ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΣΑΠΗ*
Το ίδρυμα που καταγράφηκε στην ιστορία ως Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας αποτελούσε στην πραγματικότητα ένα πλήρες ερευνητικό, εκπαιδευτικό και μορφωτικό ίδρυμα, πρόδρομο των μετέπειτα πανεπιστημίων της μεσαιωνικής Δύσης, την πνευματική ανάπτυξης της οποίας επηρέασε καθοριστικά, διαμορφώνοντας ένα πρότυπο διανόησης βασισμένο στα γραπτά κείμενα. Η ίδρυση του από τον διάδοχο του Μ. Αλεξάνδρου, Πτολεμαίο Α’, τον 4ο αιώνα π.Χ., σηματοδότησε τη μετάβαση από τις ιδιωτικές και ιερατικές σχολές και βιβλιοθήκες, όπως η Ακαδημία του Πλάτωνα, το Λύκειο του Αριστοτέλη ή τα Αιγυπτιακά ιερά, ανοιχτά μόνο στους μαθητές και στους ιερείς, στα ερευνητικά ιδρύματα-μουσεία και στις βιβλιοθήκες, τα οποία αναπτύχθηκαν ως κέντρα έρευνας και διδασκαλίας, ανοιχτά στους επιστήμονες, στους φιλοσόφους και στους σπουδαστές τους. Η λειτουργία του ιδρύματος αυτού βασίστηκε σε μια κοινότητα ανθρώπων, την οποία συγκροτούσαν σημαντικοί επιστήμονες, φιλόσοφοι και φιλόλογοι με έδρα το Μουσείο και σε μια συλλογή κειμένων καταγραμμένων σε χιλιάδες παπύρους ταξινομημένους στη Βιβλιοθήκη. Το Μουσείο διέθετε εργαστήρια, αστεροσκοπείο, βοτανικό και ζωολογικό κήπο, όπως και κοιτώνες και εστία για όσους κατοικούσαν στο Μουσείο, οι οποίοι μισθοδοτούνταν από το δημόσιο ταμείο. Με αυτούς τους όρους αναπτύχθηκε για τρεις αιώνες ένα σημαντικό επιστημονικό και διδακτικό έργο καθιστώντας το Μουσείο και τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας κέντρο των επιστημών και των επιστημόνων της εποχής.
Το 641 μ.Χ. η περίφημη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας διαλύθηκε οριστικά από τους Άραβες κατακτητές της πόλης, αφού μετά από αιώνες ακμής οδηγήθηκε σταδιακά στην πλήρη παρακμή της από αντιδικίες ηγεμόνων, ατυχήματα, θρησκευτικούς φανατισμούς και ιστορικές αλλαγές, οι οποίες είχαν ως συνέπεια την βαθμιαία υποβάθμιση του πολιτικού, κοινωνικού και πολιτιστικού ρόλου της. Μια ιστορία, μάλιστα, αφηγείται ότι ο Άραβας Εμίρης της Αλεξάνδρειας ικανοποιώντας τις «ανάγκες της κοινωνίας» διέθεσε τους παπύρους της βιβλιοθήκης για καύσιμη ύλη στα δημόσια λουτρά της πόλης, με εξαίρεση τα έργα του Αριστοτέλη, τα οποία είχαν υψηλή ζήτηση στους Άραβες λογίους.
Το ίδρυμα που καταγράφηκε στην ιστορία ως Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας αποτελούσε στην πραγματικότητα ένα πλήρες ερευνητικό, εκπαιδευτικό και μορφωτικό ίδρυμα, πρόδρομο των μετέπειτα πανεπιστημίων της μεσαιωνικής Δύσης, την πνευματική ανάπτυξης της οποίας επηρέασε καθοριστικά, διαμορφώνοντας ένα πρότυπο διανόησης βασισμένο στα γραπτά κείμενα. Η ίδρυση του από τον διάδοχο του Μ. Αλεξάνδρου, Πτολεμαίο Α’, τον 4ο αιώνα π.Χ., σηματοδότησε τη μετάβαση από τις ιδιωτικές και ιερατικές σχολές και βιβλιοθήκες, όπως η Ακαδημία του Πλάτωνα, το Λύκειο του Αριστοτέλη ή τα Αιγυπτιακά ιερά, ανοιχτά μόνο στους μαθητές και στους ιερείς, στα ερευνητικά ιδρύματα-μουσεία και στις βιβλιοθήκες, τα οποία αναπτύχθηκαν ως κέντρα έρευνας και διδασκαλίας, ανοιχτά στους επιστήμονες, στους φιλοσόφους και στους σπουδαστές τους. Η λειτουργία του ιδρύματος αυτού βασίστηκε σε μια κοινότητα ανθρώπων, την οποία συγκροτούσαν σημαντικοί επιστήμονες, φιλόσοφοι και φιλόλογοι με έδρα το Μουσείο και σε μια συλλογή κειμένων καταγραμμένων σε χιλιάδες παπύρους ταξινομημένους στη Βιβλιοθήκη. Το Μουσείο διέθετε εργαστήρια, αστεροσκοπείο, βοτανικό και ζωολογικό κήπο, όπως και κοιτώνες και εστία για όσους κατοικούσαν στο Μουσείο, οι οποίοι μισθοδοτούνταν από το δημόσιο ταμείο. Με αυτούς τους όρους αναπτύχθηκε για τρεις αιώνες ένα σημαντικό επιστημονικό και διδακτικό έργο καθιστώντας το Μουσείο και τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας κέντρο των επιστημών και των επιστημόνων της εποχής.
Τα πρώτα προβλήματα στη λειτουργία αυτού του πνευματικού ιδρύματος δημιουργήθηκαν από τις αντιδικίες των διεκδικητών του θρόνου των Πτολεμαίων, κατά το τέλος του 3ου αιώνα, οπότε οι επικεφαλής του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης άλλαζαν κατά την επικράτηση του ενός ή του άλλου ηγεμόνα και αντίστοιχα διώκονταν οι υποστηρικτές τους επιστήμονες και φιλόσοφοι. Η παρακμή του, όμως, αρχίζει με την καταστροφή ενός μέρους της Βιβλιοθήκης από πυρκαγιά κατά την άλωση της Αλεξάνδρειας από τον Ιούλιο Καίσαρα, το 47 π.Χ. Έκτοτε το Μουσείο μεταλλάσσεται σε ένα απλό εκπαιδευτικό ίδρυμα, σημαντικά έργα της Βιβλιοθήκης μεταφέρονται στη Ρώμη, η οποία ως πολιτικό και διοικητικό κέντρο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας γίνεται και επίκεντρο της πνευματικής δραστηριότητας. Το 215 μ.Χ. ο Καρακάλλας παύει τη λειτουργία και δημεύει την περιουσία του Μουσείου, ενώ καταστρέφει κι αυτός ένα από τα εναπομείναντα τμήματα της Βιβλιοθήκης, σε μια επιχείρηση εκδίκησης των Αλεξανδρινών για την κριτική που ασκούσαν σε βάρος του. Ακολούθησαν οι Χριστιανοί, των οποίων ο θρησκευτικός φανατισμός δεν μπορούσε να ανεχθεί τη διαφορετικότητα της εκτός του δικού τους δόγματος σκέψης. Με την υποκίνηση του αρχιεπισκόπου Θεόφιλου εξαπολύεται το 391 μ.Χ. ένας διωγμός των αλλόθρησκων, θύμα του οποίου είναι και ό,τι έχει απομείνει από το πνευματικό ίδρυμα της Αλεξάνδρειας. Όσα χειρόγραφα διασώθηκαν βρέθηκαν σε βιβλιοθήκες μοναστηριών και ιδιωτικές συλλογές, όπως συνέβαινε και πριν την ίδρυση της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας.
Μετά από μερικούς αιώνες οι ηγεμόνες της Ευρώπης, συνειδητοποιώντας την αναγκαιότητα των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας, υποστηρίζουν την ίδρυση και λειτουργία πανεπιστημίων. Τα πρώτο στην Ευρώπη πανεπιστήμιο της Μπολόνια ουσιαστικά συνεχίζει, με άλλους βέβαια όρους και σε άλλο πλαίσιο, το έργο της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας και από αυτή την αφετηρία αναπτύσσεται ένας τύπος πνευματικού ιδρύματος στην Ευρώπη, στον οποίο εδραιώνεται η ευρωπαϊκή πνευματική ανάπτυξη. Στις μέρες μας, όμως, οι νεοφιλελεύθερες ηγεσίες της Ευρώπης αποφάσισαν τη μετάλλαξη αυτού του τύπου των ιδρυμάτων με κριτήρια τις επιταγές του πολιτικού τους δόγματος. Η εγχώρια πολιτική ηγεσία στην ίδια λογική νομοθέτησε μια παρόμοια απόφαση, αφού βέβαια την προσάρμοσε στις επαρχιακές της ιδιαιτερότητες και στις πολιτικές της ιδιοτέλειες.
Επειδή, όμως, οι δυσμενείς επιπτώσεις των αποφάσεων αυτών είναι ήδη ορατές στις χώρες που πρωτοπόρησαν στην εφαρμογή τους, ας ελπίσουμε ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες θα συνειδητοποιήσουν την αναγκαιότητα των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας και, πριν περάσουν πάλι κάποιοι αιώνες, θα απαιτήσουν την επανίδρυση των πανεπιστημίων, διεκδικώντας, εκτός από την ανάπτυξη της αγοράς, και την πνευματική τους επιβίωση.
* Ο Δ. Χασάπης διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου