«Επτά σαμουράι», «Ο θρόνος του αίματος», «Καγκεμούσα», «Ραν», «Όνειρα», «Γιοζίμπο». Λίγες, ελάχιστες μόνο από τις μεγάλες ταινίες που χάρισε το κινηματογραφόφιλο κοινό, ο «αυτοκράτορας του ιαπωνικού κινηματογράφου», Ακίρα Κουροσάβα.
Γεννημένος σαν σήμερα, στις 23 Μαρτίου του 1910, στο Ομόρι, κοντά στο Τόκιο της Ιαπωνίας, έμελε να αναδειχτεί ο μεγαλύτερος σύγχρονος Ιάπωνας σκηνοθέτης και σίγουρα ένας από τους σημαντικότερους κινηματογραφιστές σε παγκόσμιο επίπεδο, με περισσότερες από 30 ταινίες, κάποιες από τις οποίες τιμήθηκαν με διεθνή βραβεία, όπως ο Χρυσός Λέων στο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Βενετίας το 1951 για την ταινία «Rashômon» και ο Χρυσός φοίνικας του Φεστιβάλ των Καννών του 1980 για την ταινία «Kagemusha».
Ο Ακίρα Κουροσάβα, μπήκε στο χώρο της τέχνης, θέλοντας αρχικά να ασχοληθεί με τη ζωγραφική. Γράφτηκε σε μία σχολή καλών τεχνών στην οποία μελέτησε κυρίως δυτικές τεχνοτροπίες. Σύντομα εντάχθηκε σε μία καλλιτεχνική ομάδα και μελέτησε σε βάθος τη Ρωσική λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Την αγάπη του για τον κινηματογράφο σημάδεψε η αυτοκτονία ενός από τους έξι αδελφούς του που λάτρευε το σινεμά και δούλευε ως αφηγητής σε βωβές ταινίες. Η σχέση του ίδιου του Κουροσάβα με τον κινηματογράφο ξεκίνησε το 1930 στο πλευρό του σκηνοθέτη, Κατζίρο Γιαμαμότο που υπήρξε μεγάλος δάσκαλος για το νεαρό Ακίρα Κουροσάβα, παρά τη δύσκολη για τον ιαπωνικό κινηματογράφο εποχή. Μία εποχή συντηρητική κατά την οποία ο Γιαμαμότο εκτελούσε, κυρίως, ταινίες – παραγγελίες για το στρατιωτικό καθεστώς.
Ο Κουροσάβα, στο ίδιο κλίμα, θα κάνει την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα το 1943, με την ταινία «Σουγκάτα Σανσίρο» μια ταινία για την ιστορία του τζούντο. Στα επόμενα χρόνια ο Κουροσάβα θα κάνει ταινίες απλές και εμπορικές, όπως η συνέχεια του «Σουγκάτα Σανσίρο» (1945) τις οποίες δημιουργεί υπό τον έλεγχο της στρατιωτικής κυβέρνησης της Ιαπωνίας, κάτω από καθεστώς αυστηρής λογοκρισίας για την πνευματική δημιουργία. Ευνοούνται φυσικά έργα με πατριωτικό περιεχόμενο. Τέτοιο θα είναι και το περιεχόμενο του δεύτερου μέρους του «Σουγκάτα Σανσίρο» του Κουροσάβα, ενός ανθρώπου που, ωστόσο, συμπορευόταν με την αριστερά.
Ο προσανατολισμός του θα αλλάξει αμέσως μετά τον πόλεμο. Η πρώτη του ταινία, «Οι νέοι δεν χρειάζονται λύπηση» (1946), διαπραγματευόταν την ιστορία της Ιαπωνίας από την δεκαετία του '30 ως το 1946. Η ταινία βασιζόταν στην «πτώση του Τακικάβα», το 1933 όταν ένας καθηγητής αναγκάσθηκε από την κυβέρνηση να παραιτηθεί εξ αιτίας των πολιτικών απόψεών του, επειδή υποστήριζε την αριστερά και τα φοιτητικά κινήματα. Δύο χρόνια αργότερα ο Κουροσάβα, γύρισε το αριστούργημα «Ο μεθυσμένος άγγελος» (1948). Από κει και πέρα, οι ταινίες διαδέχονται η μία την άλλη και πρόκειται πάντα για εξαιρετικές παραγωγές που θα αποδώσουν στον Ακίρα Κουροσάβα τον τίτλο που του αξίζει («ο αυτοκράτορας του ιαπωνικού κινηματογράφου») και μία θέση στο Πάνθεον των σύγχρονων κινηματογραφιστών. Το 1950 θα κυκλοφορήσει το «Ρασομόν» η ταινία που του επέφερε τη διεθνή του φήμη και τον έκανε γνωστό στην Ευρώπη χαρίζοντάς του, το «Χρυσό Λέοντα». Θα ακολουθήσουν οι «Επτά Σαμουράι», «Όνειρα», «Γιοτζίμπο», «Ραψωδία τον Αύγουστο», «Καγκεμούσα».
Ο Κουροσάβα μελέτησε σε βάθος στοιχεία του δυτικού πολιτισμού, τα ενσωμάτωσε στην ιαπωνική κουλτούρα, το έκανε όμως με τρόπο αριστοτεχνικό, καταφέρνοντας να δημιουργήσει το δικό του μοναδικό στιλ κινηματογράφησης και στη συνέχεια να επηρεάσει ο ίδιος τον δυτικό κινηματογράφο. Ο ίδιος δεν δίστασε να αξιοποιήσει έργα των μεγάλων δυτικών κλασικών Γουίλιαμ Σαίξπηρ, Μαξίμ Γκόρκι και Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι μεταφέροντάς τα στη φεουδαρχική Ιαπωνία, ενώ και οι δημιουργοί της Δύσης δεν δίστασαν να «πατήσουν» στις δικές του ταινίες προκειμένου να δημιουργήσουν μεγάλες ταινίες. Τρανταχτά παραδείγματα, το «Και οι επτά ήταν υπέροχοι» του Τζον Στέρτζες, ένα ριμέικ των «Επτά σαμουράι» και το «Μια χούφτα δολάρια» του Σέρτζιο Λεόνε, ένα ριμέικ του «Γιοζίμπο». Επιπλέον, ο Τζορτζ Λούκας, ποτέ δεν έκρυψε ότι εμπνεύστηκε τον «Πόλεμο των άστρων» από το «Κρυμμένο κάστρο» (1958) του Ακίρα Κουροσάβα.
Ο θάνατός του από εγκεφαλικό τον Σεπτέμβριο του 1998 σήμανε μια μεγάλη απώλεια για τον παγκόσμιο κινηματογράφο, παρ' ότι ο Κουροσάβα είχε αποσυρθεί από το 1993, έχοντας παραδώσει στους φίλους του κινηματογράφου τον «Δάσκαλο», το κύκνειο άσμα του.
Φιλμογραφία
«Μανταντάγιο» (1993), «Μια Ραψωδία Τον Αύγουστο» (1991), «Όνειρα» (1990), «Ραν» (1985), «Καγκεμούσα, ο ίσκιος του πολεμιστή» (1980), «Ουζαλά» (1975), «Η Γειτονιά Των Καταφρονεμένων» (1970), «Κοκκινογένης» (1965), «Ο Δολοφόνος Του Τόκιο» (1963), «Σαντζούρο» (1962), «Γιοζίμπο» (1961), «Οι κακοί κοιμούνται ήσυχα» (1960), «Το κρυμμένο φρούριο» (1958), «Ο υπόκοσμος» (1957), «Ο Θρόνος του Αίματος» (1957), «Οι 7 Σαμουράϊ» (1954), «Ο καταδικασμένος» (1952), «Ο ηλίθιος» (1951), «Ρασομόν» (1950), «Σκάνδαλο» (1950), «Λυσσασμένος σκύλος» (1949), «Η ήσυχη διένεξη» (1949), «Ο μεθυσμένος άγγελος» (1948), «Μία υπέροχη Κυριακή» (1947), «Οι νέοι δεν χρειάζονται λύπηση» (1946), «Αυτά κτίζουν το μέλλον» (1946), «Ο Θρύλος του Τζούντο 2» (1945), «Αυτοί που πάτησαν την ουρά της τίγρης» (1945), «Ο πιο ωραίος» (1944), «Ο Θρύλος του Τζούντο» (1943)
Γεννημένος σαν σήμερα, στις 23 Μαρτίου του 1910, στο Ομόρι, κοντά στο Τόκιο της Ιαπωνίας, έμελε να αναδειχτεί ο μεγαλύτερος σύγχρονος Ιάπωνας σκηνοθέτης και σίγουρα ένας από τους σημαντικότερους κινηματογραφιστές σε παγκόσμιο επίπεδο, με περισσότερες από 30 ταινίες, κάποιες από τις οποίες τιμήθηκαν με διεθνή βραβεία, όπως ο Χρυσός Λέων στο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Βενετίας το 1951 για την ταινία «Rashômon» και ο Χρυσός φοίνικας του Φεστιβάλ των Καννών του 1980 για την ταινία «Kagemusha».
Ο Ακίρα Κουροσάβα, μπήκε στο χώρο της τέχνης, θέλοντας αρχικά να ασχοληθεί με τη ζωγραφική. Γράφτηκε σε μία σχολή καλών τεχνών στην οποία μελέτησε κυρίως δυτικές τεχνοτροπίες. Σύντομα εντάχθηκε σε μία καλλιτεχνική ομάδα και μελέτησε σε βάθος τη Ρωσική λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Την αγάπη του για τον κινηματογράφο σημάδεψε η αυτοκτονία ενός από τους έξι αδελφούς του που λάτρευε το σινεμά και δούλευε ως αφηγητής σε βωβές ταινίες. Η σχέση του ίδιου του Κουροσάβα με τον κινηματογράφο ξεκίνησε το 1930 στο πλευρό του σκηνοθέτη, Κατζίρο Γιαμαμότο που υπήρξε μεγάλος δάσκαλος για το νεαρό Ακίρα Κουροσάβα, παρά τη δύσκολη για τον ιαπωνικό κινηματογράφο εποχή. Μία εποχή συντηρητική κατά την οποία ο Γιαμαμότο εκτελούσε, κυρίως, ταινίες – παραγγελίες για το στρατιωτικό καθεστώς.
Ο Κουροσάβα, στο ίδιο κλίμα, θα κάνει την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα το 1943, με την ταινία «Σουγκάτα Σανσίρο» μια ταινία για την ιστορία του τζούντο. Στα επόμενα χρόνια ο Κουροσάβα θα κάνει ταινίες απλές και εμπορικές, όπως η συνέχεια του «Σουγκάτα Σανσίρο» (1945) τις οποίες δημιουργεί υπό τον έλεγχο της στρατιωτικής κυβέρνησης της Ιαπωνίας, κάτω από καθεστώς αυστηρής λογοκρισίας για την πνευματική δημιουργία. Ευνοούνται φυσικά έργα με πατριωτικό περιεχόμενο. Τέτοιο θα είναι και το περιεχόμενο του δεύτερου μέρους του «Σουγκάτα Σανσίρο» του Κουροσάβα, ενός ανθρώπου που, ωστόσο, συμπορευόταν με την αριστερά.
Ο προσανατολισμός του θα αλλάξει αμέσως μετά τον πόλεμο. Η πρώτη του ταινία, «Οι νέοι δεν χρειάζονται λύπηση» (1946), διαπραγματευόταν την ιστορία της Ιαπωνίας από την δεκαετία του '30 ως το 1946. Η ταινία βασιζόταν στην «πτώση του Τακικάβα», το 1933 όταν ένας καθηγητής αναγκάσθηκε από την κυβέρνηση να παραιτηθεί εξ αιτίας των πολιτικών απόψεών του, επειδή υποστήριζε την αριστερά και τα φοιτητικά κινήματα. Δύο χρόνια αργότερα ο Κουροσάβα, γύρισε το αριστούργημα «Ο μεθυσμένος άγγελος» (1948). Από κει και πέρα, οι ταινίες διαδέχονται η μία την άλλη και πρόκειται πάντα για εξαιρετικές παραγωγές που θα αποδώσουν στον Ακίρα Κουροσάβα τον τίτλο που του αξίζει («ο αυτοκράτορας του ιαπωνικού κινηματογράφου») και μία θέση στο Πάνθεον των σύγχρονων κινηματογραφιστών. Το 1950 θα κυκλοφορήσει το «Ρασομόν» η ταινία που του επέφερε τη διεθνή του φήμη και τον έκανε γνωστό στην Ευρώπη χαρίζοντάς του, το «Χρυσό Λέοντα». Θα ακολουθήσουν οι «Επτά Σαμουράι», «Όνειρα», «Γιοτζίμπο», «Ραψωδία τον Αύγουστο», «Καγκεμούσα».
Ο Κουροσάβα μελέτησε σε βάθος στοιχεία του δυτικού πολιτισμού, τα ενσωμάτωσε στην ιαπωνική κουλτούρα, το έκανε όμως με τρόπο αριστοτεχνικό, καταφέρνοντας να δημιουργήσει το δικό του μοναδικό στιλ κινηματογράφησης και στη συνέχεια να επηρεάσει ο ίδιος τον δυτικό κινηματογράφο. Ο ίδιος δεν δίστασε να αξιοποιήσει έργα των μεγάλων δυτικών κλασικών Γουίλιαμ Σαίξπηρ, Μαξίμ Γκόρκι και Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι μεταφέροντάς τα στη φεουδαρχική Ιαπωνία, ενώ και οι δημιουργοί της Δύσης δεν δίστασαν να «πατήσουν» στις δικές του ταινίες προκειμένου να δημιουργήσουν μεγάλες ταινίες. Τρανταχτά παραδείγματα, το «Και οι επτά ήταν υπέροχοι» του Τζον Στέρτζες, ένα ριμέικ των «Επτά σαμουράι» και το «Μια χούφτα δολάρια» του Σέρτζιο Λεόνε, ένα ριμέικ του «Γιοζίμπο». Επιπλέον, ο Τζορτζ Λούκας, ποτέ δεν έκρυψε ότι εμπνεύστηκε τον «Πόλεμο των άστρων» από το «Κρυμμένο κάστρο» (1958) του Ακίρα Κουροσάβα.
Ο θάνατός του από εγκεφαλικό τον Σεπτέμβριο του 1998 σήμανε μια μεγάλη απώλεια για τον παγκόσμιο κινηματογράφο, παρ' ότι ο Κουροσάβα είχε αποσυρθεί από το 1993, έχοντας παραδώσει στους φίλους του κινηματογράφου τον «Δάσκαλο», το κύκνειο άσμα του.
Φιλμογραφία
«Μανταντάγιο» (1993), «Μια Ραψωδία Τον Αύγουστο» (1991), «Όνειρα» (1990), «Ραν» (1985), «Καγκεμούσα, ο ίσκιος του πολεμιστή» (1980), «Ουζαλά» (1975), «Η Γειτονιά Των Καταφρονεμένων» (1970), «Κοκκινογένης» (1965), «Ο Δολοφόνος Του Τόκιο» (1963), «Σαντζούρο» (1962), «Γιοζίμπο» (1961), «Οι κακοί κοιμούνται ήσυχα» (1960), «Το κρυμμένο φρούριο» (1958), «Ο υπόκοσμος» (1957), «Ο Θρόνος του Αίματος» (1957), «Οι 7 Σαμουράϊ» (1954), «Ο καταδικασμένος» (1952), «Ο ηλίθιος» (1951), «Ρασομόν» (1950), «Σκάνδαλο» (1950), «Λυσσασμένος σκύλος» (1949), «Η ήσυχη διένεξη» (1949), «Ο μεθυσμένος άγγελος» (1948), «Μία υπέροχη Κυριακή» (1947), «Οι νέοι δεν χρειάζονται λύπηση» (1946), «Αυτά κτίζουν το μέλλον» (1946), «Ο Θρύλος του Τζούντο 2» (1945), «Αυτοί που πάτησαν την ουρά της τίγρης» (1945), «Ο πιο ωραίος» (1944), «Ο Θρύλος του Τζούντο» (1943)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου