Τόσο διάλογος!
Πώς εξηγείται όμως το γεγονός ότι εδώ και μήνες που σέρνεται αυτός ο ατέρμονος «διάλογος», η κοινωνία έχει βρεθεί μπροστά σε δεκάδες τετελεσμένα, τα οποία απορρέουν από το βασικό τετελεσμένο, αυτό της εκποίησης ολόκληρης της χώρας, από τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα απάντων ημών των ιθαγενών έως το σύνολο της δημόσιας γης και περιουσίας;
Οι σχεδιασμοί που υλοποιεί η κυβέρνηση κι επί των οποίων υποτίθεται ότι κάνει «διάλογο» και διαβουλεύεται (άλλο που εδώ και ενάμισι χρόνο έχει καταλύσει τη σημασία λέξεων και εννοιών, όπως «διάλογος», «δημοκρατία», «κοινή λογική», «διαφάνεια», «διαφθορά», κ.λπ..) έχουν αποδειχτεί ξανά και ξανά προειλημμένες αποφάσεις, συνομολογημένες με ή επιβεβλημένες από την τρόικα. Άλλωστε φέρουν το ανεξίτηλο των υπογραφών της 3ης Μαϊου.
Και παρόλο που, «το πολύ το κυρ ελέησον το βαριέται και ο παπάς» είναι απορίας άξιον πως οι «κύριοι» και «κυρίες» της κυβέρνησης δεν έχουν κουραστεί να πλασάρουν ως «διάλογο» τον αυταρχισμό τους και τον αταλάντευτο νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό τους. Ως «αταλάντευτος», προφανώς δεν επιδέχεται συμβιβασμών (άρα προς τι ο διάλογος;) και ο κόσμος το ‘χει βούκινο ότι ο κεϋνσιανισμός μας τελείωσε.
Η «ανταλλαγή απόψεων» είναι συνθήκη τελειωμένη εδώ και χρόνια και πλέον διεξάγεται ανοιχτά πόλεμος με επιτιθέμενο την κυβέρνηση και τα συμφέροντα που στηρίζει. Οι «διάλογοι» δεν είναι παρά τσάι και συμπάθεια μεταξύ ομοϊδεατών και σ’ αυτή την αντίληψη φαίνεται να έχει στρατευθεί και η ίδια η Βουλή η οποία, αν και υπό το παρόν Σύνταγμα εκπροσωπεί – ακόμα - ολόκληρο τον ελληνικό λαό και όχι μόνο το σκληρό πυρήνα της «αστικής» τάξης, διοργανώνει ημερίδες αμιγώς νεοφιλελεύθερου περιεχομένου. Όπως η προγραμματισμένη για χθες ημερίδα του Ιδρύματος της Βουλής με θέμα «Η Πολιτική Οικονομία της Ευρωζώνης».
Ο Τσίπρας με επιστολή του ενημερώνει τον Πρόεδρο της Βουλής ότι αρνείται την πρόσκληση σε μια εκδήλωση όπου «καλείται να μιλήσει ο Γενικός Διευθυντής του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, αλλά ουδείς από το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ», ενώ, «μεταξύ των πέντε συνολικά ομιλητών, είναι ένας πρόεδρος και ένας οικονομικός σύμβουλος κερδοσκοπικών τραπεζών, που φέρουν τεράστια ευθύνη για τη κρίση που εξουθενώνει τον ελληνικό λαό».
Το ερώτημα βέβαια είναι γιατί να ξοδεύουν οι άνθρωποι χρόνο και - δικό μας – χρήμα σε μια ημερίδα που κανείς δεν θα πρέπει να πείσει κανέναν αφού όλοι είναι από την ίδια πλευρά του δρόμου; Από την άλλη, ακόμα και μια πιο «αναλογική» σύνθεση μιας θεσμικής εκδήλωσης θα την νομιμοποιούσε στη συνείδηση ενός αριστερού πολιτικού ή μήπως θα αποτελούσε απλώς επίφαση πολυφωνίας, σε μια στιγμή όπου η κυβέρνηση έχει ρίξει τίτλους τέλους στο έργο που λέγεται «πολιτισμένος διάλογος». Πολλώ δε μάλλον που έχει ανοίξει πυρ απέναντι στην κοινωνία η οποία έχει ήδη μετατραπεί σε πεδίο μάχης και αγώνων και κάθε μέρα στήνει καινούρια οδοφράγματα...
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου