Αν κάτι δε λείπει απ’ αυτή τη χώρα που ζούμε, είναι σίγουρα οι σωτήρες. Αν κάποιος έχει, ακόμη, το κουράγιο να παρακολουθεί τα βραδινά δελτία ειδήσεων των τηλεοπτικών διαύλων, θα διαπιστώσει ότι αυτά ανταγωνίζονται στο ποιο θα παρουσιάσει τους περισσότερους, καλύτερους και δημοφιλέστερους σωτήρες του τόπου. Καθημερινά πραγματοποιείται μια παρέλαση σωτήρων, καθένας από τους οποίους έχει να προτείνει τη δική του μοναδική, απόλυτη και αδιαμφισβήτητη λύση σωτηρίας. Οι σωτήρες είναι διαφόρων κατηγοριών: σωτήρες της χώρας, σωτήρες του ποδοσφαίρου, σωτήρες της θρησκείας, σωτήρες της ιστορίας του γένους, σωτήρες της καρέτα – καρέτα και πάει λέγοντας. Οι σωτήρες όμως είναι αναλώσιμο προϊόν, αλλάζουν από βδομάδα σε βδομάδα, από σύνοδο κορυφής σε σύνοδο κορυφής, από Κυριακή σε Κυριακή, από παραλία σε παραλία. Είναι κάτι σαν πρωτάθλημα σωτηρίας, εξίσου όμως αμφιλεγόμενο, όπως και του ποδοσφαίρου.
Από την άλλη πλευρά του οδοφράγματος των σωτήρων βρίσκεται ότι απέμεινε από το γραφικό κίνημα των «αγανακτισμένων», οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι το θέρος, μετέφεραν την αγανάκτηση τους παρά θιν αλός, όπου, ανάμεσα σε μακροβούτια και τηγανητές κουτσομούρες, και με τη βοήθεια παγωμένου ούζου, επιδίδονται σε μαραθώνιους συζητήσεων περί της σωτηρίας του τόπου. Το περασμένο Σάββατο, μάλιστα, παρακολούθησα με προσοχή, μέσω της μετάδοσης της από το διαδίκτυο, τη «λαϊκή συνέλευση», όσων απέμειναν να «φυλάσσουν Θερμοπύλες» στην πλατεία Συντάγματος. Με έκπληξη μου διαπίστωσα πως όλοι οι αγορητές είχαν να προτείνουν θαυμαστές και μαγικές λύσεις, τις οποίες επί μακρόν ανέλυαν στο λιγοστό, μα πιστό, κοινό τους. Δεν έλλειπαν βέβαια και οι κατηγορίες κατά της δημοτικής αρχής που, επιτέλους, καθάρισε αυτή την «επαναστατική φαβιέλα» με την αισθητική του «καραγκιόζ μπερντέ», προάγγελο ενός άλλου (;) τρόπου ζωής.
Κάτι παρόμοιο κάνουν και οι «ακτιβιστές πολυτελείας» του διαδικτύου και των social media. Καθισμένοι αναπαυτικά στην ανατομική τους πολυθρόνα, μπροστά στην LСD οθόνη του υπολογιστή τους, γράφουν δεκάρικους λόγους, μνημεία φαιδρότητας και υποκρισίας, ενώ την ίδια στιγμή δε μπαίνουν καν στον κόπο να βγάλουν ένα σκεύος με νερό έξω από την πόρτα τους για να ξεδιψάσουν τα δύσμοιρα αδέσποτα ζώα, τώρα το καλοκαίρι. Δεν παραλείπουν να αναπαραγάγουν κάθε «είδηση», «φήμη» ή «θεωρία» που τους βολεύει, καταδικάζοντας κάθε άλλη άποψη, χωρίς να κουνήσουν το δαχτυλάκι τους για να βοηθήσουν έστω έναν (1) συνάνθρωπο τους. Η αφ υψηλού θεώρηση της ζωής, καλωδιωμένων ανθρώπων, που ζουν στην προστατευτική γυάλα του ψηφιακού τους μικρόκοσμου.
Όλοι οι παραπάνω ανήκουν στη μακρά καλβινιστική παράδοση της «κατοχής της μίας και απόλυτης αλήθειας», της διάκρισης των ανθρώπων ανάμεσα στους «καθαρούς» και τους «μιαρούς», ανάμεσα στους «δικούς μας» και τους άλλους» και, εν τέλει, ανάμεσα στο «Εγώ» και τον «Άλλον». Μια παράδοση ξένη ως προς τις παραδόσεις αυτού του τόπου, όπου εδώ και αιώνες καθιερώθηκε το σύστημα της κοινωνικής προστασίας και αλληλεγγύης, κάπου στα μέσα του Μεσαίωνα, στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με τα πτωχοκομεία, τα ορφανοτροφεία, τα νοσοκομεία και τα γηροκομεία.
Εκείνο που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση και από τους μεν και από του δε είναι η από καθέδρας αντιμετώπιση των προβλημάτων. Οι πρώτοι, οι αποκαλούμενοι και «καθεστωτικοί» θεωρούν πως μέσα από οικονομικά μοντέλα βασισμένα στα μαθηματικά, θα βρεθεί μαγικό τω τρόπω η λύση του προβλήματος. Οι δεύτεροι, οι αυτοαποκαλούμενοι «πατριώτες», «ανατρεπτικοί», «αιρετικοί», πιστεύουν ακράδαντα πως η λύση θα δοθεί μόνο μέσω των ριζικών αλλαγών του συστήματος και την έλευση του θαύματος της «κοινωνικής αλλαγής». Λόγια οι μεν, λόγια και οι δε. Κανείς τους όμως δε λέει τι θα γίνει μέχρι να συμβεί η «Αποκάλυψη» τους.
Οι άνθρωποι που έχουν ανάγκη πως θα ζήσουν για να δουν το «τέλος της ιστορίας», το τέρμα στο ταξίδι προς τη «Γη της Επαγγελίας»;
Στο μεταξύ, ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, αν δε ζουν πλέον στα όρια της εξαθλίωσης, βιώνουν την αυξανόμενη πίεση της κρίσης, στερούνται βασικών αγαθών, υποφέρουν. Τα λόγια και οι θεωρίες είναι καλές, μα την κατσαρόλα δεν τη γεμίζουν, ούτε προσφέρουν τον άρτο τον επιούσιο. Υπάρχουν οικογένειες ανέργων που χειμάζονται το φετινό καλοκαίρι. Υπάρχουν άνθρωποι που υποσιτίζονται. Υπάρχουν παιδιά με υποθηκευμένη την υγεία και το μέλλον τους. Υπάρχουν μετανάστες και πρόσφυγες που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Μια ολόκληρη κοινωνία, χτυπημένη από την κρίση, βρίσκεται στα πρόθυρα της διάλυσης, της εξαθλίωσης, της περιθωριοποίησης.
Οι σωτήρες όμως εξακολουθούν να αναλύουν τις περισπούδαστες προτάσεις διεξόδου από την κρίση. Αυτοί δεν ενδιαφέρονται για τον διπλανό, τον συμπολίτη, τον συνάνθρωπο. Θεωρούν πως δεν έχουν χρόνο να ασχοληθούν με αυτά τα τετριμμένα και μικρά. Αν, άλλωστε, υπάρχει, κάτι στο οποίο συμφωνούν και οι δύο αυτές ομάδες σωτήρων, είναι ότι η φροντίδα αυτών των ανθρώπων θα πρέπει να είναι μέλημα του κράτους. Συνεπώς, με βάση τη λογική τους, πρέπει να αλλάξει το κράτος για να δουν όλοι αυτοί μια άσπρη μέρα. Μέχρι τότε όμως;
Αυτάρεσκοι ναρκισσιστές, αλαζονικοί πολυλογάδες, αυτοαναφορικοί ιεροκήρυκες της μίας και μοναδικής αλήθειας, της δικής τους, ελάχιστα ενδιαφέρονται για τον πόνο και τη δυστυχία. Αναμένουν την άνωθεν, εξ αποκαλύψεως, σωτηρία και φροντίζουν να πιάσουν στασίδι στην επερχόμενη αλλαγή. Είναι, μάλιστα, τόσος βαθύς ο φανατισμός τους που λοιδορούν κάθε απόπειρα έμπρακτης αλληλεγγύης, χλευάζοντας τις αντίστοιχες πρωτοβουλίες, χαρακτηρίζοντας τες ως «μικροαστικές νευρώσεις». Ο τόπος, ο κόσμος, οι απλοί άνθρωποι έχουν πια βαρεθεί τα μεγάλα λόγια και την ανυπαρξία των έργων. Τους αντιμετωπίζουν, στην καλύτερη περίπτωση ως γραφικούς, στη χειρότερη ως επικίνδυνους δημοκόπους. Μια απλή ανάγνωση των δημοσκοπήσεων των τελευταίων μηνών πείθει και τον πλέον δύσπιστο για τα παραπάνω. Όλοι αυτοί οι άγγελοι, οι πρόδρομοι, οι απόστολοι και οι ιεροκήρυκες των «μεγάλων ιδεών», των «νέων μεγάλων αφηγήσεων», του «νέου Ευαγγελίου» και της «επερχόμενης κοινωνικής ανατροπής», δεν είναι τίποτα άλλο παρά τα απομεινάρια μιας κατεστημένης ιδεολογίας, της ιδεολογίας εκείνης όπου εδώ και χρόνια, η απουσία της ατομικής ευθύνης, καλύπτονταν είτε πίσω από τον φετιχισμό της «κοινωνικής συλλογικής δράσης», είτε πίσω από την άποψη που ήθελα το κράτος να είναι «πατέρας – αφέντης» και να φροντίζει για τα τέκνα του. Στη χειρότερη περίπτωση, θεωρούσαν πως η έμπρακτη αλληλεγγύη είναι δουλειά μόνο της Εκκλησίας.
Μέσα όμως από τον ερειπιώνα που αφήνει πίσω της η κρίση, απ’ όπου περνάει, ξεπηδάνε δειλά στην αρχή, πιο τολμηρά στη συνέχεια, μερικά αξιοπρόσεκτα μα και αξιοθαύμαστα κινήματα, θα τα έλεγε κανείς, έμπρακτης κοινωνικής αλληλεγγύης, δίχως φανφαρονισμούς, υψιπετείς διακηρύξεις και περισπούδαστες αναλύσεις.
Μικρές ομάδες ανθρώπων, συνειδητοποιώντας το μέγεθος του πόνου και της δυστυχίας, με απλές κινήσεις και πρωτοβουλίες, προσπαθούν να ανακουφίσουν τους συνανθρώπους τους. Όχι, ας μη βιαστούν ορισμένοι να μιλήσουν για την «επάρατο αστική φιλανθρωπία». Οι άνθρωποι αυτοί ούτε πλούσιοι είναι, ούτε φαντασμένοι. Είναι απλά συνειδητοποιημένοι. Ξέρουν πως στις δύσκολες εποχές, η κοινωνική αλληλεγγύη δεν είναι η διαδήλωση ή το συλλαλητήριο για την διευκόλυνση των κοτσυφιών στην περίοδο της αναπαραγωγής τους, σε κάποιο μακρινό δάσος ή λιβάδι, αλλά η μικρή, ανιδιοτελής συνεισφορά και βοήθεια, με όποια μέσα διαθέτει κανείς. Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, κάθε είδους βοήθεια, ακόμη και η πιο μικρή, προς τον συνάνθρωπο που δοκιμάζεται είναι όχι μόνο πολύτιμη, μα και ανυπέρβλητα ανατρεπτική.
Μέσα από το διαδίκτυο, μέσα από ομάδες των social media, μέσα από πρωτοβουλίες σε γειτονιές, άνθρωποι της διπλανής πόρτας, ιδρύουν «κοινωνικά παντοπωλεία», φτιάχνουν ομάδες συλλογής ρούχων και τροφίμων, ανταλλαγής οικιακών συσκευών και αντικειμένων, ομάδες ψυχολογικής υποστήριξης, ομάδες νέων ανθρώπων αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για τον καθαρισμό της πόλης, ενώ άλλοι, ιδρύουν σχολεία για τους μετανάστες, σε μια προσπάθεια ομαλής ένταξης τους στην ελληνική κοινωνία. Άνθρωποι διαφόρων ειδικοτήτων προσφέρουν αφιλοκερδώς, με σεμνότητα, τις υπηρεσίες τους σ’ εκείνους που τις έχουν ανάγκη, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Και όλα αυτά έξω και μακριά από τις υφιστάμενες δομές «κοινωνικής πρόνοιας», οι οποίες, όπως αποδεικνύεται, καθημερινά έχουν διαβρωθεί από τη διαφθορά και τη συναλλαγή.
Η προηγούμενη λογική της ατομικής ευμάρειας, με κάθε κόστος, του απομονωτισμού και της εχθρότητας απέναντι στο διπλανό, έχει υποστεί τις πρώτες ρωγμές. Η ιδεολογία της ατομοκεντρικής και δάνειας υπεροψίας, μετά την κατάρρευση της συλλογικής αυταπάτης, αντικαθίσταται, δειλά – δειλά, από την στάση ζωής που υπαγορεύεται από την έμπρακτη αλληλεγγύη. Στην αναδυόμενη εποχή της λιτής ευτυχίας θα πρωταγωνιστήσουν οι αριστοκράτες της ψυχής, οι ευπατρίδες της προσφοράς και της αλληλεγγύης, εκείνοι που δε θα διστάσουν να μοιράζονται και να δίνονται. Οι υπόλοιποι, απλά θα σκεπαστούν από τη σκόνη του αδυσώπητου χρόνου και της φθοράς.
Ουσιαστικά, πρόκειται, για πραγματικές επαναστατικές αλλαγές που συντελούνται τόσο στο επίπεδο της ατομικής, όσο και στο επίπεδο της συλλογικής συμπεριφοράς. Τα πρώτα δείγματα αυτής της συμπεριφοράς είναι ενθαρρυντικά. Χρειάζεται χρόνος για να ριζώσουν στο κοινωνικό γίγνεσθαι, για να ανθίσουν και να καρπίσουν. Η αρχή έγινε και αυτό είναι το πιο σημαντικό.
Περιηγηθείτε στο διαδίκτυο, δείτε ποιες ομάδες υπάρχουν, βοηθήστε το έργο τους, συνεισφέρετε κι εσείς με πράξεις και όχι με λόγια, στην αλλαγή των νοοτροπιών. Προσφέρετε τις γνώσεις σας, λίγο από το χρόνο σας, ακόμη και η παραμικρή βοήθεια είναι, σήμερα, πολύτιμη. Συμβάλλετε στην οικοδόμηση ενός άλλου τρόπου ζωής, μακριά από ιδιοτέλειες, ιδεολογικές αγκυλώσεις και μεγάλα λόγια. Ποιος ξέρει, ίσως κάποτε βρεθείτε κι εσείς στην ανάγκη.
Πηγή : www.mediasoup.gr
(Πηγή φωτογραφίας: Eurokinissi)
Από την άλλη πλευρά του οδοφράγματος των σωτήρων βρίσκεται ότι απέμεινε από το γραφικό κίνημα των «αγανακτισμένων», οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι το θέρος, μετέφεραν την αγανάκτηση τους παρά θιν αλός, όπου, ανάμεσα σε μακροβούτια και τηγανητές κουτσομούρες, και με τη βοήθεια παγωμένου ούζου, επιδίδονται σε μαραθώνιους συζητήσεων περί της σωτηρίας του τόπου. Το περασμένο Σάββατο, μάλιστα, παρακολούθησα με προσοχή, μέσω της μετάδοσης της από το διαδίκτυο, τη «λαϊκή συνέλευση», όσων απέμειναν να «φυλάσσουν Θερμοπύλες» στην πλατεία Συντάγματος. Με έκπληξη μου διαπίστωσα πως όλοι οι αγορητές είχαν να προτείνουν θαυμαστές και μαγικές λύσεις, τις οποίες επί μακρόν ανέλυαν στο λιγοστό, μα πιστό, κοινό τους. Δεν έλλειπαν βέβαια και οι κατηγορίες κατά της δημοτικής αρχής που, επιτέλους, καθάρισε αυτή την «επαναστατική φαβιέλα» με την αισθητική του «καραγκιόζ μπερντέ», προάγγελο ενός άλλου (;) τρόπου ζωής.
Κάτι παρόμοιο κάνουν και οι «ακτιβιστές πολυτελείας» του διαδικτύου και των social media. Καθισμένοι αναπαυτικά στην ανατομική τους πολυθρόνα, μπροστά στην LСD οθόνη του υπολογιστή τους, γράφουν δεκάρικους λόγους, μνημεία φαιδρότητας και υποκρισίας, ενώ την ίδια στιγμή δε μπαίνουν καν στον κόπο να βγάλουν ένα σκεύος με νερό έξω από την πόρτα τους για να ξεδιψάσουν τα δύσμοιρα αδέσποτα ζώα, τώρα το καλοκαίρι. Δεν παραλείπουν να αναπαραγάγουν κάθε «είδηση», «φήμη» ή «θεωρία» που τους βολεύει, καταδικάζοντας κάθε άλλη άποψη, χωρίς να κουνήσουν το δαχτυλάκι τους για να βοηθήσουν έστω έναν (1) συνάνθρωπο τους. Η αφ υψηλού θεώρηση της ζωής, καλωδιωμένων ανθρώπων, που ζουν στην προστατευτική γυάλα του ψηφιακού τους μικρόκοσμου.
Όλοι οι παραπάνω ανήκουν στη μακρά καλβινιστική παράδοση της «κατοχής της μίας και απόλυτης αλήθειας», της διάκρισης των ανθρώπων ανάμεσα στους «καθαρούς» και τους «μιαρούς», ανάμεσα στους «δικούς μας» και τους άλλους» και, εν τέλει, ανάμεσα στο «Εγώ» και τον «Άλλον». Μια παράδοση ξένη ως προς τις παραδόσεις αυτού του τόπου, όπου εδώ και αιώνες καθιερώθηκε το σύστημα της κοινωνικής προστασίας και αλληλεγγύης, κάπου στα μέσα του Μεσαίωνα, στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με τα πτωχοκομεία, τα ορφανοτροφεία, τα νοσοκομεία και τα γηροκομεία.
Εκείνο που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση και από τους μεν και από του δε είναι η από καθέδρας αντιμετώπιση των προβλημάτων. Οι πρώτοι, οι αποκαλούμενοι και «καθεστωτικοί» θεωρούν πως μέσα από οικονομικά μοντέλα βασισμένα στα μαθηματικά, θα βρεθεί μαγικό τω τρόπω η λύση του προβλήματος. Οι δεύτεροι, οι αυτοαποκαλούμενοι «πατριώτες», «ανατρεπτικοί», «αιρετικοί», πιστεύουν ακράδαντα πως η λύση θα δοθεί μόνο μέσω των ριζικών αλλαγών του συστήματος και την έλευση του θαύματος της «κοινωνικής αλλαγής». Λόγια οι μεν, λόγια και οι δε. Κανείς τους όμως δε λέει τι θα γίνει μέχρι να συμβεί η «Αποκάλυψη» τους.
Οι άνθρωποι που έχουν ανάγκη πως θα ζήσουν για να δουν το «τέλος της ιστορίας», το τέρμα στο ταξίδι προς τη «Γη της Επαγγελίας»;
Στο μεταξύ, ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, αν δε ζουν πλέον στα όρια της εξαθλίωσης, βιώνουν την αυξανόμενη πίεση της κρίσης, στερούνται βασικών αγαθών, υποφέρουν. Τα λόγια και οι θεωρίες είναι καλές, μα την κατσαρόλα δεν τη γεμίζουν, ούτε προσφέρουν τον άρτο τον επιούσιο. Υπάρχουν οικογένειες ανέργων που χειμάζονται το φετινό καλοκαίρι. Υπάρχουν άνθρωποι που υποσιτίζονται. Υπάρχουν παιδιά με υποθηκευμένη την υγεία και το μέλλον τους. Υπάρχουν μετανάστες και πρόσφυγες που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Μια ολόκληρη κοινωνία, χτυπημένη από την κρίση, βρίσκεται στα πρόθυρα της διάλυσης, της εξαθλίωσης, της περιθωριοποίησης.
Οι σωτήρες όμως εξακολουθούν να αναλύουν τις περισπούδαστες προτάσεις διεξόδου από την κρίση. Αυτοί δεν ενδιαφέρονται για τον διπλανό, τον συμπολίτη, τον συνάνθρωπο. Θεωρούν πως δεν έχουν χρόνο να ασχοληθούν με αυτά τα τετριμμένα και μικρά. Αν, άλλωστε, υπάρχει, κάτι στο οποίο συμφωνούν και οι δύο αυτές ομάδες σωτήρων, είναι ότι η φροντίδα αυτών των ανθρώπων θα πρέπει να είναι μέλημα του κράτους. Συνεπώς, με βάση τη λογική τους, πρέπει να αλλάξει το κράτος για να δουν όλοι αυτοί μια άσπρη μέρα. Μέχρι τότε όμως;
Αυτάρεσκοι ναρκισσιστές, αλαζονικοί πολυλογάδες, αυτοαναφορικοί ιεροκήρυκες της μίας και μοναδικής αλήθειας, της δικής τους, ελάχιστα ενδιαφέρονται για τον πόνο και τη δυστυχία. Αναμένουν την άνωθεν, εξ αποκαλύψεως, σωτηρία και φροντίζουν να πιάσουν στασίδι στην επερχόμενη αλλαγή. Είναι, μάλιστα, τόσος βαθύς ο φανατισμός τους που λοιδορούν κάθε απόπειρα έμπρακτης αλληλεγγύης, χλευάζοντας τις αντίστοιχες πρωτοβουλίες, χαρακτηρίζοντας τες ως «μικροαστικές νευρώσεις». Ο τόπος, ο κόσμος, οι απλοί άνθρωποι έχουν πια βαρεθεί τα μεγάλα λόγια και την ανυπαρξία των έργων. Τους αντιμετωπίζουν, στην καλύτερη περίπτωση ως γραφικούς, στη χειρότερη ως επικίνδυνους δημοκόπους. Μια απλή ανάγνωση των δημοσκοπήσεων των τελευταίων μηνών πείθει και τον πλέον δύσπιστο για τα παραπάνω. Όλοι αυτοί οι άγγελοι, οι πρόδρομοι, οι απόστολοι και οι ιεροκήρυκες των «μεγάλων ιδεών», των «νέων μεγάλων αφηγήσεων», του «νέου Ευαγγελίου» και της «επερχόμενης κοινωνικής ανατροπής», δεν είναι τίποτα άλλο παρά τα απομεινάρια μιας κατεστημένης ιδεολογίας, της ιδεολογίας εκείνης όπου εδώ και χρόνια, η απουσία της ατομικής ευθύνης, καλύπτονταν είτε πίσω από τον φετιχισμό της «κοινωνικής συλλογικής δράσης», είτε πίσω από την άποψη που ήθελα το κράτος να είναι «πατέρας – αφέντης» και να φροντίζει για τα τέκνα του. Στη χειρότερη περίπτωση, θεωρούσαν πως η έμπρακτη αλληλεγγύη είναι δουλειά μόνο της Εκκλησίας.
Μέσα όμως από τον ερειπιώνα που αφήνει πίσω της η κρίση, απ’ όπου περνάει, ξεπηδάνε δειλά στην αρχή, πιο τολμηρά στη συνέχεια, μερικά αξιοπρόσεκτα μα και αξιοθαύμαστα κινήματα, θα τα έλεγε κανείς, έμπρακτης κοινωνικής αλληλεγγύης, δίχως φανφαρονισμούς, υψιπετείς διακηρύξεις και περισπούδαστες αναλύσεις.
Μικρές ομάδες ανθρώπων, συνειδητοποιώντας το μέγεθος του πόνου και της δυστυχίας, με απλές κινήσεις και πρωτοβουλίες, προσπαθούν να ανακουφίσουν τους συνανθρώπους τους. Όχι, ας μη βιαστούν ορισμένοι να μιλήσουν για την «επάρατο αστική φιλανθρωπία». Οι άνθρωποι αυτοί ούτε πλούσιοι είναι, ούτε φαντασμένοι. Είναι απλά συνειδητοποιημένοι. Ξέρουν πως στις δύσκολες εποχές, η κοινωνική αλληλεγγύη δεν είναι η διαδήλωση ή το συλλαλητήριο για την διευκόλυνση των κοτσυφιών στην περίοδο της αναπαραγωγής τους, σε κάποιο μακρινό δάσος ή λιβάδι, αλλά η μικρή, ανιδιοτελής συνεισφορά και βοήθεια, με όποια μέσα διαθέτει κανείς. Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, κάθε είδους βοήθεια, ακόμη και η πιο μικρή, προς τον συνάνθρωπο που δοκιμάζεται είναι όχι μόνο πολύτιμη, μα και ανυπέρβλητα ανατρεπτική.
Μέσα από το διαδίκτυο, μέσα από ομάδες των social media, μέσα από πρωτοβουλίες σε γειτονιές, άνθρωποι της διπλανής πόρτας, ιδρύουν «κοινωνικά παντοπωλεία», φτιάχνουν ομάδες συλλογής ρούχων και τροφίμων, ανταλλαγής οικιακών συσκευών και αντικειμένων, ομάδες ψυχολογικής υποστήριξης, ομάδες νέων ανθρώπων αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για τον καθαρισμό της πόλης, ενώ άλλοι, ιδρύουν σχολεία για τους μετανάστες, σε μια προσπάθεια ομαλής ένταξης τους στην ελληνική κοινωνία. Άνθρωποι διαφόρων ειδικοτήτων προσφέρουν αφιλοκερδώς, με σεμνότητα, τις υπηρεσίες τους σ’ εκείνους που τις έχουν ανάγκη, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Και όλα αυτά έξω και μακριά από τις υφιστάμενες δομές «κοινωνικής πρόνοιας», οι οποίες, όπως αποδεικνύεται, καθημερινά έχουν διαβρωθεί από τη διαφθορά και τη συναλλαγή.
Η προηγούμενη λογική της ατομικής ευμάρειας, με κάθε κόστος, του απομονωτισμού και της εχθρότητας απέναντι στο διπλανό, έχει υποστεί τις πρώτες ρωγμές. Η ιδεολογία της ατομοκεντρικής και δάνειας υπεροψίας, μετά την κατάρρευση της συλλογικής αυταπάτης, αντικαθίσταται, δειλά – δειλά, από την στάση ζωής που υπαγορεύεται από την έμπρακτη αλληλεγγύη. Στην αναδυόμενη εποχή της λιτής ευτυχίας θα πρωταγωνιστήσουν οι αριστοκράτες της ψυχής, οι ευπατρίδες της προσφοράς και της αλληλεγγύης, εκείνοι που δε θα διστάσουν να μοιράζονται και να δίνονται. Οι υπόλοιποι, απλά θα σκεπαστούν από τη σκόνη του αδυσώπητου χρόνου και της φθοράς.
Ουσιαστικά, πρόκειται, για πραγματικές επαναστατικές αλλαγές που συντελούνται τόσο στο επίπεδο της ατομικής, όσο και στο επίπεδο της συλλογικής συμπεριφοράς. Τα πρώτα δείγματα αυτής της συμπεριφοράς είναι ενθαρρυντικά. Χρειάζεται χρόνος για να ριζώσουν στο κοινωνικό γίγνεσθαι, για να ανθίσουν και να καρπίσουν. Η αρχή έγινε και αυτό είναι το πιο σημαντικό.
Περιηγηθείτε στο διαδίκτυο, δείτε ποιες ομάδες υπάρχουν, βοηθήστε το έργο τους, συνεισφέρετε κι εσείς με πράξεις και όχι με λόγια, στην αλλαγή των νοοτροπιών. Προσφέρετε τις γνώσεις σας, λίγο από το χρόνο σας, ακόμη και η παραμικρή βοήθεια είναι, σήμερα, πολύτιμη. Συμβάλλετε στην οικοδόμηση ενός άλλου τρόπου ζωής, μακριά από ιδιοτέλειες, ιδεολογικές αγκυλώσεις και μεγάλα λόγια. Ποιος ξέρει, ίσως κάποτε βρεθείτε κι εσείς στην ανάγκη.
Πηγή : www.mediasoup.gr
(Πηγή φωτογραφίας: Eurokinissi)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου