Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Ελευθεροτυπία, 30/07/2011
Ο συνδικαλισμός είναι μια δραστηριότητα που αυτόματα ταυτίζουμε με τις διεκδικήσεις των εργαζομένων.
Αν όμως ο όρος σημαίνει την προάσπιση των συμφερόντων μιας διακριτής και οργανωμένης κοινωνικής ομάδας, τότε δεν βλέπω το λόγο γιατί να μην τον χρησιμοποίησουμε, έστω κατ’ αναλογία, και στην περίπτωση των τραπεζών και γενικότερα του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Το εν λόγω συνδικάτο (ή συντεχνία) δεν είναι κάτι καινούργιο. Τελευταία όμως, και ιδίως μετά την κρίση του 2008, έχει κάνει ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του. Κατ’ αρχάς, γιατί την προκάλεσε. Και, στη συνέχεια, γιατί αντιστέκεται λυσσαλέα σε οποιαδήποτε προσπάθεια να μπει τάξη στη λαβυρινθώδη λειτουργία του για να μην έχουμε πάλι τα ίδια. Π.χ. όποτε μια κυβέρνηση προσπαθεί να εφαρμόσει κάποια περιοριστικά μέτρα, όπως το διαχωρισμό ανάμεσα στη συνήθη λειτουργία μιας τράπεζας και το λεγόμενο επενδυτικό τμήμα της που έχει την τάση να δημιουργεί αφάνταστα περίπλοκους τίτλους, τους οποίους διάφορα ανά τον κόσμο καλόπαιδα πουλούν ο ένας στον άλλο για να εισπράττουν την προμήθεια, τότε όλος ο τομέας ξεσηκώνεται. Φυσικά οι εκπρόσωποί του δεν μοιάζουν με τους παραδοσιακούς συνδικαλιστές. Φοράνε κοστούμι, δεν κραυγάζουν και μιλούν πάντα με νούμερα (καταλλήλως επιλεγμένα). Στην πραγματικότητα, όμως, η στάση τους δεν διαφέρει σε τίποτα από εκείνη των συνδικαλιστών: πώς θα διατηρήσουν τα κεκτημένα και θα αυξήσουν τα οφέλη τους. Κι αυτό δεν αποτελεί μομφή, εφ’ όσον είναι ο δεδηλωμένος σκοπός κάθε ιδιωτικής επιχείρησης. Μέχρι τώρα, δεν ξέρω αν κερδίζουν το παιχνίδι, σίγουρα πάντως δεν το χάνουν.
Υπάρχει εξήγηση: οι πολιτικοί, που εξ επαγγέλματος είναι υποχρεωμένοι να μιλούν με όρους γενικού συμφέροντος και σήμερα όντως προσπαθούν να περιορίσουν την παντοδυναμία του χρηματοπιστωτικού τομέα, ήταν εκείνοι που απορρύθμισαν ή «άνοιξαν» το επάγγελμα (για να χρησιμοποιήσω μια επίκαιρη έννοια), καθιστώντας έτσι αφάνταστα δύσκολη, αν όχι αδύνατη, οποιαδήποτε έξωθεν παρέμβαση. Γιατί στην ελεύθερη και παγκοσμιοποιημένη αγορά, η κυκλοφορία του χρήματος είναι σαν την κυκλοφορία του αίματος στο σώμα. Ετσι και κολλήσει πεθαίνουμε. Αυτό είναι το όπλο που οι πολιτικοί ενεχείρισαν στους τραπεζίτες. Οι οποίοι, πριν ανακαλύψει η ελληνική Αριστερά την, μάλλον κούφια στη δική μας περίπτωση, απειλή: «μη μας ζορίζετε γιατί θα τα βροντήξουμε και θα υποφέρετε», άρχισαν να τη χρησιμοποιούν και μάλιστα πολύ αποτελεσματικά. Κανείς πολιτικός δεν φαίνεται διατεθειμένος να προκαλέσει μια παγκόσμια κρίση που θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα για όλους.
Αλλά όλοι μαζί; Εδώ ανοίγει μια χαραμάδα ελπίδας. Αν ενισχυθούν ορισμένες τάσεις που εκδηλώθηκαν δειλά στην πρόσφατη σύνοδο της ευρωζώνης (π.χ. η φορολογία των τραπεζών, η οποία όμως δεν πέρασε, ή ο φόρος Tobin), αν εμείς οι απλοί άνθρωποι θυμηθούμε κάποιες παλιομοδίτικες αρχές, όπως ότι το χρήμα και η κατανάλωση δεν είναι οι μοναδικές αξίες, αν αναζητήσουμε τη λύση μέσα σε σύνολα ευρύτερα από το μικρό τόπο μας, όπως κάνουν και εκείνοι με τις επενδύσεις τους, τότε κάτι μπορεί να γίνει.
Στην Ελλάδα τα πράγματα διαφέρουν, επειδή το πρόβλημα δεν το δημιούργησαν οι τράπεζες αλλά η καταλήστευση του δημόσιου χρήματος. Ετσι, μια από τις πιο σημαντικές πτυχές της τραγωδίας μας είναι ότι επικεφαλής στον αγώνα κατά του μεγάλου αρπακτικού έχουν τεθεί τα μικρά αρπακτικά, αυτοί που επί δεκαετίες έφαγαν όσα μπορούσαν και σήμερα έχουν το θράσος να λένε ότι η υπεράσπιση των προνομίων τους είναι ο υπέρτατος αγώνας υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης. Και, δυστυχώς, με τιμητική εξαίρεση τη Δημοκρατική Αριστερά, οι υπόλοιπες «δημοκρατικές δυνάμεις» τους χειροκροτούν.
Αν όμως ο όρος σημαίνει την προάσπιση των συμφερόντων μιας διακριτής και οργανωμένης κοινωνικής ομάδας, τότε δεν βλέπω το λόγο γιατί να μην τον χρησιμοποίησουμε, έστω κατ’ αναλογία, και στην περίπτωση των τραπεζών και γενικότερα του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Το εν λόγω συνδικάτο (ή συντεχνία) δεν είναι κάτι καινούργιο. Τελευταία όμως, και ιδίως μετά την κρίση του 2008, έχει κάνει ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του. Κατ’ αρχάς, γιατί την προκάλεσε. Και, στη συνέχεια, γιατί αντιστέκεται λυσσαλέα σε οποιαδήποτε προσπάθεια να μπει τάξη στη λαβυρινθώδη λειτουργία του για να μην έχουμε πάλι τα ίδια. Π.χ. όποτε μια κυβέρνηση προσπαθεί να εφαρμόσει κάποια περιοριστικά μέτρα, όπως το διαχωρισμό ανάμεσα στη συνήθη λειτουργία μιας τράπεζας και το λεγόμενο επενδυτικό τμήμα της που έχει την τάση να δημιουργεί αφάνταστα περίπλοκους τίτλους, τους οποίους διάφορα ανά τον κόσμο καλόπαιδα πουλούν ο ένας στον άλλο για να εισπράττουν την προμήθεια, τότε όλος ο τομέας ξεσηκώνεται. Φυσικά οι εκπρόσωποί του δεν μοιάζουν με τους παραδοσιακούς συνδικαλιστές. Φοράνε κοστούμι, δεν κραυγάζουν και μιλούν πάντα με νούμερα (καταλλήλως επιλεγμένα). Στην πραγματικότητα, όμως, η στάση τους δεν διαφέρει σε τίποτα από εκείνη των συνδικαλιστών: πώς θα διατηρήσουν τα κεκτημένα και θα αυξήσουν τα οφέλη τους. Κι αυτό δεν αποτελεί μομφή, εφ’ όσον είναι ο δεδηλωμένος σκοπός κάθε ιδιωτικής επιχείρησης. Μέχρι τώρα, δεν ξέρω αν κερδίζουν το παιχνίδι, σίγουρα πάντως δεν το χάνουν.
Υπάρχει εξήγηση: οι πολιτικοί, που εξ επαγγέλματος είναι υποχρεωμένοι να μιλούν με όρους γενικού συμφέροντος και σήμερα όντως προσπαθούν να περιορίσουν την παντοδυναμία του χρηματοπιστωτικού τομέα, ήταν εκείνοι που απορρύθμισαν ή «άνοιξαν» το επάγγελμα (για να χρησιμοποιήσω μια επίκαιρη έννοια), καθιστώντας έτσι αφάνταστα δύσκολη, αν όχι αδύνατη, οποιαδήποτε έξωθεν παρέμβαση. Γιατί στην ελεύθερη και παγκοσμιοποιημένη αγορά, η κυκλοφορία του χρήματος είναι σαν την κυκλοφορία του αίματος στο σώμα. Ετσι και κολλήσει πεθαίνουμε. Αυτό είναι το όπλο που οι πολιτικοί ενεχείρισαν στους τραπεζίτες. Οι οποίοι, πριν ανακαλύψει η ελληνική Αριστερά την, μάλλον κούφια στη δική μας περίπτωση, απειλή: «μη μας ζορίζετε γιατί θα τα βροντήξουμε και θα υποφέρετε», άρχισαν να τη χρησιμοποιούν και μάλιστα πολύ αποτελεσματικά. Κανείς πολιτικός δεν φαίνεται διατεθειμένος να προκαλέσει μια παγκόσμια κρίση που θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα για όλους.
Αλλά όλοι μαζί; Εδώ ανοίγει μια χαραμάδα ελπίδας. Αν ενισχυθούν ορισμένες τάσεις που εκδηλώθηκαν δειλά στην πρόσφατη σύνοδο της ευρωζώνης (π.χ. η φορολογία των τραπεζών, η οποία όμως δεν πέρασε, ή ο φόρος Tobin), αν εμείς οι απλοί άνθρωποι θυμηθούμε κάποιες παλιομοδίτικες αρχές, όπως ότι το χρήμα και η κατανάλωση δεν είναι οι μοναδικές αξίες, αν αναζητήσουμε τη λύση μέσα σε σύνολα ευρύτερα από το μικρό τόπο μας, όπως κάνουν και εκείνοι με τις επενδύσεις τους, τότε κάτι μπορεί να γίνει.
Στην Ελλάδα τα πράγματα διαφέρουν, επειδή το πρόβλημα δεν το δημιούργησαν οι τράπεζες αλλά η καταλήστευση του δημόσιου χρήματος. Ετσι, μια από τις πιο σημαντικές πτυχές της τραγωδίας μας είναι ότι επικεφαλής στον αγώνα κατά του μεγάλου αρπακτικού έχουν τεθεί τα μικρά αρπακτικά, αυτοί που επί δεκαετίες έφαγαν όσα μπορούσαν και σήμερα έχουν το θράσος να λένε ότι η υπεράσπιση των προνομίων τους είναι ο υπέρτατος αγώνας υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης. Και, δυστυχώς, με τιμητική εξαίρεση τη Δημοκρατική Αριστερά, οι υπόλοιπες «δημοκρατικές δυνάμεις» τους χειροκροτούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου