Της ΕΛΠΙΔΑΣ ΒΟΓΛΗ *
Από τα τέλη του 18ου αιώνα Ευρωπαίοι στοχαστές και διανοούμενοι είχαν αρχίσει να συνειδητοποιούν πόσο σημαντική μπορούσε να αποδειχθεί για την ενότητα και την πατριωτική προσήλωση ενός λαού η τέλεση μιας εθνικής εορτής γύρω από ένα μνημείο που θα μετέφερε στο παρόν ήρωες και ένδοξες στιγμές του εθνικού παρελθόντος.
Ηδη από το 1772 (στο δεύτερο διαμελισμό της Πολωνίας) ο Ζαν-Ζακ Ρουσό συνιστούσε στους Πολωνούς να θεσπίσουν μια εθνική εορτή για να εδράσουν στις «καρδιές» τους την πίστη για τις ικανότητες του έθνους τους. Και η Γαλλική Επανάσταση, ειδικά στην ιακωβινική της φάση, προσέφερε στα έθνη που επρόκειτο στο εξής να επιζητήσουν την ανεξαρτησία τους, πολύτιμα διδάγματα και για τη λειτουργική αξία των εθνικών συμβόλων και των διαμορφούμενων εθνικών μύθων στο πλαίσιο των εθνικών εορτών τους.
Τη διαπίστωση μάλιστα της σύγχρονης βιβλιογραφίας, ότι η καθιέρωση και η οργάνωση εθνικών εορτών αποτελεί πολιτική στρατηγική που επιτρέπει στις εκάστοτε ηγεσίες των κρατών να επιβάλουν μια νοητή «συνέχεια» ανάμεσα στο εθνικό παρόν που οι ίδιες εκπροσωπούν και σε δεδομένο κομμάτι του ιστορικού παρελθόντος που οι ίδιες μπορούν να επιλέγουν, επιβεβαιώνει άριστα στον αρχόμενο 19ο αιώνα η περίπτωση των εθνικών γιορτών του αρτισύστατου ελληνικού βασιλείου.
Η 25η Ιανουαρίου
Η πρώτη προτεινόμενη ελληνική εορτή συνδέθηκε με την πολιτική του Κυβερνήτη. Απομονώνοντας από τις ένδοξες στιγμές του αγώνα την έξοδο του Μεσολογγίου, ο Ιωάννης Καποδίστριας επιθυμούσε να πείσει τους Ελληνες ότι η απόκτηση της πολιτικής ελευθερίας ήταν αποτέλεσμα της άδολης πατριωτικής αυτοθυσίας και ότι οι θυσίες ήταν απολύτως αναγκαίο να συνεχιστούν ως φόρος τιμής τώρα στους νεκρούς ήρωες του αγώνα.
Επειδή όμως η ανέγερση του ηρώου στο Μεσολόγγι, γύρω από το οποίο «η πατρίς» θα τελούσε κάθε έτος την εορτή της ανεξαρτησίας της δεν επετεύχθη μέχρι τη δολοφονία του, το συμβολικό οπλοστάσιο της ιδρυτικής εορτής της ανεξαρτησίας του έθνους μεταβιβάστηκε σχεδόν ανεπεξέργαστο στην Αντιβασιλεία.
Και αυτή επέλεξε τη μέρα και το γεγονός στο οποίο θα εδραζόταν ο ιδρυτικός μύθος της αρτισύστατης Ελλάδας, σύμφωνα με τις ανάγκες του καθεστώτος που εκπροσωπούσε: Ηταν η 25η Ιανουαρίου, η μέρα που ο ανήλικος Οθων αποβιβάστηκε, το 1833, στο Ναύπλιο και η μέρα που η πρώτη εντυπωσιακή συμμετοχή των Ελλήνων σε τελετές και παρελάσεις συνέδεε την ανεξάρτητη Ελλάδα με την εγκαθίδρυση της μοναρχίας.
Αντίθετα, η 25η Μαρτίου καθιερώθηκε ως εθνική γιορτή το 1838, λίγους μήνες μετά την απόφαση του Οθωνα να προβεί στην «εθνική και γενναία τω όντι πράξιν» που τον αναδείκνυε «μεγαλόψυχον και περί πολλού ποιούμενον τα συμφέροντα του έθνους του»: στην απόφαση δηλαδή να απομακρύνει τους Βαυαρούς συνεργάτες του από το υπουργικό συμβούλιο και να αναλάβει προσωπικά, συνεργαζόμενος στο εξής αποκλειστικά με Ελληνες, τη διοίκηση του βασιλείου του.
Ετσι, η κατάλυση της «βαυαροκρατίας» συνδυάστηκε με την πανηγυρική αποκατάσταση στη συλλογική μνήμη των ισχυρών συμβόλων της Επανάστασης του 1821. Και η επιλογή της μέρας ήταν μια άριστη συμβολική «επένδυση», εφόσον αναχαίτιζε τις προσπάθειες δεδομένων ελληνικών κύκλων να συνδέσουν τον αγώνα τους για την ελευθερία με τη συνταγματική κατοχύρωσή της, την οποία απέρριπτε σθεναρά ο βασιλιάς· και επίσης διότι η 25η Μαρτίου, κατά τις εκτιμήσεις της εποχής, «και θρησκευτικώς θεωρουμένη συνδέεται με τον θείον Ευαγγελισμόν τον προμηνύσαντα την γέννηση του Σωτήρος του κόσμου, του Θεανθρώπου Ιησού, ως να ήτο Θεόθεν προωρισμένον να ευαγγελισθή αυθημερόν και ο Ελλην την αναγέννησιν της πατρίδος του».
Ο ελληνικός ιδρυτικός μύθος, λοιπόν, που μέχρι την έξωση του Οθωνα ήταν δυνατό να εορτάζεται δύο φορές το χρόνο (την 25η Ιανουαρίου και την 25η Μαρτίου -και από το 1844 και τρίτη φορά, την 3η Σεπτεμβρίου) συνδύαζε άριστα την ιστορική ενότητα του ορθόδοξου έθνους, τη συλλογική κινητοποίηση για την απόκτηση της ελευθερίας το 1821, και φυσικά τη δυναμική της μοναρχίας ως συνιστώσες του εθνικού παρελθόντος.
Η ενίσχυση των εθνικών εορτών και της συλλογικής μνήμης με μύθους δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι μύθοι αρκούν για να δημιουργήσουν έθνη ούτε ότι λειτουργούν αποτελεσματικά για να εμπνεύσουν θαυμασμό και εθνική άμιλλα, αν βασίζονται σε μη επαληθεύσιμες πραγματικότητες του ιστορικού παρελθόντος.
Αντίθετα οι μύθοι προσφέρουν στις εκάστοτε πολιτικές ελίτ των εθνικών κρατών μια γέφυρα για την «επιστροφή» τους στο «βασίλειο» του παρελθόντος, στο οποίο μπορούν να αναζητούν τις ένδοξες στιγμές και τη «χρυσή εποχή», κατά τον Anthony Smith, την οποία θα αναδείξουν σε πηγή έμπνευσης του έθνους εν όψει νέων προκλήσεων και πολιτικών αναγκών.
Ετσι, η μέρα της κατάληψης της Βαστίλης στη Γαλλία κατέστη ιστορική ημέρα το 1880 στο πλαίσιο της στρατηγικής της τότε μετριοπαθούς ρεπουμπλικανικής μπουρζουαζίας να απομακρύνει την απειλή των πολιτικών εχθρών της Αριστεράς.
Φαντασιακό στοιχείο
Φυσικά, το «φαντασιακό» στοιχείο του μύθου δεν ήταν το γεγονός της κατάληψης αλλά η ερμηνεία της, που προσαρμοζόταν στις απαιτήσεις της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας: και η οποία ήθελε τα σύμβολα του 1789, τις αναφορές στην ελευθερία, την ισότητα και την αδελφότητα να κατοχυρώνουν την υποτιθέμενη ενότητα που απέρρεε από τη συμμετοχή στο γαλλικό έθνος.
Παρομοίως ο φαντασιακός ιστός της μνήμης του γαλλοπρωσικού πόλεμου, που αναδείχθηκε σε εθνική γερμανική γιορτή κατά την 25η επέτειό του, εδραζόταν στην επιδιωκόμενη απόδειξη της αδιάσειστης ενότητας του γερμανικού έθνους διά της προβολής της συλλογικής συμμετοχής των Γερμανών στην εμπειρία της ενοποίησής τους.
Την ίδια λειτουργία επιτελούν και οι μύθοι που συνοδεύουν την ελληνική εθνική επέτειο και οι οποίοι επίσης στοχεύουν στην απόδειξη της ακατάλυτης ενότητας του έθνους, παρουσιάζοντας τους Ελληνες του 1821 να εξεγείρονται εν σώματι την 25η Μαρτίου με τις ευλογίες της Εκκλησίας (και όχι τυχαία τη μέρα του Ευαγγελισμού) κατά της τυραννικής εξουσίας του Οθωμανού σουλτάνου επιζητώντας, όχι μόνο την ανεξαρτησία από την κυριαρχία του, αλλά και τη σύσταση δημοκρατικής πολιτείας.
*Λέκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Πηγή
Από τα τέλη του 18ου αιώνα Ευρωπαίοι στοχαστές και διανοούμενοι είχαν αρχίσει να συνειδητοποιούν πόσο σημαντική μπορούσε να αποδειχθεί για την ενότητα και την πατριωτική προσήλωση ενός λαού η τέλεση μιας εθνικής εορτής γύρω από ένα μνημείο που θα μετέφερε στο παρόν ήρωες και ένδοξες στιγμές του εθνικού παρελθόντος.
Ηδη από το 1772 (στο δεύτερο διαμελισμό της Πολωνίας) ο Ζαν-Ζακ Ρουσό συνιστούσε στους Πολωνούς να θεσπίσουν μια εθνική εορτή για να εδράσουν στις «καρδιές» τους την πίστη για τις ικανότητες του έθνους τους. Και η Γαλλική Επανάσταση, ειδικά στην ιακωβινική της φάση, προσέφερε στα έθνη που επρόκειτο στο εξής να επιζητήσουν την ανεξαρτησία τους, πολύτιμα διδάγματα και για τη λειτουργική αξία των εθνικών συμβόλων και των διαμορφούμενων εθνικών μύθων στο πλαίσιο των εθνικών εορτών τους.
Τη διαπίστωση μάλιστα της σύγχρονης βιβλιογραφίας, ότι η καθιέρωση και η οργάνωση εθνικών εορτών αποτελεί πολιτική στρατηγική που επιτρέπει στις εκάστοτε ηγεσίες των κρατών να επιβάλουν μια νοητή «συνέχεια» ανάμεσα στο εθνικό παρόν που οι ίδιες εκπροσωπούν και σε δεδομένο κομμάτι του ιστορικού παρελθόντος που οι ίδιες μπορούν να επιλέγουν, επιβεβαιώνει άριστα στον αρχόμενο 19ο αιώνα η περίπτωση των εθνικών γιορτών του αρτισύστατου ελληνικού βασιλείου.
Η 25η Ιανουαρίου
Η πρώτη προτεινόμενη ελληνική εορτή συνδέθηκε με την πολιτική του Κυβερνήτη. Απομονώνοντας από τις ένδοξες στιγμές του αγώνα την έξοδο του Μεσολογγίου, ο Ιωάννης Καποδίστριας επιθυμούσε να πείσει τους Ελληνες ότι η απόκτηση της πολιτικής ελευθερίας ήταν αποτέλεσμα της άδολης πατριωτικής αυτοθυσίας και ότι οι θυσίες ήταν απολύτως αναγκαίο να συνεχιστούν ως φόρος τιμής τώρα στους νεκρούς ήρωες του αγώνα.
Επειδή όμως η ανέγερση του ηρώου στο Μεσολόγγι, γύρω από το οποίο «η πατρίς» θα τελούσε κάθε έτος την εορτή της ανεξαρτησίας της δεν επετεύχθη μέχρι τη δολοφονία του, το συμβολικό οπλοστάσιο της ιδρυτικής εορτής της ανεξαρτησίας του έθνους μεταβιβάστηκε σχεδόν ανεπεξέργαστο στην Αντιβασιλεία.
Και αυτή επέλεξε τη μέρα και το γεγονός στο οποίο θα εδραζόταν ο ιδρυτικός μύθος της αρτισύστατης Ελλάδας, σύμφωνα με τις ανάγκες του καθεστώτος που εκπροσωπούσε: Ηταν η 25η Ιανουαρίου, η μέρα που ο ανήλικος Οθων αποβιβάστηκε, το 1833, στο Ναύπλιο και η μέρα που η πρώτη εντυπωσιακή συμμετοχή των Ελλήνων σε τελετές και παρελάσεις συνέδεε την ανεξάρτητη Ελλάδα με την εγκαθίδρυση της μοναρχίας.
Αντίθετα, η 25η Μαρτίου καθιερώθηκε ως εθνική γιορτή το 1838, λίγους μήνες μετά την απόφαση του Οθωνα να προβεί στην «εθνική και γενναία τω όντι πράξιν» που τον αναδείκνυε «μεγαλόψυχον και περί πολλού ποιούμενον τα συμφέροντα του έθνους του»: στην απόφαση δηλαδή να απομακρύνει τους Βαυαρούς συνεργάτες του από το υπουργικό συμβούλιο και να αναλάβει προσωπικά, συνεργαζόμενος στο εξής αποκλειστικά με Ελληνες, τη διοίκηση του βασιλείου του.
Ετσι, η κατάλυση της «βαυαροκρατίας» συνδυάστηκε με την πανηγυρική αποκατάσταση στη συλλογική μνήμη των ισχυρών συμβόλων της Επανάστασης του 1821. Και η επιλογή της μέρας ήταν μια άριστη συμβολική «επένδυση», εφόσον αναχαίτιζε τις προσπάθειες δεδομένων ελληνικών κύκλων να συνδέσουν τον αγώνα τους για την ελευθερία με τη συνταγματική κατοχύρωσή της, την οποία απέρριπτε σθεναρά ο βασιλιάς· και επίσης διότι η 25η Μαρτίου, κατά τις εκτιμήσεις της εποχής, «και θρησκευτικώς θεωρουμένη συνδέεται με τον θείον Ευαγγελισμόν τον προμηνύσαντα την γέννηση του Σωτήρος του κόσμου, του Θεανθρώπου Ιησού, ως να ήτο Θεόθεν προωρισμένον να ευαγγελισθή αυθημερόν και ο Ελλην την αναγέννησιν της πατρίδος του».
Ο ελληνικός ιδρυτικός μύθος, λοιπόν, που μέχρι την έξωση του Οθωνα ήταν δυνατό να εορτάζεται δύο φορές το χρόνο (την 25η Ιανουαρίου και την 25η Μαρτίου -και από το 1844 και τρίτη φορά, την 3η Σεπτεμβρίου) συνδύαζε άριστα την ιστορική ενότητα του ορθόδοξου έθνους, τη συλλογική κινητοποίηση για την απόκτηση της ελευθερίας το 1821, και φυσικά τη δυναμική της μοναρχίας ως συνιστώσες του εθνικού παρελθόντος.
Η ενίσχυση των εθνικών εορτών και της συλλογικής μνήμης με μύθους δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι μύθοι αρκούν για να δημιουργήσουν έθνη ούτε ότι λειτουργούν αποτελεσματικά για να εμπνεύσουν θαυμασμό και εθνική άμιλλα, αν βασίζονται σε μη επαληθεύσιμες πραγματικότητες του ιστορικού παρελθόντος.
Αντίθετα οι μύθοι προσφέρουν στις εκάστοτε πολιτικές ελίτ των εθνικών κρατών μια γέφυρα για την «επιστροφή» τους στο «βασίλειο» του παρελθόντος, στο οποίο μπορούν να αναζητούν τις ένδοξες στιγμές και τη «χρυσή εποχή», κατά τον Anthony Smith, την οποία θα αναδείξουν σε πηγή έμπνευσης του έθνους εν όψει νέων προκλήσεων και πολιτικών αναγκών.
Ετσι, η μέρα της κατάληψης της Βαστίλης στη Γαλλία κατέστη ιστορική ημέρα το 1880 στο πλαίσιο της στρατηγικής της τότε μετριοπαθούς ρεπουμπλικανικής μπουρζουαζίας να απομακρύνει την απειλή των πολιτικών εχθρών της Αριστεράς.
Φαντασιακό στοιχείο
Φυσικά, το «φαντασιακό» στοιχείο του μύθου δεν ήταν το γεγονός της κατάληψης αλλά η ερμηνεία της, που προσαρμοζόταν στις απαιτήσεις της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας: και η οποία ήθελε τα σύμβολα του 1789, τις αναφορές στην ελευθερία, την ισότητα και την αδελφότητα να κατοχυρώνουν την υποτιθέμενη ενότητα που απέρρεε από τη συμμετοχή στο γαλλικό έθνος.
Παρομοίως ο φαντασιακός ιστός της μνήμης του γαλλοπρωσικού πόλεμου, που αναδείχθηκε σε εθνική γερμανική γιορτή κατά την 25η επέτειό του, εδραζόταν στην επιδιωκόμενη απόδειξη της αδιάσειστης ενότητας του γερμανικού έθνους διά της προβολής της συλλογικής συμμετοχής των Γερμανών στην εμπειρία της ενοποίησής τους.
Την ίδια λειτουργία επιτελούν και οι μύθοι που συνοδεύουν την ελληνική εθνική επέτειο και οι οποίοι επίσης στοχεύουν στην απόδειξη της ακατάλυτης ενότητας του έθνους, παρουσιάζοντας τους Ελληνες του 1821 να εξεγείρονται εν σώματι την 25η Μαρτίου με τις ευλογίες της Εκκλησίας (και όχι τυχαία τη μέρα του Ευαγγελισμού) κατά της τυραννικής εξουσίας του Οθωμανού σουλτάνου επιζητώντας, όχι μόνο την ανεξαρτησία από την κυριαρχία του, αλλά και τη σύσταση δημοκρατικής πολιτείας.
*Λέκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου