Σαν σήμερα, το 1881 γεννήθηκε ο σπουδαίος Ούγγρος συνθέτης Béla Bartók, ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς του 20ου αιώνα. Η μουσική του παθιασμένου με την εθνομουσικολογία συνθέτη ήταν εμπλουτισμένη με θέματα, ρυθμούς και τεχνοτροπίες τόσο της ουγγρικής όσο και άλλων παραδοσιακών μουσικών του κόσμου τις οποίες μελέτησε, ενώ δημιούργησε μουσική με μοναδικό ύφος ενσωματώνοντας τις επιρροές συγχρόνων του συνθετών.
Ο Béla Viktor János Bartók γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου του 1881 και μεγάλωσε στην Αυστροουγγαρία που διαίρεσε η Συνθήκη του Τριανόν μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η γενέτειρα του Nagyszentmiklós πλέον ονομάζεται Sînnicolau Mare και ανήκει στη Ρουμανία. Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του το 1888, η μητέρα του Paula μετακόμισε με τον μικρό Béla και την αδερφή του στη Bratislava της Σλοβακίας. Όταν δημιουργήθηκε η Τσεχοσλοβακία, ο Béla και η μητέρα του βρέθηκαν σε διαφορετικές μεριές των συνόρων.
Από μικρός επέδειξε εξαιρετικό «αυτί», αναπτύσσοντας την ικανότητα να ξεχωρίζει τους διαφορετικούς ρυθμούς από τις μελωδίες που έπαιζε η μητέρα του στο πιάνο. Οι συχνές μετακινήσεις της οικογένειας είχαν ως κίνητρο, εν μέρει, την επιθυμία της Paula Bartók να παράσχει στον γιο της την καλύτερη δυνατή μουσική παιδεία.
Στη Bratislava μελέτησε πιάνο υπό κορυφαίους δασκάλους ενώ έμαθε μόνος του σύνθεση, μελετώντας παρτιτούρες. Σε ηλικία 9 ετών συνέθετε ήδη χορούς ενώ στη εφηβεία έγραφε μουσική δωματίου στο στιλ του Brahms. Το 1899 μπήκε στη Μουσική Ακαδημία της Βουδαπέστης, όπου και άκουσε μια εκτέλεση του Also Sprach Zarathustra του Richard Strauss, η οποία του έδειξε όπως ανέφερε αργότερα «ότι υπήρχε ένας τρόπος σύνθεσης ο οποίος έφερε τους σπόρους μιας νέας ζωής». Συνδυάζοντας τον ενθουσιασμό του για τον Strauss με τον νεανικό ουγγρικό εθνικισμό του, το 1903 συνέθεσε το πρώτο μεγάλο έργο του, το συμφωνικό ποίημα Kossuth, προς τιμήν του ήρωα της Ουγγρικής Επανάστασης του 1848, Lajos Kossuth.
Το 1904 άκουσε την Ουγγαρέζα υπηρέτρια Lidi Dósa, να τραγουδά το παραδοσιακό τραγούδι «Piros alma», το οποίο τον γοήτευσε. Έτσι ξεκίνησε το μεγάλο πάθος της ζωής του με την παραδοσιακή μουσική. Δυο χρόνια αργότερα γνωρίστηκε με τον επίσης συνθέτη Zoltán Kodály, με τον οποίον έγιναν εγκάρδιοι φίλοι για όλη τους τη ζωή. Ο Kodály είχε ήδη αρχίσει να συγκεντρώνει με τη χρήση του κυλίνδρου του Edison ηχογραφήσεις παραδοσιακών τραγουδιών της Ουγγαρίας, κάτι που ξεκίνησε να κάνει και ο Bartók.
Αποφοιτώντας από την Ακαδημία ξεκίνησε την καριέρα του ως πιανίστας κονσέρτων. Κατά την ενήλικη ζωή του, ο Bartók έδωσε 630 συναυλίες σε 22 χώρες. Το 1907 έγινε καθηγητής πιάνου στην Ακαδημία της Βουδαπέστης. Αν και δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η διδασκαλία, παρέμεινε στη θέση αυτή για περισσότερα από 25 χρόνια. Η σημαντικότερη συνεισφορά του στην παιδαγωγική ήταν οι διδασκαλικές μέθοδοί του για το έργο των Bach, Haydn, Mozart και Beethoven, καθώς και τα κομμάτια που συνέθεσε για παιδιά.
Ο Bartók επέδειξε όμως ενδιαφέρον για την παραδοσιακή μουσική εκτός συνόρων, μελετώντας τη ρουμάνικη, τη σλοβάκικη, τη σέρβικη, την κροατική, τη βουλγαρική, την τούρκικη κι ακόμα και τη νοτιοαφρικανική. Το 1906, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Αλγερία, οραματίστηκε το πώς θα έθετε τάξη στους παραδοσιακούς σκοπούς του κόσμου. Αυτό έθεσε τέρμα σε οποιαδήποτε επιθυμία του για την καριέρα που οι άλλοι ήθελαν να ακολουθήσει, είπε αργότερα. Από το σημείο εκείνο και πέρα, το βασικό ζητούμενο στη ζωή του έγινε η συλλογή, ανάλυση, και καταλογοποίηση μεγάλου μέρους της παγκόσμιας παραδοσιακής μουσικής.
Αυτό το πολυεθνικό ενδιαφέρον του, τού προκάλεσε προβλήματα ειδικά μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Σλοβακία και η Ρουμανία δεν ήταν πια μέρος της Ουγγαρίας, αφού περιοχές στις οποίες μελετούσε και εξερευνούσε πλέον έγιναν απροσπέλαστες. Επιπλέον, επικρίθηκε για το «μη πατριωτικό» ενδιαφέρον που επιδείκνυε για λαούς εχθρικούς πλέον προς την Ουγγαρία. Νοσταλγώντας την εθνική ποικιλότητα της Αυστροουγγαρίας, ο Bartók ονειρεύτηκε την «αδελφότητα των ανθρώπων, αδελφότητα πέρα από όλους τους πολέμους και τις διαμάχες».
Σε ένα ταξίδι του στην Τρανσυλβανία, ήρθε σε επαφή με την Εκκλησία των Ουνιτάριων. Ο ίδιος είχε ανατραφεί ως καθολικός αλλά στα 22 του δήλωνε ήδη άθεος, οπαδός του Νίτσε και σκεπτικιστής για τα θρησκευτικά διδάγματα. «Γιατί δεν λέμε απλά: δεν μπορώ να εξηγήσω την προέλευση της ύπαρξης, και να αρκεστούμε σε αυτό;» έλεγε. Το 1909 παντρεύτηκε με την Márta Ziegler και τον επόμενο χρόνο γεννήθηκε ο γιος τους. Έξι χρόνια αργότερα, ενώπιον του γιου του, έγινε μέλος της Εκκλησίας των Ουνιτάριων, κάτι που του άνοιγε περισσότερες επαγγελματικές προοπτικές και απάλλασσε τον γιο του από την υποχρεωτική αλλιώς καθολική εκπαίδευση.
Τα ωριμότερα έργα του συνάντησαν την αντίσταση του συντηρητικού ουγγρικού κατεστημένου που προτιμούσε τα έργα των Brahms και Liszt. Στην απόρριψη του συνέβαλε και το γεγονός ότι για τα λυρικά έργα του συνεργάστηκε με συγγραφείς που δεν έχαιραν της κυβερνητικής εκτίμησης. Παρόλα αυτά, το όνομά του είχε ήδη αναγνωριστεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Με τις δυο σονάτες για βιολί, το 1921 και 1922, καθώς και με την Χορευτική Σουίτα του για την 15η επέτειο της ενοποίησης της πόλης της Βουδαπέστης, αναγνωρίστηκε ως ένας από τους σημαντικότερους μοντέρνους συνθέτες. Το 1926 συνέθεσε μια σειρά σπουδαίων έργων για πιάνο, μεταξύ των οποίων και το πρώτο από τα τρία του κοντσέρτα για πιάνο. Το τρίτο και το πέμπτο από τα κοντσέρτα για έγχορδα, του 1927-1928, με το πλέον αφηρημένο και συγκεντρωμένο ύφος του, συγκαταλέγονται μεταξύ των έργων του Bartók που αναφέρονται συχνότερα ως αριστουργήματα από τους κριτικούς της μουσικής.
Τη δεκαετία του 1930, έγραψε πολλά έργα κατά παραγγελία από ξένες χώρες – αρνήθηκε ωστόσο να δώσει συναυλίες ή να επιτρέψει την μετάδοση της μουσικής του στη φασιστική Ιταλία και τη ναζιστική Γερμανία. Απέφευγε και τις συναυλίες στην ίδια την Ουγγαρία, λόγω του φασιστικού καθεστώτος. Το 1931 βραβεύτηκε με το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής από τη Γαλλική Πρεσβεία, όμως αργότερα μέσα στο ίδιο έτος, όταν επρόκειτο να λάβει το βραβείο Corvin, δεν παρέστη στην τελετή γιατί θα έπρεπε να δεχθεί το βραβείο από το χέρι του δικτάτορα της Ουγγαρίας Miklós Horthy. Η πολιτική κατάσταση που έβαινε προς το χειρότερο στην Ευρώπη, τον έκανε να στείλει πρώτα στο εξωτερικό τα χειρόγραφά του και στη συνέχεια να φύγει με τη δεύτερη σύζυγό του και το γιο τους στις ΗΠΑ.
Το 1945 έλαβε την αμερικανική υπηκοότητα αλλά εξακολουθούσε να θεωρεί τον εαυτό του εξόριστο και όχι μετανάστη. Παρόλα αυτά, ένα από τα φωτεινά σημεία της εκεί ζωής του, την οποία σκίαζε και η δύσκολη οικονομική κατάσταση, ήταν η πρόσβαση στα αρχεία της σερβοκροατικής παραδοσιακής μουσικής του Πανεπιστημίου Columbia στη Νέα Υόρκη. Στις αρχές του 1940 εκδηλώθηκαν τα πρώτα συμπτώματα της λευχαιμίας η οποία διαγνώστηκε 4 χρόνια αργότερα, όταν ήταν πολύ αργά για να βοηθηθεί η κατάσταση του συνθέτη.
Το 1943 συνέθεσε Ορχηστρικό Κονσέρτο, το δημοφιλέστερο έργο του και το επόμενο έτος συνέθεσε μία σονάτα για σόλο βιολί για τον Yehudi Menuhin. Τα δυο τελευταία σπουδαία έργα του, το τρίτο κονσέρτο για πιάνο το οποίο περιλαμβάνει κελαηδίσματα και φυσικούς ήχους, και το κονσέρτο για βιόλα έμειναν ολοκληρώθηκαν από τον Ούγγρο συνεργάτη του Tibor Serly, μετά το θάνατό του.
Ο Béla Bartók πέθανε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1945, σε ηλικία 64 ετών, σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης. Το 1988, ο γιος του Béla Bartók, Jr., επικεφαλής πλέον της Εκκλησίας των Ουνιταριστών της Ουγγαρίας, κατάφερε να μεταφέρει το λείψανο του πατέρα του στη Βουδαπέστη.
Πηγή
Ο Béla Viktor János Bartók γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου του 1881 και μεγάλωσε στην Αυστροουγγαρία που διαίρεσε η Συνθήκη του Τριανόν μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η γενέτειρα του Nagyszentmiklós πλέον ονομάζεται Sînnicolau Mare και ανήκει στη Ρουμανία. Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του το 1888, η μητέρα του Paula μετακόμισε με τον μικρό Béla και την αδερφή του στη Bratislava της Σλοβακίας. Όταν δημιουργήθηκε η Τσεχοσλοβακία, ο Béla και η μητέρα του βρέθηκαν σε διαφορετικές μεριές των συνόρων.
Από μικρός επέδειξε εξαιρετικό «αυτί», αναπτύσσοντας την ικανότητα να ξεχωρίζει τους διαφορετικούς ρυθμούς από τις μελωδίες που έπαιζε η μητέρα του στο πιάνο. Οι συχνές μετακινήσεις της οικογένειας είχαν ως κίνητρο, εν μέρει, την επιθυμία της Paula Bartók να παράσχει στον γιο της την καλύτερη δυνατή μουσική παιδεία.
Στη Bratislava μελέτησε πιάνο υπό κορυφαίους δασκάλους ενώ έμαθε μόνος του σύνθεση, μελετώντας παρτιτούρες. Σε ηλικία 9 ετών συνέθετε ήδη χορούς ενώ στη εφηβεία έγραφε μουσική δωματίου στο στιλ του Brahms. Το 1899 μπήκε στη Μουσική Ακαδημία της Βουδαπέστης, όπου και άκουσε μια εκτέλεση του Also Sprach Zarathustra του Richard Strauss, η οποία του έδειξε όπως ανέφερε αργότερα «ότι υπήρχε ένας τρόπος σύνθεσης ο οποίος έφερε τους σπόρους μιας νέας ζωής». Συνδυάζοντας τον ενθουσιασμό του για τον Strauss με τον νεανικό ουγγρικό εθνικισμό του, το 1903 συνέθεσε το πρώτο μεγάλο έργο του, το συμφωνικό ποίημα Kossuth, προς τιμήν του ήρωα της Ουγγρικής Επανάστασης του 1848, Lajos Kossuth.
Το 1904 άκουσε την Ουγγαρέζα υπηρέτρια Lidi Dósa, να τραγουδά το παραδοσιακό τραγούδι «Piros alma», το οποίο τον γοήτευσε. Έτσι ξεκίνησε το μεγάλο πάθος της ζωής του με την παραδοσιακή μουσική. Δυο χρόνια αργότερα γνωρίστηκε με τον επίσης συνθέτη Zoltán Kodály, με τον οποίον έγιναν εγκάρδιοι φίλοι για όλη τους τη ζωή. Ο Kodály είχε ήδη αρχίσει να συγκεντρώνει με τη χρήση του κυλίνδρου του Edison ηχογραφήσεις παραδοσιακών τραγουδιών της Ουγγαρίας, κάτι που ξεκίνησε να κάνει και ο Bartók.
Αποφοιτώντας από την Ακαδημία ξεκίνησε την καριέρα του ως πιανίστας κονσέρτων. Κατά την ενήλικη ζωή του, ο Bartók έδωσε 630 συναυλίες σε 22 χώρες. Το 1907 έγινε καθηγητής πιάνου στην Ακαδημία της Βουδαπέστης. Αν και δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η διδασκαλία, παρέμεινε στη θέση αυτή για περισσότερα από 25 χρόνια. Η σημαντικότερη συνεισφορά του στην παιδαγωγική ήταν οι διδασκαλικές μέθοδοί του για το έργο των Bach, Haydn, Mozart και Beethoven, καθώς και τα κομμάτια που συνέθεσε για παιδιά.
Ο Bartók επέδειξε όμως ενδιαφέρον για την παραδοσιακή μουσική εκτός συνόρων, μελετώντας τη ρουμάνικη, τη σλοβάκικη, τη σέρβικη, την κροατική, τη βουλγαρική, την τούρκικη κι ακόμα και τη νοτιοαφρικανική. Το 1906, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Αλγερία, οραματίστηκε το πώς θα έθετε τάξη στους παραδοσιακούς σκοπούς του κόσμου. Αυτό έθεσε τέρμα σε οποιαδήποτε επιθυμία του για την καριέρα που οι άλλοι ήθελαν να ακολουθήσει, είπε αργότερα. Από το σημείο εκείνο και πέρα, το βασικό ζητούμενο στη ζωή του έγινε η συλλογή, ανάλυση, και καταλογοποίηση μεγάλου μέρους της παγκόσμιας παραδοσιακής μουσικής.
Αυτό το πολυεθνικό ενδιαφέρον του, τού προκάλεσε προβλήματα ειδικά μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Σλοβακία και η Ρουμανία δεν ήταν πια μέρος της Ουγγαρίας, αφού περιοχές στις οποίες μελετούσε και εξερευνούσε πλέον έγιναν απροσπέλαστες. Επιπλέον, επικρίθηκε για το «μη πατριωτικό» ενδιαφέρον που επιδείκνυε για λαούς εχθρικούς πλέον προς την Ουγγαρία. Νοσταλγώντας την εθνική ποικιλότητα της Αυστροουγγαρίας, ο Bartók ονειρεύτηκε την «αδελφότητα των ανθρώπων, αδελφότητα πέρα από όλους τους πολέμους και τις διαμάχες».
Σε ένα ταξίδι του στην Τρανσυλβανία, ήρθε σε επαφή με την Εκκλησία των Ουνιτάριων. Ο ίδιος είχε ανατραφεί ως καθολικός αλλά στα 22 του δήλωνε ήδη άθεος, οπαδός του Νίτσε και σκεπτικιστής για τα θρησκευτικά διδάγματα. «Γιατί δεν λέμε απλά: δεν μπορώ να εξηγήσω την προέλευση της ύπαρξης, και να αρκεστούμε σε αυτό;» έλεγε. Το 1909 παντρεύτηκε με την Márta Ziegler και τον επόμενο χρόνο γεννήθηκε ο γιος τους. Έξι χρόνια αργότερα, ενώπιον του γιου του, έγινε μέλος της Εκκλησίας των Ουνιτάριων, κάτι που του άνοιγε περισσότερες επαγγελματικές προοπτικές και απάλλασσε τον γιο του από την υποχρεωτική αλλιώς καθολική εκπαίδευση.
Τα ωριμότερα έργα του συνάντησαν την αντίσταση του συντηρητικού ουγγρικού κατεστημένου που προτιμούσε τα έργα των Brahms και Liszt. Στην απόρριψη του συνέβαλε και το γεγονός ότι για τα λυρικά έργα του συνεργάστηκε με συγγραφείς που δεν έχαιραν της κυβερνητικής εκτίμησης. Παρόλα αυτά, το όνομά του είχε ήδη αναγνωριστεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Με τις δυο σονάτες για βιολί, το 1921 και 1922, καθώς και με την Χορευτική Σουίτα του για την 15η επέτειο της ενοποίησης της πόλης της Βουδαπέστης, αναγνωρίστηκε ως ένας από τους σημαντικότερους μοντέρνους συνθέτες. Το 1926 συνέθεσε μια σειρά σπουδαίων έργων για πιάνο, μεταξύ των οποίων και το πρώτο από τα τρία του κοντσέρτα για πιάνο. Το τρίτο και το πέμπτο από τα κοντσέρτα για έγχορδα, του 1927-1928, με το πλέον αφηρημένο και συγκεντρωμένο ύφος του, συγκαταλέγονται μεταξύ των έργων του Bartók που αναφέρονται συχνότερα ως αριστουργήματα από τους κριτικούς της μουσικής.
Τη δεκαετία του 1930, έγραψε πολλά έργα κατά παραγγελία από ξένες χώρες – αρνήθηκε ωστόσο να δώσει συναυλίες ή να επιτρέψει την μετάδοση της μουσικής του στη φασιστική Ιταλία και τη ναζιστική Γερμανία. Απέφευγε και τις συναυλίες στην ίδια την Ουγγαρία, λόγω του φασιστικού καθεστώτος. Το 1931 βραβεύτηκε με το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής από τη Γαλλική Πρεσβεία, όμως αργότερα μέσα στο ίδιο έτος, όταν επρόκειτο να λάβει το βραβείο Corvin, δεν παρέστη στην τελετή γιατί θα έπρεπε να δεχθεί το βραβείο από το χέρι του δικτάτορα της Ουγγαρίας Miklós Horthy. Η πολιτική κατάσταση που έβαινε προς το χειρότερο στην Ευρώπη, τον έκανε να στείλει πρώτα στο εξωτερικό τα χειρόγραφά του και στη συνέχεια να φύγει με τη δεύτερη σύζυγό του και το γιο τους στις ΗΠΑ.
Το 1945 έλαβε την αμερικανική υπηκοότητα αλλά εξακολουθούσε να θεωρεί τον εαυτό του εξόριστο και όχι μετανάστη. Παρόλα αυτά, ένα από τα φωτεινά σημεία της εκεί ζωής του, την οποία σκίαζε και η δύσκολη οικονομική κατάσταση, ήταν η πρόσβαση στα αρχεία της σερβοκροατικής παραδοσιακής μουσικής του Πανεπιστημίου Columbia στη Νέα Υόρκη. Στις αρχές του 1940 εκδηλώθηκαν τα πρώτα συμπτώματα της λευχαιμίας η οποία διαγνώστηκε 4 χρόνια αργότερα, όταν ήταν πολύ αργά για να βοηθηθεί η κατάσταση του συνθέτη.
Το 1943 συνέθεσε Ορχηστρικό Κονσέρτο, το δημοφιλέστερο έργο του και το επόμενο έτος συνέθεσε μία σονάτα για σόλο βιολί για τον Yehudi Menuhin. Τα δυο τελευταία σπουδαία έργα του, το τρίτο κονσέρτο για πιάνο το οποίο περιλαμβάνει κελαηδίσματα και φυσικούς ήχους, και το κονσέρτο για βιόλα έμειναν ολοκληρώθηκαν από τον Ούγγρο συνεργάτη του Tibor Serly, μετά το θάνατό του.
Ο Béla Bartók πέθανε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1945, σε ηλικία 64 ετών, σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης. Το 1988, ο γιος του Béla Bartók, Jr., επικεφαλής πλέον της Εκκλησίας των Ουνιταριστών της Ουγγαρίας, κατάφερε να μεταφέρει το λείψανο του πατέρα του στη Βουδαπέστη.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου